τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Διάσωση ανθρώπων στη θάλασσα και καθορισμός ευθύνης εξέτασης αιτήματος ασύλου κατά τον Κανονισμό «Δουβλίνο»

Pinterest LinkedIn Tumblr

Εδώ και λίγες μέρες ένα θρίλερ εξελίσσεται στη Μεσόγειο. Οι ιταλικές αρχές απαγόρευσαν στο πλοίο Aquarius των SOSMéditerranée και των Γιατρών χωρίς Σύνορα, που μεταφέρει 629 μετανάστες και πρόσφυγες που διασώθηκαν στη Μεσόγειο, να προσεγγίσει τα ιταλικά λιμάνια. Μια απόφαση που η νέα κυβέρνηση Κόντε δικαιολογεί, ουσιαστικά, με το ότι η Μάλτα αρνείται, σχεδόν συστηματικά, να δεχθεί πλοία στα οποία επιβαίνουν μετανάστες και πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση της Μάλτας, από τη δική της μεριά υποστήριξε ότι η επιχείρηση διάσωσης των μεταναστών έγινε σε διεθνή χωρικά ύδατα και γι’ αυτό το «Aquarius» θα πρέπει να δέσει στο κοντινότερο λιμάνι, που είναι η Λαμπεντούζα.
Την λύση στην περιπέτεια των 629 προσφύγων και μεταναστών που επιβαίνουν στο Aquarius και το οποίο βρίσκεται από το Σάββατο σε αναμονή ανοικτά των ακτών της Μάλτας και της Ιταλίας, έδωσε τελικά η Ισπανία. Το γραφείο του Ισπανού πρωθυπουργού, Πέδρο Σάντσεθ, ανακοίνωσε το μεσημέρι της Δευτέρας πως η Ισπανία θα δεχθεί το πλοίο Aquarius.
Δυστυχώς, ολοένα και συχνότερα, οι διαρκώς υιοθετούμενες σκληρές πολιτικές για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης θέτουν σε αμφισβήτηση παραδοσιακές εγγυήσεις και αρχές, ακόμα και αυτήν της μακράς ναυτικής παράδοσης της διάσωσης στη θάλασσα.
Πέρα, όμως, από κεντρικό αυτό ζήτημα, το συγκεκριμένο περιστατικό δίνει την αφορμή να μιλήσουμε και για ένα άλλο –φαινομενικά τεχνικό πλην όμως ουσιαστικό ζήτημα που δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα της δέουσας προσοχής. Τον καθορισμό της ευθύνης εξέτασης αιτήματος ασύλου κατά τον Κανονισμό «Δουβλίνο» στην περίπτωση διάσωσης ανθρώπων στην θάλασσα.
Ως γνωστόν, με τον εν λόγω Κανονισμό[1], καθιερώθηκε στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα του ασύλου η αρχή της πρώτης χώρας υποβολής αίτησης ασύλου, σύμφωνα με την οποία μία Πολιτεία μπορεί να αρνηθεί να εξετάσει μια αίτηση ασύλου εάν διαπιστωθεί ότι ο αιτών άσυλο έπρεπε να είχε υποβάλει την αίτηση αυτή στην προηγούμενη χώρα ή στην αρχική χώρα της Ε.Ε. από την οποία είχε εισέλθει το πρώτον[2]. Ο Κανονισμός αυτός αποβλέπει στο να περιορισθεί το φαινόμενο «των προσφύγων σε τροχιά» (refugees in orbit) ώστε να αποφευχθεί η συγκέντρωση του μεγάλου όγκου των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο αλλοδαπών σε λίγες μόνο χώρες της Ε.Ε., αλλά να μοιράζεται η ευθύνη, ενώ παράλληλα με την ανθρωπιστική ρήτρα (άρ. 16) και τη ρήτρα περί διακριτικής ευχέρειας (άρ. 17), προνοεί για την επανένωση των μελών της αυτής οικογένειας και των εξαρτώμενων συγγενών τους για ανθρωπιστικούς λόγους, δίδοντας το δικαίωμα να εξετάζονται ευνοϊκά σχετικά αιτήματα που υποβάλλονται σε κράτος μέλος της Ε.Ε. από αιτούντες άσυλο αλλοδαπούς[3] 

Κομβική θέση στο σύστημα του «Δουβλίνο» καταλαμβάνει, όπως προελέχθη, το κριτήριο της χώρας «πρώτης εισόδου». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 του ως άνω Κανονισμού, όταν διαπιστώνεται, βάσει αποδεικτικών στοιχείων ή των έμμεσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013, ότι ο αιτών διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Μέχρι σήμερα φαίνεται να επικρατεί η σιωπηρή παραδοχή ότι κάθε εν δυνάμει αιτών διεθνή προστασία ο οποίος εισέρχεται στο έδαφος κράτους μέλους κατόπιν επιτυχούς διάπλου έχει κατ’ ανάγκην διαβεί τα εξωτερικά σύνορα του οικείου κράτους μέλους «παρανόμως» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
