8. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη [δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα της αιτούσας για χορήγηση σε αυτήν άδειας διαμονής στην Ελλάδα κατ’ άρθρο 98 του ν.4251/2014 ως πολίτη τρίτης χώρας με καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.] τυγχάνει νόμω ανεπέρειστη και ως τέτοια ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε, και δη με το συγκεκριμένο αιτιολογικό και περιεχόμενο, δηλαδή ως απορριπτική του επίμαχου αιτήματος της αιτούσας λόγω μη ύπαρξης κενών θέσεων εργασίας για την ειδικότητα πωλητής καταστήματος και λόγω πλήρωσης του ανώτατου ορισθέντος αριθμού αδειών διαμονής για εξαρτημένη εργασία στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, με βάση την προπαρατεθείσα υπ’ αριθμ. 8055/192/13.3.2014 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία, όμως, κατά τον (κρίσιμο) χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης, και δη στις 15.10.2014, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 4251/2014 (από 1.6.2014, ως προεκτέθηκε), είχε παύσει να ισχύειδυνάμει της, ομοίως προπαρατεθείσας, παρ. 1 του άρθρου 139 του ν.4251/2014, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Και τούτο, διότι η ανωτέρω κ.υ.α., κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, αποτελεί κανονιστική πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του ν.3386/2005, που καταργήθηκαν (οι τελευταίες) μαζί με τις κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν βάσει αυτών, δηλαδή και η εφαρμοσθείσα από το εκδώσαν την επίδικη απόφαση διοικητικό όργανο ανωτέρω κ.υ.α., κατά το προαναφερθέν άρθρο 139 (παρ. 1) του ν.4251/2014, από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου, πλην των ρητώς αναφερόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 139 του εν λόγω νόμου εξαιρέσεων που δεν αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση αντίστοιχο ισχυρισμό. Εξάλλου, ναι μεν ρητώς προβλέπεται από την σχετικώς ισχύουσα Οδηγία 2003/109/ΕΚ, και συγκεκριμένα από το ανωτέρω άρθρο 14 (παρ. 3) αυτής, ότι με τις εθνικές διατάξεις με τις οποίες μεταφέρεται το άρθρο αυτό της Οδηγίας (όσον αφορά τη διαμονή των εχόντων άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο που τους χορήγησε την εν λόγω άδεια) δύναται να θεσπίζεται ρύθμιση όπως αυτή που περιέχεται στην ανωτέρω κ.υ.α., δηλαδή που να μην επιτρέπει την υπέρβαση του για κάθε έτος ανώτατου προβλεπόμενου αριθμού αδειών διαμονής για εργασία σε υπηκόους τρίτων χωρών, με γνώμονα τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας (προσφορά και ζήτηση και κενές θέσεις εργασίας, καθώς και ποσοστό ανεργίας ανά ειδικότητα και περιοχή), πλην, όμως, εν προκειμένω, είχε ήδη παύσει να ισχύει και δεν υφίστατο, πλέον, στο νομικό κόσμο κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης πράξης η ως άνω (8055/192/2014) κοινή υπουργική αποφάση, κατ’ επίκληση και εφαρμογή της οποίας αυτή (προσβαλλομένη) εκδόθηκε. Με την ανωτέρω κ.υ.α. είχαν τεθεί, ως προεκτέθηκε, εξαιρέσεις και όρια σε σχέση με τον, κατ’ αρχάς επιβαλλόμενο από το άρθρο 98 του ν.4251/2014 και το άρθρο 14 της προαναφερθείσας (2003/109/ΕΚ) Οδηγίας, κανόνα (υπό τις αυτόθι αναφερόμενες προϋποθέσεις) περί χορηγήσεως άδειας διαμονής (με υπερβαίνουσα τους τρεις μήνες χρονική ισχύ) για μισθωτή απασχόληση σε κατόχους άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος σε έτερο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η εν λόγω κ.υ.α. μη νομίμως και μη ορθώς εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση μετά την κατάργησή της με το άρθρο 139 του ν.4251/2014, ως προεκτέθηκε. Εξάλλου, η έκδοση υπουργικής απόφασης για θέσπιση ανώτατου αριθμού αδειών διαμονής ανά συγκεκριμένη περιοχή της επικράτειας και ανά ειδικότητα όσον αφορά τους ενταγμένους σε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε άλλη (πλην της Ελλάδος) χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί υλοποίηση εκ μέρους του Έλληνα κανονιστικού νομοθέτη σχετικής πρόβλεψης για την εν λόγω δυνατότητα στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ (αντίστοιχη παρ. 3 του άρθρου 98 του ν.4251/2014) και συνιστά, νόμω και ουσία, θέσπιση εξαίρεσης από τον κανόνα