12. Επειδή, περαιτέρω, ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται ακυρωτέα, καθόσον μη νομίμως η αίτηση ασύλου του εξετάσθηκε με τη διαδικασία συνόρων, παρά την ευαλωτότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου, γεγονός που προκύπτει από το ότι, κατά την καταγραφή του, ο ίδιος δήλωσε ως ημερομηνία γέννησής του την 1-1-1999, η οποία όμως εσφαλμένα δεν έγινε δεκτή, αλλά και η διαδικασία παραπομπής και εξέτασής του με ακτινογραφία, έγιναν με τρόπο που δεν διασφάλιζε τα δικαιώματά του, ενώ τέλος, εσφαλμένα δεν έγινε δεκτό το έγγραφο που προσκόμισε, ήτοι η αίτηση για έκδοση νέας ταυτότητας στη Συρία, όπου αναφέρει ως έτος γέννησης το 1999. Επίσης, προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα στηρίχθηκε στην με αριθμό 3805/2016 απόφαση περί προσδιορισμού της ηλικίας του αιτούντος, του Διοικητή της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, αφού ο ίδιος δεν υποβλήθηκε σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, ενώ εξάλλου, η εισήγηση του κλιμακίου ιατρικού ελέγχου μετά την υποβολή του αιτούντος σε ακτινογραφία άνω άκρου …, με βάση την οποία καθορίστηκε η ηλικία του σε 19 έτη, ουδέποτε του κοινοποιήθηκε νόμιμα.
13. Επειδή, ο αιτών, κατά την υποβολή της από 29.7.2016 αίτησης στο Αυτοτελές Κλιμάκιο Ασύλου Κω, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, παρότι δήλωσε ότι γεννήθηκε στις 1.1.1998 στη Συρία, κατά την καταγραφή προσκόμισε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησης το έτος 1999. Το έγγραφο αυτό νομίμως δεν λήφθηκε υπόψη, ενόψει του ότι αφορούσε αίτηση για έκδοση νέας ταυτότητας στη Συρία, και όχι κάποιο από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 43 του ν. 4375/2016 (διαβατήριο, δελτίο ταυτότητας ή ληξιαρχική πράξη γέννησης, εφόσον ο κάτοχός της έχει γεννηθεί στην Ελλάδα). Για το λόγο αυτό δε, του ζητήθηκε να προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ενδεχομένως κατείχε, από το οποίο θα προέκυπτε η ηλικία του και η βασιμότητα του ισχυρισμού του ότι είναι ασυνόδευτος ανήλικος, χωρίς όμως, να προσκομίσει άλλο σχετικό έγγραφο. Εξάλλου, στην από 4-8-2016 προφορική συνέντευξη, ο αιτών προέβαλε τον ίδιο ισχυρισμό περί ανηλικότητας, κατά την επιβεβαίωση των δηλωθέντων στοιχείων του στη φόρμα καταγραφής, οπότε και επιβεβαιώθηκε ότι το έγγραφο που προσκόμισε και η ημερομηνία γέννησής του δεν γίνονται δεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου, χωρίς να τίθεται θέμα πλαστότητας του προσκομισθέντος εγγράφου που δεν λήφθηκε υπόψη, όπως αβασίμως διατείνεται ο αιτών (βλέπε σχετικά τη σημείωση στη σελίδα 2 Κεφ. 1 της προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος). Στη συνέχεια, όμως, η Υπηρεσία Ασύλου, ενόψει του ισχυρισμού του αιτούντος, ότι εμπίπτει στην κατηγορία των ευάλωτων ομάδων, ως ασυνόδευτος ανήλικος, τον παρέπεμψε στην κατά νόμο διαδικασία προσδιορισμού ηλικίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 του ν. 4375/2016 και στην κοινή υπουργική απόφαση με αριθμό 1982/16.2.2016 (Β 335), η οποία ολοκληρώθηκε, με την με αριθμό 3805/2016 απόφαση περί προσδιορισμού της ηλικίας του αιτούντος, του Διοικητή της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, με την οποία, αφού λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, η εισήγηση του κλιμακίου ιατρικού ελέγχου μετά την υποβολή του αιτούντος σε ακτινογραφία άνω άκρου, καθορίστηκε η ηλικία του, σε 19 έτη. Εξάλλου, όσον αφορά τον ειδικότερο ισχυρισμό, ότι στην περίπτωσή του δεν εφαρμόστηκε η νόμιμη διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας του, καθόσον δεν αντιμετωπίστηκε ως ανήλικος από τις αρμόδιες αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας, και κυρίως διότι δεν ορίστηκε επίτροπος,ο οποίος να διασφαλίζει τα δικαιώματά του και να προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η ανωτέρω επικαλούμενη και διαγραφόμενη στο άρθρο 45 του εν λόγω νόμου και της σχετικής υπουργικής απόφασης,προστασία, επιφυλάσσεται από το νομοθέτη μόνο για τα άτομα που έχουν καταγραφεί ως ασυνόδευτοι ανήλικοι κατά την υποβολή του αιτήματος για παροχή διεθνούς προστασίας και στη συνέχεια προέκυψε αμφιβολία ως προς την ανηλικότητά τους, και όχι για τα άτομα που, όπως ο αιτών, καταγράφηκαν ως ενήλικοι και στη συνέχεια, επεδίωξαν τη διόρθωση της καταγραφείσης ηλικίας τους. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός, ότι δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του αιτούντος η διαγραφόμενη στην ανωτέρω υπουργική απόφαση διαδικασία προσδιορισμού ηλικίας, πρέπει να απορριφθεί ενόψει των αναφερομένων στην από 7-9-2016 έκθεση του ψυχοκοινωνικού κλιμακίου, σύμφωνα με τα οποία, αφού το ιατρικό και ψυχοκοινωνικό κλιμάκιο δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την ηλικία του αιτούντος, τον παρέπεμψαν σε ιατρικές εξετάσεις, που είχαν την πιο πάνω περιγραφόμενη κατάληξη. Επίσης, ο σχετικός ισχυρισμός, ότι δεν γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα η ανωτέρω έκθεση του κλιμακίου, αβασίμως προβάλλεται, καθόσον δεν προβλέπεται στο νόμο υποχρέωση κοινοποίησης της εν λόγω έκθεσης, η οποία ενσωματώνεται στην απόφαση προσδιορισμού ηλικίας του Διοικητή του ΚΥΤ, ενώ σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο της εν λόγω έκθεσης, η οποία σημειωτέον αποτελεί δημόσιο έγγραφο που μπορεί να προσβληθεί μόνο για πλαστότητα, ο αιτών ενημερώθηκε για τα ιατρικά αποτελέσματα στις 5-9-2016. Τέλος, ο επιμέρους ισχυρισμός ότι δεν γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα η απόφαση προσδιορισμού ηλικίας σε γλώσσα που κατανοεί, σε κάθε περίπτωση δεν επηρεάζει το κύρος αυτής και την έκβαση της υπόθεσης, καθόσον το περιεχόμενο της έχει συμπεριληφθεί στην απόφαση α’ βαθμού του Αυτοτελούς Κλιμακίου Κω, χωρίς όμως ο αιτών να την προσβάλλει μόλις έλαβε γνώση του περιεχομένου της, ενώ σε κάθε περίπτωση, προέβαλε λόγους κατά της διαδικασίας έκδοσης αυτής με την ενδικοφανή προσφυγή που άσκησε ενώπιον της Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν προκύπτει η επικαλούμενη από τον αιτούντα, παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας του, και επομένως, νομίμως λήφθηκε υπόψη η εκδοθείσα από τον Διοικητή του Κέντρου Υποδοχής, πράξη προσδιορισμού ηλικίας του αιτούντος, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, που έκρινε αιτιολογημένα ότι ο αιτών δεν εμπίπτει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων ως ασυνόδευτος ανήλικος. […]
17. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι, παρότι στην αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας και στη συνέντευξή του ανέφερε την επιθυμία του να επανενωθεί με τον θείο του στη Γερμανία, το αρμόδιο Κλιμάκιο του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής που έκρινε σε πρώτο βαθμό το αίτημά του, αλλά και η Επιτροπή Προσφυγών σε δεύτερο βαθμό, εσφαλμένα και μη νόμιμα δεν τον υπήγαγαν, ως όφειλαν κατά δεσμία αρμοδιότητα, στον Κανονισμό 604/2013, και συγκεκριμένα στο άρθρο 8 αυτού ως ασυνόδευτο ανήλικο, προκειμένου να καταστεί δυνατό να επανενωθεί με το θείο του, που ζει νόμιμα στη Γερμανία, προσκομίζοντας μάλιστα και τα σχετικά έγγραφα αυτού. Επίσης, επικουρικά προβάλλει ότι η Επιτροπή Β’ βαθμού, κατά παράβαση των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, δεν διερεύνησε τη δυνατότητα υπαγωγής του στο άρθρο 17 παρ. 2 του Κανονισμού, δεδομένου ότι είναι ευάλωτος και βρίσκεται εκ του λόγου αυτού, σε εξάρτηση από το ανωτέρω άτομο, και επομένως, επιβάλλεται η επανένωση μαζί του, τουλάχιστον για ανθρωπιστικούς λόγους. Ωστόσο, με δεδομένο ότι ο αιτών, ενόψει των ισχυρισμών του ότι είναι ασυνόδευτος ανήλικος, παραπέμφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, στην κατά νόμο διαδικασία προσδιορισμού ηλικίας, η οποία ολοκληρώθηκε, με την με αριθμό 3805/2016 απόφαση περί προσδιορισμού της ηλικίας αυτού, του Διοικητή της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, με την οποία καθορίστηκε η ηλικία του σε 19 έτη, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών δεν έσφαλε, δεχόμενη ότι, εφόσον ο αιτών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανήλικος, δεν μπορούσε να υπαχθεί στον Κανονισμό 604/2013 με αυτήν την ιδιότητα, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο το αίτημά του για επανένωση (Δουβλίνο ΙΙΙ). Περαιτέρω, όσον αφορά την επικουρικώς προβαλλόμενη μη διερεύνηση της δυνατότητας υποβολής αίτησης αναδοχής προς τη Γερμανία για επανένωση του αιτούντος με το θείο του για ανθρωπιστικούς λόγους, κατ’ άρθρο 17 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού, με δεδομένα αφενός μεν ότι η υποβολή της αίτησης αυτής ήταν στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (αιτιολογική σκέψη 17 του ανωτέρω Κανονισμού) και μάλιστα εντός ορισμένου χρονικού ορίου, αφετέρου δε ότι ο αιτών, ο οποίος φέρει το σχετικό βάρος επίκλησης, ούτε ενώπιον της Διοίκησης προέβαλε, ούτε και τώρα αναφέρει ποιες ειδικές περιστάσεις (πέρα από την ευαλωτότητα ως θύματος βασανιστηρίων, που δεν έγινε δεκτή, κατά τα προηγούμενα) συντρέχουν στο πρόσωπό του, ώστε να δικαιολογείται η ενεργοποίηση της ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος και κατά το επικουρικό σκέλος του.