Είναι όμως πάντα έτσι; Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην περίπτωση προσώπου το οποίο, μετά από θαλάσσιο ταξίδι, αποβιβάζεται με ασφάλεια και χωρίς να εντοπιστεί και ακολούθως, σε μεταγενέστερο στάδιο, παρουσιάζεται ενώπιον των αρχών, το συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό διέβη «παρανόμως» τα σύνορα του πρώτου κράτους μέλους πράγματι ευσταθεί. Όταν όμως κάποιος διασώζεται στην ανοικτή θάλασσα και οδηγείται στο πλαίσιο επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης σε έναν «ασφαλή τόπο»[4], η νομική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη[5]. Μπορούμε αλήθεια να θεωρήσουμε ότι ο αλλοδαπός εισήλθε «παρανόμως» στο έδαφος ενός κράτους, όταν οι ίδιες οι αρχές του κράτους αυτού «ουσιαστικά» τον μετέφεραν στη χώρα αυτή από τα διεθνή ύδατα στο πλαίσιο επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης, τηρώντας τις σχετικές τους διεθνείς υποχρεώσεις κατά το δίκαιο της θάλασσας; Πολλώ δε μάλλον, όταν ουσιαστικά ο τόπος αποβίβασής καθορίζεται από το ίδιο το συντονιστικό κέντρο θαλασσίων διασώσεων; Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα όταν ένα άλλο κράτος – και όχι το παράκτιο αποφασίζει να επιτρέψει την αποβίβαση των μεταναστών στα λιμάνια του, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση με τους 629 μετανάστες και πρόσφυγες του Aquarius. Πως μπορεί, λοιπόν, να δεχθούμε ότι τα πρόσωπα αυτά εισήλθαν «παρανόμως» στο ισπανικό έδαφος κατά το ενωσιακό δίκαιο;
Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο λεγόμενος Κώδικας Συνόρων Σένγκεν[6], παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από μία ή περισσότερες προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας πράξης (όπως η κατοχή έγκυρης θεώρησης) για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγω των διεθνών τους υποχρεώσεων, επιτρέποντας στους υπηκόους τρίτων χωρών την είσοδο στο έδαφός τους[7].
Το ζήτημα επεσήμανε πρώτη η Γενική Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Sharpston στο περιθώριο της υπόθεσης Mengesteab[8]. Όπως σημείωσε στις προτάσεις της η Γενική Εισαγγελέας από τις σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (υπό τη μορφή της Σύμβασης της Γενεύης του 1951) και του δικαίου της Ένωσης (βλ. ιδίως τον Κανονισμό 2016/1624 για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή[9] και τον Κανονισμό  56/2014 περί κανόνων επιτηρήσεως των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων[10]) δεν δίνεται άμεση και σαφή απάντηση στο ερώτημα αν πρόσωπα τα οποία διασώζονται κατά τον διάπλου της Μεσογείου και αποβιβάζονται σε παράκτιο κράτος μέλος της Ένωσης πρέπει να θεωρείται ότι διέβησαν «παρανόμως» τα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III[11].
Μήπως, λοιπόν, η απόφαση των αρχών ενός κράτους μέλους να επιτρέψει την αποβίβαση των ανθρώπων αυτών στα λιμάνια του ισοδυναμεί τελικά με «έκδοση θεώρησης» κατά τον Κώδικα Συνόρων Σένγκεν ή εν πάση περιπτώσει καθιστά «νομιμη» την είσοδο στο ευρωπαϊκό έδαφος;  
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσής απάντησε αρνητικά σε ένα παρόμοιο ερώτημα, που αφορούσε τη μαζική διέλευση των χερσαίων συνόρων κατά τη μεταναστευτική κρίση του 2015-2016 στις υποθέσεις A.S. και Jafari της 26ης Ιουλίου 2017.