που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους (2 και 3) του ίδιου άρθρου (14) του ν.4251/2014 (αντίστοιχη παρ. 1 άρθρου 98 ν.4251/2014), ήτοι της δυνατότητας των κατόχων άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος σε ορισμένο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαμένουν, εφόσον πληρούνται οι οικείες προϋποθέσεις της ύπαρξης στο πρόσωπό τους επαρκών πόρων προς κάλυψη δαπανών διαβίωσης και ασφάλισης ασθενείας, στο έδαφος ετέρου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών για συγκεκριμένους σκοπούς (άσκηση μισθωτής ή ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας, σπουδές, επαγγελματική κατάρτιση). Συγχρόνως, η θέσπιση κριτηρίων αγοράς εργασίας με κατά προτίμηση εισδοχή πολιτών της Ένωσης και πολιτών τρίτων χωρών με εν ισχύι τίτλο διαμονής έχει, επί της ουσίας και κατ’ αποτέλεσμα, χαρακτήρα περιορισμού του προβλεπόμενου από την ως άνω Οδηγία δικαιώματος των κατόχων αδειών διαμονής επί μακρόν διαμένοντος για ευχερέστερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Ε.Ε. και για (ανεμπόδιστη αλλά υπό προϋποθέσεις και για ορισμένο χρόνο) διαμονή τους στην επικράτεια ετέρου κράτους μέλους (σε σχέση με εκείνο που τους χορήγησε τις ανωτέρω άδειες). Η ενεργοποίηση, όμως, της ανωτέρω, κατ’ άρθρο 14 (παρ. 3) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ και κατ’ άρθρο 98 (παρ. 3) του ν.4251/2014, δυνατότητας των κρατών μελών προϋποθέτει τη θέσπιση και παραμονή σε ισχύ σχετικής νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, η οποία να θέτει πρόσθετες προϋποθέσεις ή όρους ή όρια για συγκεκριμένο, χρονικώς εγγύς(ώστε να στηρίζεται σε επίκαιρα στοιχεία και δεδομένα), διάστημα όσον αφορά α) το μέγιστο διαθέσιμο αριθμό θέσεων εργασίας και β) την κατανομή τούτων κατά προτεραιότητα σε πολίτες τις Ε.Ε. ή, εφόσον προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, και σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στην αντίστοιχη εθνική επικράτεια και λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας. Ειδάλλως, ήτοι για όσο χρονικό διάστημα τοιαύτη κανονιστική ρύθμιση δεν υφίσταται στο νομικό κόσμο, επί παραδείγματι σε περίπτωση, όπως εν προκειμένω, κατάργησης της προγενέστερης ισχύουσας κανονιστικής (υπουργικής) απόφασης και μέχρι την έκδοση νέας, ισχύει και αναπτύσσει πλήρη νομική ισχύ και έννομα αποτέλεσμα υπέρ εκείνων, όπως η αιτούσα, που επικαλούνται τις διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας και τις αντίστοιχες εθνικές ο προαναφερθείς κανόνας που οι διατάξεις αυτές θέτουν, περί δικαιώματος, δηλαδή, των εχόντων άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος σε ορισμένη χώρα της Ε.Ε. να διαμείνουν στο έδαφος ετέρου κράτους μέλους για συγκεκριμένο λόγο (εκ των προβλεπομένων στην κοινοτική και εθνική νομοθεσία και υπό τις οικείες, θετικές και αρνητικές, προϋποθέσεις). Συνεπώς, ενόσω και εφόσον κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, υποβολής της υπ’ αριθμ. πρωτ. …/18.7.2014 αίτησης της αιτούσας να της χορηγηθεί άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία υπό την εν λόγω ιδιότητά της (επί μακρόν διαμένοντος σε έτερο κράτος μέλος της Ε.Ε., και δη στην Ιταλία) και έκδοσης της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. πρωτ. …/15.10.2014 απόφασης του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ., με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της αυτό, δεν υφίστατο θεσπισμένη και σε ισχύ κανονιστική ρύθμιση που να θέτει όρους και κριτήρια αγοράς εργασίας και μεγίστου δυνατού αριθμού αδειών διαμονής και θέσεων εργασίας η αιτούσα δικαιούνταν να λάβει άδεια διαμονής υπό την ιδιότητά της αυτή, εφόσον συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι λοιπές θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας. Επομένως, μη νομίμως και μη ορθώς, ως προεκτέθηκε, απορρίφθηκε το επίμαχο αίτημά της κατ’ επίκληση της 8055/192/2014 κ.υ.α. που είχε, ήδη, κατά τον προδιαληφθέντα ένδικο χρόνο παύσει να ισχύει, χωρίς να έχει αντικατασταθεί από άλλη παρόμοια, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, εκδόθηκαν σχετικές υπουργικές αποφάσεις μεταγενεστέρως για τα έτη 2015, 2016, 2017 και 2018.
[…] Δέχεται τη αίτηση ακυρώσεως