4. Επειδή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικογενειακή επανένωση κατά κανόνα επιτρέπεται, υπό την επιφύλαξη, πάντως, της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται, ιδίως, στο 4ο Κεφάλαιο της Οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ.1 στοιχ. γ΄, που επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων περί του ότι ο συντηρών διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειάς του. Όμως, η ανωτέρω δυνατότητα των κρατών μελών πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α΄256), περαιτέρω, να μην χρησιμοποιείται κατά τρόπο που να αντιβαίνει προς το σκοπό της Οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να διευκολύνει την οικογενειακή επανένωση, ούτε προς την πρακτική αποτελεσματικότητά της, αλλά, να ασκείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, τέλος δε, να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 17 της Οδηγίας, το οποίο επιβάλλει να εξετάζεται συγκεκριμένα η συνολική κατάσταση εκάστου αιτούντος (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 4.3.2010 Rhimou Chakroun κατά Minister van Buitenlandse Zaken, C-578/08 και της 6.12.2012, O.S. κατά Maahanmuuttovirasto, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-356/11, 357/11, προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα της 23.12.2015 στην υπόθεση C-558/2014 Mimoun Khachab Subelegacion del Gobierno en Alava σκ. 31), κι αυτό, προς πραγμάτωση των ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων. […]
6. Επειδή, οι […] διατάξεις του π.δ/τος 131/2006, με τις οποίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, αποβλέπουν στον καθορισμό των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης δικαιώματος διαμονής στην ελληνική επικράτεια, σε υπηκόους τρίτων χωρών, με αποκλειστικό σκοπό την επανένωσή τους με μέλος της οικογένειάς τους που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα. Και τούτο ενόψει και του ότι, από τις διατάξεις και το σκοπό της προμνησθείσας Οδηγίας συνάγεται, ως εκτέθηκε στην τέταρτη σκέψη, ότι δι ’αυτής επιβλήθηκαν στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις συμφυείς με το σεβασμό του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή των νομίμως διαμενόντων στο έδαφός τους αλλοδαπών και των μελών των οικογενειών τους. Αναγκαία, άλλωστε, προϋπόθεση για τη χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση αποτελεί, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 5 παρ.4 και 8 παρ. 2 του ως άνω π.δ/τος, η απόδειξη, εκ μέρους του συντηρούντος, ότι διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χάριν των οποίων δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής της Χώρας. Η νομοθετική αυτή απαίτηση αποβλέπει κατ’ αρχήν σε θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενο στην αποτροπή κλονισμού του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας (πρβλ. ΣτΕ 715/2015). Ο σκοπός, ωστόσο, της ανωτέρω Οδηγίας περί οικογενειακής επανένωσης ενδέχεται να παραβιάζεται οσάκις η άρνηση χορήγησης ή ανανέωσης της άδειας διαμονής αυτού του τύπου ερείδεται αποκλειστικώς στη μη επίτευξη του απαιτούμενου κατά τις ως άνω διατάξεις ελάχιστου ορίου εισοδήματος, χωρίς να εξετάζεται συγκεκριμένα η συνολική κατάσταση εκάστου αιτούντος, γεγονός που ενδέχεται, κατά περίπτωση, να συνιστά και δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση οφείλει, κατ’ επιταγήν και της, θεσπισθείσας κατά μεταφορά του άρθρου 17 Οδηγίας, ρύθμισης της παρ.3 του άρθρου 9 του π.δ/τος 131/2006, να εξετάζει εξατομικευμένα τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης υπό το πρίσμα της προστασίας και της διευκόλυνσης της οικογενειακής ζωής του ενδιαφερομένου, συνεκτιμώντας κριτήρια (χαρακτήρα και σταθερότητα οικογενειακών δεσμών, διάρκεια διαμονής στην επικράτεια του κράτους μέλους, ύπαρξη δεσμών με τη χώρα καταγωγής), τα οποία προβλέπονται ρητώς στην ίδια διάταξη και, σε κάθε περίπτωση, είναι συμφυή με το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής ζωής και συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας. […]
8. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, η απόρριψη του αιτήματος ανανέωσης της άδειας διαμονής της αιτούσας για λόγους οικογενειακής επανένωσης, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Τούτο διότι, η Διοίκηση, αρκείται απλώς σε έλεγχο του ύψους του φορολογητέου εισοδήματος του συντηρούντος και, συνακόλουθα, στηρίζει αποκλειστικώς την άρνησή της στο γεγονός ότι το εν λόγω εισόδημα υπολείπεται του ελάχιστου ορίου ώστε να θεωρηθεί επαρκές, χωρίς να προκύπτει, περαιτέρω, εάν πράγματι εξέτασε στη συγκεκριμένη περίπτωση και συνεκτίμησε, ως όφειλε κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 9 του π.δ/τος 131/2006, ενόψει και των λοιπών υποβληθέντων με την αίτηση στοιχείων, τους οικογενειακούς δεσμούς της αιτούσας (λ.χ. την ύπαρξη ανήλικων τέκνων), τη διάρκεια διαμονής στη χώρα και την ύπαρξη δεσμών με τη χώρα καταγωγής της (λ.χ. αν εξαιτίας της διαμονής της στην Ελλάδα για ικανό χρονικό διάστημα, έχει πάψει πλέον να έχει ισχυρούς δεσμούς με την Αλβανία). Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, γενομένης δεκτής της ένδικης αίτησης, λόγω μη νομίμου αιτιολογίας, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως, καθιστάμενης αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου να εκφέρει νέα, νομίμως αιτιολογημένη, κρίση.