Όταν η εγγραφή στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. γίνεται «για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας» ήτοι, κατ’ επίκληση μιας αόριστης νομικής έννοιας, δεν αποτελεί υποχρεωτική ενέργεια για την Διοίκηση (δέσμια αρμοδιότητα), στηριζόμενη σε αντικειμενικό δεδομένο. Αντιθέτως, καταλείπεται στην διακριτική της ευχέρεια να κρίνει αν ο συγκεκριμένος αλλοδαπός αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη. Τέτοια απειλή δε υπάρχει ιδίως (ενδεικτική απαρίθμηση) όταν ο αλλοδαπός έχει καταδικασθεί για αξιόποινη πράξη επισύρουσα ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή σε βάρος του υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι τέλεσε σοβαρή αξιόποινη πράξη ή ενδείξεις ότι προέβη σε προπαρασκευαστικές πράξεις για την τέλεση τέτοιας πράξης. Επίσης, οι διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη διάταξη νόμου», δεν αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όταν η εγγραφή στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. συνιστά επέμβαση στην προσωπική ή οικογενειακή ζωή του αλλοδαπού. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης διεθνούς δικαίου, το μέτρο της εγγραφής στον Ε.Κ.Α.Ν.Α. αποτελεί νόμιμη επέμβαση στην προσωπική ή οικογενειακή ζωή του, εφόσον προβλέπεται από τον εθνικό νόμο (άρθρα 96 του ν. 2514/1997 και 82 του ν. 3386/2005), επιδιώκεται με αυτό θεμιτός σκοπός (τέτοιο δε σκοπό συνιστά η δημόσια τάξη και ασφάλεια) και είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, είναι δηλαδή κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Συνεπώς, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η Διοίκηση οφείλει βάσει της αρχής της αναλογικότητας, να σταθμίσει τη βλάβη που προκαλείται στη προσωπική και οικογενειακή ζωή του αλλοδαπού με τους λόγους που καθιστούν αναγκαία, κατά τη Διοίκηση, την εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και τις παρεπόμενες αυτής συνέπειες. Κατά τη στάθμιση αυτή λαμβάνονται υπόψη κριτήρια όπως η φύση και σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο αλλοδαπός, η διάρκεια της παραμονής του στη χώρα, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη τέλεση του αδικήματος και η συμπεριφορά του αλλοδαπού κατά το διάστημα αυτό, η οικογενειακή κατάσταση του αλλοδαπού, αν έχουν γεννηθεί παιδιά, η ηλικία και το βέλτιστο συμφέρον τους και, τέλος, η σταθερότητα των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικογενειακών δεσμών του αλλοδαπού με την Ελλάδα και τη χώρα προορισμού του (βλ. παράθεση των σχετικών κριτηρίων στάθμισης στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΔΔΑ, τμήμα Ευρείας Σύνθεσης της 18.10.2006, Üner κατά Ολλανδίας, αριθμός προσφυγής 46410/99 σκ. 57 έως 60 και της 29.6.2008, Maslov κατά Αυστρίας, αριθμός προσφυγής 1638/03, σκ. 68 επ., πρβλ. ΣτΕ 1881/2012 μειοψ., 576/2007 Ε.Α. και ΕΔΔΑ απόφαση της 27.9.2011, Alim κατά Ρωσίας, αριθμός προσφυγής 39417/07, σκέψεις 93 έως 100).
[…] Επειδή, η Διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας σχετικά με την εγγραφή (και διατήρηση της εγγραφής) του αιτούντος στον Ε.Κ.Α.Ν.Α. και στο Σ.Π.Σ., δεν έλαβε υπόψη ότι ο τελευταίος διαμένει στη Χώρα από το έτος 2007, έχει σύζυγο και δύο ανήλικα τέκνα, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα (ηλικίας ενός και τεσσάρων ετών), των οποίων η διαμονή στη Χώρα εξαρτάται από την δική του άδεια διαμονής, είναι δε όλοι τους συνεπείς στις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Επιπλέον, δεν έλαβε υπόψη ότι ο αιτών εργάζεται αδιαλείπτως στη Χώρα από το έτος 2008 έως το έτος 2017, στη χώρα του δε, διώκεται για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις(χριστιανός κόπτης). Άλλωστε, με την απόφαση που κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσης και της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, του επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας έξι μηνών με τριετή αναστολή, ήτοι ποινή μικρότερη του έτους, η οποία δεν έχει την έννοια της «σοβαρής αξιόποινης πράξης»), έχουν παρέλθει τέσσερα έτη από την τέλεσή της ενώ εκκρεμεί και έφεση κατ’ αυτής. Συνεπώς, οι …/19.12.2013 και …/19.12.2016 αποφάσεις του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθ’ ο μέρος χαρακτηρίζουν τον αιτούντα αλλοδαπό επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια μόνο επί τη βάσει μιας πλαστής θεώρησης εισόδου που προσκομίστηκε στη Διοίκηση το έτος 2013, εκδόθηκαν κατά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας του ως άνω οργάνου, πρέπει δε, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο της υπό κρίση αίτησης να ακυρωθούν, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης.
Επειδή, βάσει των προεκτεθέντων, η … απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νοτίου Τομέα, Πειραιώς και Νήσων), με την οποία ανακλήθηκε η … άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους του αιτούντος και επιβλήθηκε το μέτρο της επιστροφής χωρίς προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, προϋποθέτει και ερείδεται στην ισχυρή εγγραφή του αιτούντος στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν. Συνεπώς, ακυρωθείσης της εγγραφής αυτής με την παρούσα απόφαση, χάνει το νόμιμο έρεισμά της και είναι προεχόντως για τον λόγο αυτό ακυρωτέα (πρβλ. ΣτΕ 1620/2016, 1154, 152/2015, 1260/2013, 3948/2008).
Επειδή, κατ’ ακολουθία, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και οι προσβαλλόμενες πράξεις να ακυρωθούν.