3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3907/2011 συνάγεται ότι τόσο στην περίπτωση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής και σε περίπτωση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής όσο και στις λοιπές περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα σε ελληνικό έδαφος, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 έως 5 του εν λόγω άρθρου, καθιδρύεται δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης για την έκδοση απόφασης επιστροφής, οπότε και δεν νοείται περίπτωση εφαρμογής της αρχών της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικούμενων (πρβλ. ΣτΕ 2290/2017, 3816/2013, 715/2012, 4028/2011 7μ.). Η δε απόφαση επιστροφής εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας (πρβλ. ΣτΕ 715/2015, 2107, 5029/2012), στο πλαίσιο της μεταναστευτικής της πολιτικής, να ελέγχει την είσοδο, εγκατάσταση, εργασία και παραμονή των αλλοδαπών σε αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 44/2012) και να αντιμετωπίζει την παράνομη μετανάστευση (πρβλ. ΣτΕ 715/2015, Δ.Ε.Ε., C-166/13, Mukarubega, σκ. 71) […]
5. Επειδή, ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση ακύρωσης, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης επιστροφής και ισχυρίζεται, αρχικώς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα λόγω παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικούμενων, καθώς και ότι η Διοίκηση κατά την έκδοσή της προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται από τις σχετικές διατάξεις. Ωστόσο, ο λόγος αυτός ακύρωσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη, η διοικητική απέλαση του αλλοδαπού επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση που ο αλλοδαπός έχει παραβεί τις διατάξεις των ν. 3386/2005 και ν. 3907/2011, με τις οποίες καθιερώνεται, εκτός των άλλων, και ένα σύστημα ελεγχόμενης εισόδου και εξόδου των αλλοδαπών από συγκεκριμένα σημεία, το οποίο διατηρήθηκε και με τις διατάξεις του ν. 4251/2014 (ΦΕΚ Α 80/1.4.2014). Δεδομένου, ότι ο αιτών παρέμενε παράνομα στη Χώρα, η Διοίκηση ήταν υποχρεωμένη, κατά δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει πράξη επιστροφής, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. β του ν. 3907/2011 και, ως εκ τούτου, δεν χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή των ανωτέρω αρχών, ούτε υφίσταται κατάχρηση εξουσίας, δοθέντος ότι τέτοιος ισχυρισμός προϋποθέτει πράξη εκδιδόμενη κατά διακριτική ευχέρεια, ενώ η απόφαση της Διοίκησης εχώρησε, ως προελέχθη, κατ’ ενάσκηση δεσμίας αρμοδιότητας (πρβλ. ΣτΕ 1544/2016, 1506/2013, 3755, 3312, 2113, 715, 214/2012, 4028/2011, 2904/2006). Επίσης, με την κρινόμενη αίτηση ακύρωσης ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι δεν αναφέρει ειδικά και πλήρως τις ειδικότερες περιστάσεις της περίπτωσής του. Ομοίως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι ο αιτών παρέμενε παράνομα στη Χώρα με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση, με το περιεχόμενο αυτό, να παρίσταται πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη, χωρίς να απαιτείται η εκτίμηση ειδικότερων λόγων δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος για την πληρότητα της αιτιολογίας της. Απορριπτέος είναι και ο λόγος της κρινόμενης αίτησης ακύρωσης περί μη επικινδυνότητας του αιτούντος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου, ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η αναγκαστική επιστροφή του αποφασίστηκε αποκλειστικά με την αιτιολογία ότι αυτός διέμενε στη Χώρα χωρίς να είναι εφοδιασμένος με νόμιμο τίτλο διαμονής.
6. Επειδή, τέλος, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 21 του Συντάγματος, διότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα καταστρέψει τους βιοτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς του με την Χώρα. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: […] όσον αφορά το αρ. 21 του Συντάγματος οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη σκέψη ισχυρισμοί του σχετικά με την οικογενειακή και προσωπική κατάστασή του, και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κρίση περί παραβίασης, λόγω της έκδοσης της απόφασης επιστροφής, των ανωτέρω διατάξεων, με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα του απαραβίαστου της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής, όπως αβασίμως προβάλλεται, δεδομένου ότι από αυτές δεν απαγορεύεται η θέσπιση προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ούτε η νόμιμη διαμονή στη Χώρα της μητέρας του αιτούντος, που είναι ενήλικος, μπορεί αφ’ εαυτής να δικαιολογήσει τη παραμονή του στη Χώρα, καθώς δεν προκύπτει η επέλευση επιπτώσεων στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του αιτούντος, όλως εξαιρετικών, υπό την έννοια ότι θα καθιστούσαν μη βιώσιμη την επανεγκατάσταση του στη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, και υπό το πρίσμα του άρ.8 της Ε.Σ.Δ.Α., αν και δεν προβάλλεται σχετικός ισχυρισμός από τον αιτούντα, όπως δέχεται παγίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, η απομάκρυνση, συνεπεία έκδοσης πράξης απέλασης (ή επιστροφής), από το έδαφος ενός κράτους, αλλοδαπού που έχει εισέλθει ή διαμένει παράνομα σε αυτό, μπορεί να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 14.2.2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθμός προσφυγής [αρ.] 26940/10, σκέψη [σκ.] 89, της 28.6.2011, Nuez κατά Νορβηγίας, αρ. 55597/09, σκ. 70, της 31.7.2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αρ. 265/07, σκ. 57, της 31.1.2006, Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αρ. 50435/99, 2006, σκ. 39, και ΕΔΔΑ αποφάσεις επί του παραδεκτού, της 14.4.2009, Narenji Haghighi κατά Ολλανδίας, αρ. 38165/07, και της 22.6.1999, Ajayi και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 27663/95). Εν προκειμένω, η απλή επίκληση από τον αιτούντα του γεγονότος ότι διαμένει και εργάζεται στη χώρα επί πολλά έτη με την οικογένειά του ή ότι δεν διατηρεί πλέον δεσμούς με την χώρα καταγωγής του, δεν είναι ικανή, προδήλως, να συγκροτήσει εξαιρετική περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη απομάκρυνσή του από την Ελλάδα (πρβλ. ΣτΕ 1881/2012, 715/2012). Οι δε επικαλούμενοι από τον αιτούντα βιοτικοί δεσμοί με την πατρική οικογένειά του, που λόγω της ενηλικότητάς του δεν δύνανται να προσλαμβάνουν το χαρακτήρα εξάρτησης, σε συνδυασμό με το ότι τα ανωτέρω προσκομισθέντα από αυτόν στοιχεία είναι αποσπασματικά και δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι ο αιτών έχει αναπτύξει οικονομικές, εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις στην Ελλάδα άξιες προστασίας, στις οποίες θα ήταν δυνατόν να προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης ή ότι συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός λόγος που θα καθιστούσε επιβεβλημένη την παραμονή του στην Ελλάδα, παρά την αντίθετη πρόβλεψη του μεταναστευτικού νόμου, που, όπως προεκτέθηκε, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενου, εν προκειμένω, στην άσκηση κυριαρχικώς της μεταναστευτικής πολιτικής και στην αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Σε κάθε δε περίπτωση, ο αιτών δεν αποκόπτεται οριστικά από τους δεσμούς του στην Ελλάδα, διότι δεν διατάχθηκε η εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. και, ως εκ τούτου, δύναται, τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις, να επανέλθει στη Χώρα.