5. Επειδή, με το άρθρο 1 της Γ4α/Φ.225/161/3-2-1989 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Ενοποίηση προγραμμάτων οικονομικής ενίσχυσης ατόμων με ειδικές ανάγκες» (Β΄ 108), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν. δ/τος 162/1973 «Περί μέτρων προστασίας υπερηλίκων και χρονίως πασχόντων ατόμων» (Α΄ 227), ενοποιήθηκαν τα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης ατόμων με ειδικές ανάγκες. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της ως άνω Υπουργικής Απόφασης, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι: «1. Ενοποιώντας τα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης … εγκρίνουμε την εφαρμογή, από 1.5.89, ενιαίου προγράμματος οικονομικής ενίσχυσης των ατόμων εκείνων με ειδικές ανάγκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, τα οποία είναι ανασφάλιστα ή έμμεσα ασφαλισμένα και λόγω σοβαρής σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ασθένειας ή αναπηρίας είναι ανίκανα, σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος. […] Περαιτέρω, στο άρθρο 2 της ως άνω κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται ότι: «α. Τα ανασφάλιστα ή έμμεσα ασφαλισμένα άτομα δεν θα πρέπει να εμπίπτουν σε κάποιο από τα ειδικά προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης ατόμων με ειδικές ανάγκες που εφαρμόζουν οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. β. Να μη λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση για τον ίδιο λόγο από το Δημόσιο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή (ασφαλιστικό οργανισμό – ταμείο κ.λπ.), ίση ή μεγαλύτερη από το ποσό της οικονομικής ενίσχυσης που προβλέπει η απόφαση αυτή … γ. Να μην περιθάλπονται, με δαπάνες του Δημοσίου, ως εσωτερικοί ασθενείς ή τρόφιμοι σε Δημόσια Νοσηλευτικά ή Προνοιακά Ιδρύματα, αντίστοιχα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου», στο άρθρο 3 ότι: «Η οικονομική ενίσχυση της απόφασης αυτής χορηγείται: α. Στους Έλληνες που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα. Απουσία στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα μικρότερο των 6 μηνών δεν αποτελεί λόγο διακοπής της οικονομικής ενίσχυσης. β. Στους επαναπατριζόμενους ομογενείς, έστω και εάν έχουν στερηθεί της ελληνικής ιθαγένειας. γ. Στους Κύπριους υπηκόους ελληνικής καταγωγής που κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα. δ. Στους υπηκόους των Κρατών που περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση που κυρώθηκε με το Ν.Δ.4017/59 (ΦΕΚ 246/59 τ.Α΄), εφόσον κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα», στο άρθρο 4 ότι: «Τα άτομα που αναφέρονται στο άρθρο 1 της απόφασης αυτής τυγχάνουν οικονομικής ενίσχυσης εφόσον το μηνιαίο ατομικό ή οικογενειακό τους, κατά περίπτωση, εισόδημα δεν υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 1 της αριθμ. Γαβ/Φ.32/οικ.3298/24.12.87 (ΦΕΚ 39/88 τ.Β΄) απόφασής μας» και στο άρθρο 5 ότι: « 1. Για την έκδοση της αναγνωριστικής απόφασης καταβολής της οικονομικής ενίσχυσης πρέπει να προσκομισθούν στην Δ/νση ή το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας του τόπου κατοικίας του ενδιαφερομένου, τα παρακάτω δικαιολογητικά: […] δ. Υπεύθυνη δήλωση του ίδιου του αναπήρου ή του νομίμου αντιπροσώπου του,(πατέρα, μητέρα, κηδεμόνα), στην οποία θα δηλώνονται τα εξής: (1) Η μόνιμη κατοικία, η σύνθεση και το μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας στην οποία θα διαβιώνει το ανάπηρο άτομο με φωτοαντίγραφο του εκκαθαριστικού σημειώματος της Εφορίας, εφόσον υποβάλλεται φορολογική δήλωση […] 2. Μετά την υποβολή της ανωτέρω έκθεσης και των άλλων δικαιολογητικών που προβλέπονται από την απόφαση αυτή, εκδίδεται αιτιολογημένη εγκριτική ή απορριπτική απόφαση του αρμοδίου Νομάρχη, ύστερα από εισήγηση της Διευθύνσεως ή του Τμήματος Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας … Τόσο οι εγκριτικές όσο και οι απορριπτικές αποφάσεις κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους». […]
7. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 3 περ. β΄ της προαναφερόμενης Γ4α/Φ.225/161/1989 κοινής υπουργικής απόφασης συνάγεται ότι δικαιούχοι της πιο πάνω οικονομικής ενίσχυσης μπορεί να είναι, εκτός από τους Έλληνες, και οι επαναπατριζόμενοι ομογενείς, έστω και εάν έχουν στερηθεί της ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή και οι ελληνικής καταγωγής αλλοδαποί που έχουν μεταφέρει τη συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα. Εξ άλλου, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται από την ίδια πιο πάνω υπουργική απόφαση η προσκόμιση σχετικού δικαιολογητικού για την απόδειξη του επαναπατρισμού, π. χ. κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο μόνο της 106841/29.12.1982-5.1.1983 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως (Β΄ 1) διαδικασία, επαναπατριζόμενος ομογενής θεωρείται, κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου 3 περ. β΄ της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 51 του Αστικού Κώδικα, ο ελληνικής καταγωγής αλλοδαπός που έχει μεταφέρει τη μόνιμη κατοικία του στην Ελλάδα με την πρόθεση της μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα, χωρίς δηλαδή να είναι απαραίτητο να έχει τηρήσει τη διαδικασία υποβολής αίτησης και έγκρισης του επαναπατρισμού από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές (Δ.Εφ.Αθ. 557/2009, 615/2007, 1172/2002).
