Δεδομένου ότι, η δικαστική απέλαση είχε ήδη καταργηθεί κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, και είχε συνεπώς εκλείψει το μόνο αιτιολογικό έρεισμα της εγγραφής του αιτούντος στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., η Διοίκηση όφειλε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα περί διαγραφής του. Οίκοθεν νοείται, ότι σε περίπτωση που η Διοίκηση εκτιμά την ύπαρξη λόγων δημόσιας τάξης που εξακολουθούν να κωλύουν την είσοδο του αιτούντος στην Ελλάδα, δύναται αυτεπαγγέλτως να επανεγγράψει τον αιτούντα, με έκδοση νεότερης διοικητικής πράξης, στον Ε.Κ.ΑΝ.Α.
7. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και στερείται νόμιμης αιτιολογίας, διότι στηρίζεται στο γεγονός ότι με την 1125/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο ίδιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δεκατριών ετών (και σε χρηματική ποινή 15.000 ευρώ) και διατάχθηκε η ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής του, πλην όμως η δικαστική απέλαση καταργήθηκε με τη θέσπιση, από 1.7.2019, του νέου Ποινικού Κώδικα με τον ν. 4619/2019 και την κατάργηση του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και, ως εκ τούτου, το προαναφερόμενο μέτρο δεν δύναται πλέον να εκτελεστεί στην περίπτωσή του. Εξάλλου, ο αιτών προβάλλει ότι ο ίδιος δεν αποτελεί πλέον ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη, καθόσον η ως άνω καταδίκη του αφορά σε αδικήματα που τελέσθηκαν τα έτη 2007 – 2008. Επιπρόσθετα, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 21 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. (προστασία της οικογένειας και της οικογενειακής ζωής), του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), του άρθρου 20 του ν. 3907/2011 (προστασία οικογενειακής ζωής και βέλτιστο συμφέρον παιδιού σε περίπτωση επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών), του άρθρου 21 του π.δ. 106/2007 (περιορισμοί εισόδου και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης σε μέλη οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και, σε κάθε περίπτωση, ότι συντρέχουν οι κατ’ άρθρο 3 της Κ.Υ.Α. 4000/4/32-λα΄/2012 ανθρωπιστικοί λόγοι για τη διαγραφή του από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α., καθώς ο ίδιος είναι ήδη σύζυγος Ελληνίδας πολίτη και πατέρας δύο ημεδαπών ανηλίκων τέκνων, συνεκτιμωμένου μάλιστα ότι έχουν ήδη παρέλθει (κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης) τα επτά από τα δέκα πλέον έτη ισχύος της (αρχικώς ισόβιας) εγγραφής του στον εν λόγω Κατάλογο. Σχετικώς ο αιτών επικαλείται την με αριθμό 2/2.2.2021 Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απευθυνόμενη στη Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, επί ερωτήματος σχετικά με την εκτέλεση των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων που διατάσσουν απέλαση αλλοδαπού και εκδόθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «… Με την κατάργηση του άρθρου 74 [του προϊσχύσαντος Π.Κ.] καταργήθηκαν, εκτός από την δικαστική απέλαση, το επιβαλλόμενο ταυτόχρονα, από το ίδιο δικαστήριο, μέτρο της απαγόρευσης επανεισόδου του αλλοδαπού στη χώρα, αλλά και οι συναφείς με τα συγκεκριμένα μέτρα διαδικασίες εκτέλεσης, μη υφισταμένης πλέον δικαιοδοσίας τόσο του αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών να προέλθει σε εξέταση αιτήματος απελαθέντος αλλοδαπού που διώκει να επιτραπεί η επιστροφή του στη χώρα, όσο και του αρμόδιου εισαγγελέα να αναστέλλει τη διαταχθείσα δικαστική απέλαση μέχρι αυτή να καταστεί εφικτή. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, ο οποίος ίσχυσε από την τέλεση της πράξης έως τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες, στη συγκεκριμένη (in concreto) περίπτωση, προϋποθέσεις, επάγεται την ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εξ αυτού δε προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη, ακόμη και μεταξύ περισσοτέρων του ενός νόμων, και όχι ο επιεικέστερος νόμος ως ενιαίο «όλον» [ΟλΑΠ 1/2020 Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την κύρωση του νέου Ποινικού Κώδικα]. Από τις προειρημένες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η δικαστική απέλαση, η οποία είχε επιβληθεί από το δικαστήριο, είτε ως μέτρο ασφάλειας είτε ως παρεπόμενη ποινή, και ακολούθως, πριν αυτή εκτελεστεί, καταργήθηκε ρητά δια νόμου η πρόβλεψή της, δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί. Κι αυτό, ανεξάρτητα από την εκτελεστότητα της επιβληθείσας, για την ίδια πράξη, κύριας και δη στερητικής της ελευθερίας ποινής ή ακόμη και τον, προγενέστερο της εν λόγω νομοθετικής μεταβολής, χρόνο έκδοσης της σχετικής αποφάσεως, παραδοχή σύστοιχη της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 3 εδ. γ’ ΔΣΠΑΠΔ (Διεθνές Σύμφωνο για την Προστασία των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων ν. 2462/1997), κατά την οποία, εάν μετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν, ενώ ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνακόλουθα των προηγούμενων αναπτύξεων, δεν επάγεται αποτελέσματα και η απόφαση του δικαστηρίου που επέβαλε, εκτός από την απέλαση, και την απαγόρευση επανεισόδου του αλλοδαπού στη χώρα και ως εκ τούτου, αναφορικά με την επιστροφή (οικειοθελώς ή αναγκαστικά) αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής ή διέλευσής του και την συνοδεύουσα αυτήν απαγόρευση εισόδου του στην ελληνική επικράτεια, εφαρμοστέες παρίστανται, αποκλειστικά και μόνον, οι διατάξεις του ν. 3907/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις της υπ’ αριθμ. 