3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, διασφαλίζεται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και τίθεται υπό την προστασία του Κράτους η οικογένεια και ο γάμος, συνάγεται ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν το δικαίωμα όχι μόνο να επιλέγουν αλλοδαπό ή αλλοδαπή σύζυγο, αλλά και να εξασφαλίζουν κοινή, με τον αλλοδαπό ή την αλλοδαπή σύζυγό τους, διαβίωση στην Ελλάδα. Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν.3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια» (Α΄ 212), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4 Ν.4147/2013 (Α΄ 98/26-4-2013), ορίζεται ότι «1. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, επιτρέπεται να χορηγείται άδεια διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν σε κάποια από τις παρακάτω κατηγορίες, εφόσον αυτοί δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια: … θ. Σύζυγοι, Γονείς ανήλικων ημεδαπών και συντηρούμενα Μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη. Προϋπόθεση για τη Χορήγηση άδειας διαμονής σε πρόσωπα των παραπάνω κατηγοριών είναι η κατοχή διαβατηρίου, έστω και εάν αυτό έχει λήξει. … . Η διάρκεια της άδειας διαμονής των περιπτώσεων η` και θ` είναι ετήσια και μπορεί να ανανεωθεί μόνο για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος νόμου.… .».
4. Επειδή, ο ν. 3386/2005 αποτελεί το γενικό νομοθετικό πλαίσιο, που διέπει την είσοδο και παραμονή στην επικράτεια πολιτών τρίτων χωρών και σκοπό έχει την ορθολογική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Στο σύστημα αυτό προβλέπονται συγκεκριμένες κατηγορίες αδειών διαμονής, για τη χορήγηση και ανανέωση των οποίων απαιτείται η συνδρομή ειδικών κάθε φορά προϋποθέσεων. Ειδικώς η άδεια για ανθρωπιστικούς εν γένει λόγους, που ρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 44 του νόμου αυτού, αποτελεί μία βραχείας διάρκειας άδεια, η οποία χορηγείται κατά παρέκκλιση των προϋποθέσεων που προβλέπονται για τις λοιπές κατηγορίες αδειών διαμονής και την οποία ο εθνικός νομοθέτης προέβλεψε στοχεύοντας στην εναρμόνιση του συστήματος χορήγησης και ανανέωσης των τίτλων νόμιμης διαμονής στην επικράτεια με τις εγγυήσεις που προστατεύουν πρωτίστως την οικογενειακή και ιδιωτική ζωή του ανθρώπου. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του ν. 3386/2005, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, αλλά και υπό το φως του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α. – κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974, Α’ 256), η διοίκηση, εφόσον υφίσταται γάμος Ελληνίδας ή Έλληνα πολίτη με αλλοδαπό ή αλλοδαπή και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, υποχρεούται, καταρχήν, να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον (την) αλλοδαπό (-ή) σύζυγο αίτημα χορήγησης άδειας παραμονής στη χώρα υπό την ιδιότητά του (της) αυτή. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, μπορεί να απορριφθεί, μεταξύ άλλων, εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα από την αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών διοικητική αρχή είτε ότι ο γάμος τελέσθηκε με κύριο σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί εισόδου και διαμονής αλλοδαπών είτε ότι την απόρριψη του αιτήματος επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συνδεόμενοι με τη δημόσια τάξη, όπως είναι, ιδίως, οι αναγόμενοι στην προστασία της κρατικής ασφάλειας (πρβλ. ΣτΕ 1559/2011, 3792/2003, 224/2002, 1679/2001). Εξυπακούεται, πάντως, ότι, επί απόρριψης του σχετικού αιτήματος, ο επικαλούμενος την ιδιότητά του ως μέλους οικογένειας Έλληνα πολίτη αλλοδαπός διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει εκ νέου τη χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής στη χώρα επί τη βάσει των οικείων ισχυουσών διατάξεων, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις(πρβλ. ΣτΕ 1559/2011, 1700/2003).