10. Επειδή, ο Δήμος Αθηναίων από την πλευρά του ζητεί την απόρριψη της αγωγήςως αβάσιμης ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών προϋπόθεση ένταξης στα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας και αποκατάστασης των επαναπατριζόμενων Ελλήνων και παλιννοστούντων ομογενών αποτελεί η χορήγηση θεώρησης από την οικεία Ελληνική Προξενική Αρχή του εξωτερικού με την ένδειξη επαναπατρισμός ή παλιννόστηση αντίστοιχα, η οποία θα συνοδεύεται και από το σχετικό Πιστοποιητικό Μετοικεσίας. Ως εκ τούτου η κατοχή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου (διαβατηρίου με θεώρηση προσωρινής διαμονής, άδειας διαμονής ή ειδικού δελτίου ταυτότητας ομογενούς) και η επίκληση αυτού ως στοιχείου απόδειξης της ιδιότητας του επαναπατριζόμενου ομογενούς, κατά παρέκκλιση της προπεριγραφόμενης διαδικασίας, δεν καθιστά, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της κρίσιμης Υπουργικής Απόφασης, τον κάτοχο των εγγράφων αυτών δικαιούχο της ένδικης οικονομικής ενίσχυσης. […]
11. Επειδή, από το σύνολο των στοιχείων που προσκομίζονται προκύπτει ότι η ενάγουσα, κάτοχος ειδικού δελτίου ταυτότητας ομογενούς από την Αλβανία καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα που αφορά το αίτημα της αγωγής, εισήλθε και διέμενε μόνιμα στην Ελλάδα με την οικογένειά της τουλάχιστον από το έτος 2000, όταν και υπέβαλε την αρχική δήλωση απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας στην οποία εξέφραζε την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα, ενώ συγχρόνως άρχισε να υποβάλει φορολογικές δηλώσεις από κοινού με τον σύζυγό της ήδη από το οικονομικό έτος 2000 και εφεξής έως το οικονομικό έτος 2015, τα δε τέκνα αυτής προκύπτει ότι φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία τουλάχιστον από το έτος 2003. Επομένως, εφ’ όσον η ενάγουσα, ερχόμενη στην Ελλάδα με την οικογένειά της, επέδειξε την πιο πάνω συμπεριφορά – αποκτώντας μάλιστα μεταγενεστέρως την ελληνική ιθαγένεια κατ’ αποδοχή σχετικής αίτησης πολιτογράφησης – συνάγεται ότι εκδήλωσε εξ’ αρχής την πρόθεσή της περί μεταφοράς της κύριας κατοικίας της από την Αλβανία στην Ελλάδα ανεξαρτήτως αν τήρησε ή όχι την τυπική διαδικασία επαναπατρισμού της και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην έβδομη σκέψη, επαναπατριζόμενος ομογενής, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 περ. β΄ της Γ4α/Φ.225/161/1989 κοινής υπουργικής απόφασης. […] Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τους όρους χορήγησης της ένδικης οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί προσδιορίζονται στην κοινή υπουργική απόφαση, κρίνει ότι η ενάγουσα πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για να λάβει από το Δήμο Αθηναίων την προβλεπόμενη από τις διατάξεις της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης οικονομική ενίσχυσηκαι ότι κατόπιν τούτου η άρνηση των τότε αρμοδίων οργάνων της πρώην Νομαρχίας Αθηνών να της χορηγήσουν την ενίσχυση αυτή είναι μη νόμιμη με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε βάρος του ήδη υπόχρεου Δήμου Αθηναίων υποχρέωση προς αποζημίωση.