Στις υποθέσεις εκείνες, το Δικαστήριο κλήθηκε να έχει κληθεί να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το νόημα της φράσης «[…] διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από μία ή περισσότερες προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας πράξης (όπως η κατοχή έγκυρης θεώρησης) για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγω των διεθνών τους υποχρεώσεων, επιτρέποντας στους υπηκόους τρίτων χωρών την είσοδο στο έδαφός τους.
Τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων έχουν ως εξής: Το 2016, ένας Σύρος υπήκοος και τα μέλη δύο αφγανικών οικογενειών διέβησαν τα σύνορα μεταξύ Κροατίας και Σερβίας, παρότι δεν διέθεταν την κατάλληλη θεώρηση. Οι κροατικές αρχές οργάνωσαν τη μεταφορά των προσώπων αυτών έως τα κροατο-σλοβενικά σύνορα με σκοπό να τα βοηθήσουν να μεταβούν σε άλλα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν εκεί αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Ο Σύρος υπήκοος υπέβαλε στη συνέχεια τέτοια αίτηση στη Σλοβενία, ενώ τα μέλη των αφγανικών οικογενειών έπραξαν το ίδιο στην Αυστρία. Εντούτοις, τόσο η Σλοβενία όσο και η Αυστρία έκριναν ότι, στο μέτρο που οι αιτούντες είχαν εισέλθει παράνομα στην Κροατία, κατά τον κανονισμό Δουβλίνο III, αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των προσώπων αυτών ήταν οι αρχές του κράτους μέλους αυτού.
Το ΔΕΕ, διαπίστωσε καταρχάς ότι, κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο III, η εισδοχή στην επικράτεια κράτους μέλους ενός υπηκόου χώρας εκτός ΕΕ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θεώρηση, ακόμη και αν η εισδοχή αυτή οφείλεται στη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων λόγω της μαζικής εισροής εκτοπισμένων προσώπων στην ΕΕ. Τούτο διότι αφενός η έννοια της θεώρησης παραπέμπει σε πράξη που εκδίδεται επισήμως από εθνική διοίκηση και όχι σε απλή ανοχή και, αφετέρου, η θεώρηση δεν συγχέεται με την εισδοχή στην επικράτεια κράτους μέλους, δεδομένου ότι η θεώρηση απαιτείται ακριβώς προκειμένου να επιτραπεί η εισδοχή αυτή.
Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διάβαση συνόρων κατά παράβαση των προϋποθέσεων που επιβάλλει η εφαρμοστέα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος νομοθεσία πρέπει οπωσδήποτε να θεωρείται «παράνομη» κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο III.
Όσον αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη, δυνάμει του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, να επιτρέπουν για ανθρωπιστικούς λόγους σε υπηκόους χωρών εκτός ΕΕ οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου να εισέλθουν στην επικράτειά τους, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η άδεια αυτή ισχύει μόνο για την επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους και όχι για την επικράτεια των λοιπών κρατών μελών.
Επομένως, δεν μπορεί να απαλλάσσεται από την ευθύνη εξέτασης του αιτήματος ασύλου το κράτος μέλος που αποφάσισε, για ανθρωπιστικούς λόγους, να επιτρέψει την είσοδο στην επικράτειά του υπηκόου χώρας εκτός ΕΕ ο οποίος δεν διαθέτει θεώρηση και δεν έχει τύχει απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε ότι πολίτης τρίτης χώρας του οποίου η είσοδος έγινε ανεκτή από τις αρχές ενός πρώτου κράτους μέλους, που αντιμετώπισαν την άφιξη εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι ζητούσαν να διέλθουν από το κράτος μέλος αυτό προκειμένου να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που καταρχήν απαιτούνται στο πρώτο αυτό κράτος μέλος, πρέπει να θεωρείται ότι «διέβη παρανόμως» τα σύνορα του εν λόγω πρώτου κράτους μέλους κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

Η κρίση του Δικαστηρίου υπήρξε ατυχής. Αυτό που μάλλον απασχόλησε το ΔΕΕ ήταν η διατήρηση του «συστήματος Δουβλίνο» ακόμα και σε περιπτώσεις μαζικής άφιξης και όχι η ορθή ερμηνεία των κριτηρίων του Κανονισμού. Ακόμα, όμως και έτσι, το ζήτημα, στην περίπτωση των προσφύγων και μεταναστών του Aquarius είναι πιο περίπλοκο και σύνθετο.