4000/4/32-λα΄-/5-10-2012 ισχύουσας Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που προνοούν για την έκδοση σχετικών, διοικητικού χαρακτήρα, αποφάσεων. Περαιτέρω, η παράνομη επάνοδος στη χώρα αλλοδαπού που είναι καταχωρημένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών [Ε.Κ.ΑΝ.Α.] εξακολουθεί να αποτελεί αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 4 του ν. 3386/2005, καθόσον, ο προαναφερόμενος χαρακτηρισμός και η εν συνεχεία καταχώρηση του αλλοδαπού στο συγκεκριμένο κατάλογο, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην περί απελάσεως και απαγόρευσης εισόδου διάταξη της σχετικής δικαστικής απόφασης, αλλά λαμβάνεται υπόψη και προσηκόντως αξιολογείται το είδος, η φύση, η βαρύτητα και οι ιδιαίτερες περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, όπως και άλλα στοιχεία που δικαιολογούν οπωσδήποτε το μέτρο αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, η θεώρηση του τελευταίου ως ανεπιθύμητου και η μεταχείριση του ως τέτοιου είναι νομικά ανεπέρειστη, αφόρητα δυσμενής και δοκιμάζει τα όρια της συνταγματικής τάξης και των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας, γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης για τον επαναπροσδιορισμό των όρων και προϋποθέσεων διαγραφής από τον ανωτέρω κατάλογο, με ενδεχόμενη εν προκειμένω τροποποίηση της υπ’ αριθμ. 4000/4/32-ν/31-3-201 7 Κ. Υ. Α. …». […]
8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει ειδικότερα υπόψη τα ακόλουθα: Μόνο αιτιολογικό έρεισμα της 415/12/1α/22.4.2013 απόφασης του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αχαΐας, με την οποία αποφασίσθηκε η εγγραφή του αιτούντος αλλοδαπού στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. ισοβίως, καθώς και των μεταγενεστέρως εκδοθεισών αποφάσεων του ίδιου Διευθυντή με τις οποίες διατηρήθηκε η ισχύς της επίμαχης εγγραφής, αποτελεί η απέλαση που διατάχθηκε σε βάρος του αιτούντος κατόπιν καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης με την 1125/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, η ως άνω προβλεπόμενη δυνατότητα επιβολής δικαστικής απέλασης καταργήθηκε από 1.7.2019, δυνάμει των άρθρων 460 και 461 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019, καταργήθηκε δε και η κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος Π.Κ. διαδικασία, κατά την οποία το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση μπορούσε να επιτρέψει, υπό προϋποθέσεις, την επιστροφή του αλλοδαπού στην Ελλάδα ύστερα από αίτησή του, ενώ δεν συμπεριλήφθηκε στον νέο Π.Κ. μεταβατική διάταξη αναφορικά με τις ήδη επιβληθείσες δικαστικές απελάσεις. Εν προκειμένω, η αίτηση που άσκησε ο αιτών ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κατ’ άρθρο 74 παρ. 3 του τότε ισχύοντος Ποινικού Κώδικα και λίγο πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, με την οποία ζήτησε να του επιτραπεί η επιστροφή του στην Ελλάδα, απορρίφθηκε τύποις με απόφαση του ως άνω Συμβουλίου με την αιτιολογία της έλλειψης δικαιοδοσίας, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, για ζητήματα που άπτονται της δικαστικής απέλασης. Ακολούθως, η Διοίκηση απέρριψε το (καθ’ ερμηνεία) αίτημα του αιτούντος περί διαγραφής του από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α., στηριζόμενη αφενός, εκ νέου στο γεγονός της εις βάρος του επιβολής της παρεπόμενης ποινής της δικαστικής απέλασης ισοβίως από τη Χώρα, κατόπιν καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης, και της καταχώρισής του – αρχικά ισοβίως και έπειτα για περίοδο δέκα ετών, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 2 της 4000/4/32-ν’/2017 Κ.Υ.Α. – στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., αφετέρου στο ότι εξακολουθούν, κατά την εκτίμησή της, να συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης στο πρόσωπο του αιτούντος και ότι δεν συντρέχουν οι κατ’ άρθρο 3 παρ. 3 της 4000/4/32-λα’/2012 Κ.Υ.Α. ανθρωπιστικοί λόγοι. Δεδομένου όμως ότι, κατά τον χρόνο εξέτασης του επίμαχου αιτήματος του αιτούντος, η δικαστική απέλαση είχε ήδη καταργηθεί, κατά τα προαναφερόμενα, και είχε συνεπώς εκλείψει το μόνο αιτιολογικό έρεισμα της εγγραφής του αιτούντος στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., η Διοίκηση όφειλε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα περί διαγραφής του αιτούντος, χωρίς να υπεισέλθει, στα πλαίσια της εξέτασής του, σε έρευνα για τυχόν συνδρομή ή όχι λόγων δημόσιας τάξης ή ανθρωπιστικών λόγων στο πρόσωπό του. Οίκοθεν νοείται, άλλωστε, ότι σε περίπτωση που η Διοίκηση εκτιμά την ύπαρξη λόγων δημόσιας τάξης που εξακολουθούν να κωλύουν την είσοδο του αιτούντος στην Ελλάδα, τα αρμόδια όργανά της δύνανται αυτεπαγγέλτως να επανεγγράψουν τον αιτούντα, με έκδοση νεότερης διοικητικής πράξης, στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Περιφερειακού Αστυνομικού Διευθυντή Δυτικής Ελλάδος τυγχάνει μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να ακυρωθεί, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση της επίμαχης αίτησης του αιτούντος.
[…] Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.