Επειδή, καθ’ ερμηνεία των παρατιθέμενων στην 2η και 3η σκέψη διατάξεων, συνάγεται ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι εφοδιασμένοι με βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για την αρχική χορήγηση ή την ανανέωση άδειας διαμονής λογίζονται ως νομίμως διαμένοντες στη χώρα, υπό καθεστώς, όμως, ανοχής, η εν λόγω δε βεβαίωση δεν συνιστά οριστικό τίτλο διαμονής, και ως εκ τούτου η κατοχή της δεν παρέχει στον εκάστοτε αλλοδαπό το δικαίωμα επανεισόδου του στη χώρα(Πρβλ. ΣτΕ 1950/2015).
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλλου, προκύπτουν τα εξής : […] Εξεδόθη, ακολούθως, άνευ νομοθετικής εξουσιοδότησης και άνευ δημοσίευσης στο ΦΕΚ, η από 23-03-2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, η οποία προέβλεπε ότι, με σκοπό τη διευκόλυνση των αλλοδαπών που είναι κάτοχοι βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής σε ισχύ, επιτρεπόταν, κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 έως 31-12-2016 η έξοδος και η επανείσοδός τους στην Ελλάδα, εφόσον είχαν αναχωρήσει από τη Χώρα, εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος ή εντός του 2015, κατ’ εφαρμογή της από 04-12-2014 προηγούμενης υπουργικής απόφασης, για να επισκεφθούν την πατρίδα τους και δεν είχε εκδοθεί εν τω μεταξύ απορριπτική ή ανακλητική απόφαση. Εν συνεχεία, η αιτούσα, κάτοχος της προμνησθείσας και ήδη ληχθείσας άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, αφίχθη στη Χώρα μας την 02-06-2016 με πτήση από το Μπαχρέιν και επέδειξε την προαναφερθείσα και σε ισχύ ………… βεβαίωση κατάθεσης αίτησης για ανανέωση άδειας διαμονής. Κατόπιν, όμως, του σχετικού συνοριακού ελέγχου, με την προσβαλλόμενη πράξη, της απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα, με την αιτιολογία ότι αφενός δε διέθετε έγκυρη θεώρηση ή τίτλο διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4251/2014 και το άρθρο 05 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, αφετέρου, η εν λόγω βεβαίωση κατάθεσης αίτησης δεν της επέτρεπε την επανείσοδό της διότι η εν θέματι αλλοδαπή αναχώρησε από την Ελλάδα πριν από το έτος 2015 και κατ’ επέκταση, δεν καταλαμβανόταν από τη σχετική προρρηθείσα από 23-03-2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Επειδή, κατ’ εκτίμηση της κρινόμενης αίτησης, η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη κατά παράβαση νόμου, διότι, αφενός, κατά τους ισχυρισμούς της, σύμφωνα με τις εν προκειμένω προρρηθείσες εφαρμοστέες διατάξεις του Ν. 4251/2014, η κατοχή της βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής επιτρέπει την επανείσοδό της στη χώρα, αφετέρου, η Διοίκηση της απαγόρευσε την είσοδό της στη χώρα, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της προαναφερθείσας από 23-03-2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και τούτο, κατά πρώτον, διότι, κατά τα προλεχθέντα στην 4η σκέψη, η κατοχή της βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης ανανέωσης άδειας διαμονής δεν παρέχει στον εκάστοτε αλλοδαπό το δικαίωμα επανεισόδου του στη χώρα. Κατά δε δεύτερο, διότι, πέραν του ότι – κατά τα ήδη εκτεθέντα στην 5η σκέψη- η εν λόγω, κανονιστικού περιεχομένου, υπουργική απόφαση δεν είναι δεσμευτική ως εκδοθείσα άνευ νομοθετικού ερείσματος (Βλ. ΣτΕ 2036/1991, 3702/1992), η πράξη αυτή είναι και ανυπόστατη, λόγω μη δημοσίευσής της στο ΦΕΚ (Βλ. ΣτΕ 87/2011), και ως εκ τούτου η παράβασή της δεν συνιστά πλημμέλεια συνεπαγόμενη ακύρωση διοικητικής πράξης. Σε κάθε δε περίπτωση, η αιτούσα δε θα καταλαμβανόταν από την εν λόγω υπουργική απόφαση, ούτε όμως, και από τη συναφή, εκδοθείσα – ομοίως άνευ εξουσιοδοτικού ερείσματος – στις 05-12-2014 απόφαση, δεδομένου ότι εξήλθε από τη χώρα το 2014 και επέστρεψε το 2016.
Επειδή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η προσβαλλομένη εξεδόθη κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και της αρχής της αναλογικότητας εν όψει των βιοτικών και οικογενειακών δεσμών που η αιτούσα έχει δημιουργήσει στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός παρίσταται αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του Ν. 4251/2014, για την άσκηση της αρμοδιότητας της άρνησης εισόδου στη χώρα δεν συνεκτιμώνται κριτήρια αναγόμενα στην προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου αλλοδαπού, αλλά κρίνεται αν συντρέχουν ή όχι οι ειδικώς τασσόμενες προϋποθέσεις του νόμου (Πρβλ. ΣτΕ 1803/2016, 715/2015, 3755, 3685/2012, 4028/2011). Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν. 4251/2014 αποβλέπουν σε θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας στο πλαίσιο της μεταναστευτικής της πολιτικής να ελέγχει την είσοδο των αλλοδαπών σε αυτήν, επιβάλλουσες δε σε αυτούς, την υποχρέωση, για την είσοδό τους στη χώρα να είναι κάτοχοι, μεταξύ άλλων, έγκυρης θεώρησης εισόδου ή έγκυρου τίτλου διαμονής, δεν υπερβαίνουν -και μάλιστα προδήλως – το κατά την κοινή πείρα αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού ούτε και παρίστανται απρόσφορες προς τούτο (Πρβλ. ΣτΕ 715/2015, 5029, 2107/2012). Εν πάση δε περιπτώσει, η διάταξη του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται στους αλλοδαπούς το δικαίωμα εισόδου και παραμονής στην Ελλάδα, εάν δεν πληρούνται οι γενικώς τασσόμενες προϋποθέσεις της νομοθεσίας (Πρβλ. ΣτΕ 2100/2013, ΕΔΔΑ απόφαση της 26-06-2012 επί της προσφυγής υπ’ αρ. 26828/06, Κuric και άλλοι κατά Σλοβενίας, σκ. 355, απόφαση της 15.1.2007 επί της προσφυγής υπ’ αρ. 60654/2000, Syssoeva κλπ. κ. Λεττονίας, σκ. 91, απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας της 20.6.1997 επί της υποθέσεως no 151493).