5. Επειδή, εξάλλου, στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και στο άρθρο 4 αυτού ορίζεται ότι «1. α. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων. β. … . 2. … . 3. Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παράγραφο 1 υποχρεώσεις αν το αίτημα είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό. 4. … . 5. … .6. … . 7. … .». Από τις ανωτέρω διατάξεις, που εμπνέονται από τις αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας που διέπει τη δράση της διοίκησης, συνάγεται ότι η τελευταία υποχρεούται, καταρχήν, να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα στα νόμιμα αιτήματα των διοικουμένων, σε κάθε περίπτωση που αξιώνεται η ρύθμιση της έννομης κατάστασής τους με την έκδοση μίας εκτελεστής διοικητικής πράξης (βλ. ΣτΕ 3500/2002, 2684/2010), είτε ικανοποιώντας το αίτημα, είτε απορρίπτοντας αυτό και δη ανεξαρτήτως του εάν η ζητούμενη πράξη προβλέπεται ότι εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται, μεταξύ άλλων, εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, το αίτημα επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό (βλ. ΣτΕ 3500/2002). Ως τέτοιο δε, νοείται πρωτίστως αίτημα όμοιο με προγενέστερο, που έχει ωστόσο ήδη απορριφθεί και το οποίο επαναλαμβάνεται, χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων ή χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε μεταβολή του πραγματικού ή νομικού μέρους της υπόθεσης, κρίσιμου αποβαίνοντος, κατά περίπτωση, στο πλαίσιο αυτό, και του διαδραμόντος, από την υποβολή του πρώτου (και ήδη απορριφθέντος) έως την υποβολή του νέου αιτήματος, χρόνου. […]
8. Επειδή, από τις διατάξεις, που εκτέθηκαν στην τρίτη σκέψη, δεν προβλέπεται αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας διαμονής σύμφωνα με την παρ. 1θ του άρθρου 44 του ν.3386/2005, ούτε άλλοι περιορισμοί ως προς το χρόνο ή τον τρόπο υποβολής της, ούτε, άλλωστε, απαιτείται βάσει της ως άνω διάταξης ο υπήκοος τρίτης χώρας που ζητά τη χορήγηση της εν λόγω άδειας διαμονής να διαμένει νόμιμα στη χώρα κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησής του, εφόσον η ως άνω κατηγορία αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους αφορά σε υπηκόους τρίτων χωρών που δεν διαμένουν νόμιμα στη χώρα και αποσκοπεί στη μετάβασή τους σε καθεστώς νομιμότητας, όπως άλλωστε συνομολογεί και η διοίκηση στην από 19-9-2018 έκθεση απόψεών της. Ενόψει τούτου, το πρώτο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο απορρίπτεται το αίτημα λόγω της υποβολής του μετά την παρέλευση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που τέθηκε με την πρώτη απορριπτική απόφαση, παρίσταται μη νόμιμο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, ως καταχρηστικό μπορεί να θεωρηθεί αίτημα όμοιο με προγενέστερο, που έχει απορριφθεί και το οποίο επαναλαμβάνεται, χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων ή χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε μεταβολή του πραγματικού ή νομικού μέρους της υπόθεσης. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, η αιτούσα, με την από 13-9-2013 νέα αίτησή της για χορήγηση άδειας παραμονής της ως σύζυγος Έλληνα, συνυπέβαλε, πέραν των ήδη υποβληθέντων με την πρώτη αίτησή της στοιχείων, κοινή με τον σύζυγό της φορολογική δήλωση οικονομικού έτους 2013, καθώς και το από 5-12-2012 ιδιωτικό συμφωνητικού μίσθωσης ακινήτου ως κατοικίας, υπογραφόμενου από την αιτούσα και τον σύζυγό της από κοινού ως μισθωτών. Η διοίκηση, όμως, δεν διέλαβε, στην προσβαλλόμενη πράξη, αιτιολογημένη κρίση σχετικά με την κρισιμότητα των παραπάνω στοιχείων και την επιρροή τους στην κρίση της υπόθεσης υπολαμβάνοντας ότι η υποβολή νέου αιτήματος για τον ίδιο σκοπό συνεπάγεται άνευ ετέρου την καταχρηστικότητα της αίτησης, χωρίς να εξειδικεύεται περαιτέρω στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης ή να βρίσκει έρεισμα σε συγκεκριμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, από τα οποία νομίμως συμπληρώνεται η αιτιολογία της πράξης, ο χαρακτήρας αυτός της αίτησης. Συνεπώς, μη νόμιμο παρίσταται και το δεύτερο επάλληλο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την καταχρηστικότητα της εν λόγω αίτησης λόγω υποβολής για δεύτερη φορά του ίδιου αιτήματος.
9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την προαναφερόμενη αιτιολογία, είναι μη νόμιμη και πρέπει, για το λόγο αυτό, κατ’ αποδοχή και του προβαλλόμενου σχετικού λόγου ακύρωσης, να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα, νομίμως αιτιολογημένη κρίση επί της αίτησης της αιτούσας, η οποία, αφού σταθμίσει τη σημασία και το μέγεθος των συνεπειών που συνεπάγεται η άρνηση της διοίκησης να της χορηγήσει άδεια διαμονής υπό την ιδιότητά της ως συζύγου Έλληνα πολίτη, οφείλει να εκδώσει ρητή επ’ αυτής απόφαση, είτε ικανοποιώντας το υποβληθέν αίτημα είτε απορρίπτοντας αυτό με ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη απόφαση. Παρέλκει δε, κατόπιν τούτων, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.