Οι ισπανικές αρχές δεν ήσαν αντιμέτωπες με μία απρόβλεπτη και μαζική άφιξη μεταναστών, όπως οι αρχές της Κροατίας το 2015. Ούτε και «ανέχθηκαν» ή «διευκόλυναν» απλώς με ενέργειές τους την είσοδο στο έδαφός τους. Αντιθέτως, ενέκριναν ρητά και με τον πλέον επίσημο τρόπο (μέσω ανακοίνωσής του ίδιου του πρωθυπουργικού γραφείου), την είσοδο στους πρόσφυγες του Aquarius, μετά την άρνηση των αρχών της Ιταλίας και της Μάλτας να επιτρέψουν την αποβίβαση. Ουσιαστικά, οι ισπανικές αρχές εφάρμοσαν την προβλεπόμενη από τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν εξαίρεση, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να επιτρέψει σε υπηκόους τρίτων χωρών τη διάβαση των εξωτερικών συνόρων για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγω διεθνών υποχρεώσεων[12]. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η υποχρέωση παροχής βοήθειας σε πρόσωπα τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα συνιστά μια εκ των παλιότερων και θεμελιωδέστερων στοιχείων του δικαίου της θάλασσας[13].

Επομένως, ακόμα και αν η απόφασή των ισπανικών αρχών δεν ισοδυναμεί με «έκδοση θεώρησης» κατά τον Κώδικα Συνόρων Σένγκεν δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί «παράνομη» κατά την έννοια του κανονισμού «Δουβλίνο». Αντιθέτως, μπορεί να γίνει βάσιμα λόγος για «είσοδο χωρίς υποχρέωση θεώρησης» για τους σκοπούς του κανονισμού Δουβλίνο. Αυτή είναι ουσιαστικά, η μόνη εξαίρεση που προβλέπει ρητώς το δίκαιο της Ένωσης, βάσει της οποίας μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση κατοχής θεωρήσεως ένας πολίτης τρίτης χώρας. Συνεπώς, ως προς τον καθορισμό της ευθύνης εξέτασης αιτήματος ασύλου εφαρμοστέο τυγχάνει το κριτήριο του άρ. 14 του Κανονισμού και όχι εκείνο του άρ. 13 περί παράνομης διάβασης των συνόρων. Το ζήτημα όμως του αν υπάρχει ή όχι «παράνομη διέλευση των εξωτερικών συνόρων» στη διάσωση ανθρώπων στη θάλασσα έχει και ευρύτερες συνέπειες που υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού «Δουβλίνου». Αν, δεν έχουμε «παράνομη διέλευση» τότε μήπως τελικά δεν έχουμε και «παράνομη διαμονή», με αποτέλεσμα τυχόν πράξη επιστροφής-απέλασης σε βάρος τους να καθίσταται μη νόμιμη; 
Η περίπτωση, λοιπόν, των προσφύγων του Aquarius δίνει την κατάλληλη αφορμή για την ανάδειξη του ζητήματος της ορθής ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού Δουβλίνο στο πλαίσιο θαλάσσιου διάπλου. Μέχρι στιγμής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είχε την ευκαιρία να παράσχει τις απαραίτητες ερμηνευτικές διευκρινήσεις σχετικά με την ερμηνεία του κριτηρίου της «πρώτης χώρας εισόδου» (και αντίστοιχων διατάξεων του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν) στην περίπτωση διάσωσης προσφύγων και μεταναστών στη θάλασσα. Το μόνο που χρειάζεται είναι η αποστολή ενός προδικαστικού ερωτήματος από εθνικό δικαστήριο, όπου να τίθεται ευθέως από το αιτούν δικαστήριο το σχετικό ζήτημα. Περιπτώσεις σαν και αυτής των προσφύγων του Aquarius μπορούν να αποτελέσουν το κατάλληλο «υλικό» για το «χτίσιμο» μιας τέτοιας υπόθεσης.

[1] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 343/2003 της 18ης Φεβρουαρίου 2003 για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, ευρύτερα γνωστός ως «Δουβλίνο ΙΙ» και ο οποίος αντικαταστάθηκε από το νεότερο Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 της 26ης Ιουνίου 2013, ευρύτερα γνωστό ως «Δουβλίνο ΙΙΙ». Τα κράτη που εφαρμόζουν τον Κανονισμό «Δουβλίνο ΙΙΙ» είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Δανία, η Ελβετία, η Εσθονία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Σουηδία, η Τσεχία και η Φινλανδία (εφεξής κράτη του «Δουβλίνο ΙΙΙ»).
[2] Η συγκεκριμένη αρχή, αρχικώς θεσπίστηκε από τη Σύμβαση του Δουβλίνου που είχαν υπογράψει στις 15 Ιουνίου 1990 τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα και η οποία Σύμβαση ίσχυσε στη χώρα μας από 1.9.1997 (Ν. 1996/1991), σύμβαση η οποία πλέον αντικαταστάθηκε, μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, από τον ανωτέρω Κανονισμό 343/2003 του Συμβουλίου.
[3] Βλ. αντί άλλων Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο καταστάσεως αλλοδαπών 3η εκδ. Εκδ.Σάκκουλας 2007, σελ. 184 επ.
[4] Η έννοια δεν ορίζεται στις συμβάσεις SOLAS ή SAR, αλλά στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταχείριση προσώπων που διασώζονται στη θάλασσα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (στο εξής: ΙΜΟ), ψήφισμα MSC.167(78), το οποίο υιοθετήθηκε στις 20 Μαΐου 2004. Ειδικότερα, ως «ασφαλής τόπος» νοείται η τοποθεσία εκείνη στην οποία θεωρείται ότι ολοκληρώνονται οι επιχειρήσεις διάσωσης. Είναι επίσης ο τόπος όπου η ζωή του επιζώντος δεν διατρέχει πλέον κίνδυνο και μπορούν να καλυφθούν οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες του (όπως η τροφή, η στέγη και η ιατρική περίθαλψη). Επιπλέον, είναι ο τόπος όπου μπορούν να διευθετηθούν τα ζητήματα μεταφοράς των επιζώντων στον επόμενο ή τον τελικό προορισμό τους. Ο νομοθέτης της Ένωσης υιοθέτησε σχεδόν παρόμοιο ορισμό στο άρθρο 2, παράγραφος 12, του κανονισμού Frontex.
[5] Προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως Sharpston της 20ης Ιουνίου 2017 επί της υπόθ. C-670/16 – Mengesteab, σκ. 51.
[6] Κανονισμός (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1). Έκτοτε, ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1), τον επονομαζόμενο και Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν».
[7] Άρ. 5 παρ. 4 στοιχ γ΄, του «Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν».
[8] Δεδομένου, όμως, ότι το ζήτημα δεν τέθηκε στο πλαίσιο της αίτησης προδικαστικής απόφασης, με αποτέλεσμα να μην έχουν ενημερωθεί σχετικά τα κράτη μέλη που εμπλέκονται στην εφαρμογή του συστήματος του Δουβλίνου ώστε να υποβάλλουν σχετικές γραπτές παρατηρήσεις, ενώ και από τα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυπταν οι ακριβείς συνθήκες εισόδου του Mengesteab, τόσο η Γενικής Εισαγγελέας όσο και το Δικαστήριο δεν προχώρησαν σε περαιτέρω εξέταση του ζητήματος.  
[9] Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου
[10] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 656/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί κανόνων επιτηρήσεως των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο νε λόγω κανονισμός ενσωματώθηκε ουσιαστικά στον νεότερο Κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή.
[11] Βλ. σκ. 51-55 των Προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως.
[12] Έτσι mutatis mutandis Προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως Sharpston της 8ης Ιουνίου 2017 επί των συνεκδικαζόμενων υποθ. C‑490/16 – A.S. και C‑646/16 – Jafari
[13] V. Moreno-Lax, «Seeking Asylum in the Mediterranean: Against a Fragmentary Reading of EU Member States’ Obligations Accruing at Sea», 23(2), International Journal of Refugee Law, (2011), σ. 174 έως 220, ιδίως σ. 194.

Write A Comment