7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, o αιτών προβάλλει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να γίνει τυπικώς δεκτή η ενδικοφανής προσφυγή του, καθώς η καθυστερημένη άσκησή της, εκτός της προθεσμίας που προβλέπεται γι’ αυτή αλλά πάντως εντός ευλόγου χρόνου, οφείλεται στο γεγονός ότι η αρμόδια υπηρεσία δεν του παρείχε τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται για τους ανήλικους αιτούντες άσυλο και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας. Ειδικότερα, παραπονείται ότι κατά την εξέταση του αιτήματός του δεν είχε την αναγκαία εκ του νόμου εκπροσώπηση και συνδρομή από Επίτροπο ή από οποιονδήποτε σύμβουλο και κατά την επίδοση της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης δεν παραπέμφθηκε σε κάποιο δικηγόρο του Μητρώου της Αρχής Προσφυγών, δεν έλαβε δωρεάν νομική συνδρομή για την υποστήριξη της υπόθεσής του ενώπιόν της ούτε ενημερώθηκε για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει για να λάβει τέτοια συνδρομή και, περαιτέρω, ότι από μόνος του δεν μπορούσε, λόγω της ανηλικότητάς του, να κατανοήσει νομικές έννοιες, όπως η τελεσιδικία, ούτε να αντιληφθεί τις συνέπειες από τη μη εμπρόθεσμη υποβολή προσφυγής. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο σχετικό αποδεικτικό επίδοσης, το αρμόδιο όργανο ενημέρωσε τον αιτούντα, με τη συνδρομή διερμηνέα, στη γλώσσα που κατανοεί (παντζάμπι), με τη χρήση απλών εκφράσεων και όχι νομικών όρων (όπως η τελεσιδικία), για τη δυνατότητά του να καταθέσει προσφυγή κατά της απόφασης που του επιδόθηκε, για την προθεσμία άσκησης της προσφυγής αυτής, για τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης άσκησής της και, συγκεκριμένα, για την υποχρέωσή του να εγκαταλείψει άμεσα από τη Χώρα, καθώς και για το δικαίωμά του να λάβει δωρεάν νομική συνδρομή κατά τις σχετικές διαδικασίες ενώπιον της Αρχής Προσφυγών. Εξάλλου, από τη δήλωση του αιτούντος στο σώμα της ενδικοφανούς προσφυγής του, ότι δεν προσήλθε «κατά την ημερομηνία που έπρεπε, γιατί του είπαν ότι είχε απεργία», μπορεί ευχερώς να συναχθεί ότι αυτός είχε κατανοήσει την υποχρέωσή του να την υποβάλει εντός ορισμένης προθεσμίας. Ενόψει τούτων, τα προβαλλόμενα, περί μη εκπροσώπησής του από Επίτροπο ή σύμβουλο κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, μη ενημέρωσής του για τη διαδικασία νομικής συνδρομής κατά την επίδοση της πληττόμενης απόφασης και έλλειψης νομικής συμπαράστασης κατά την κατάθεσή της δεν συνδέονται αιτιωδώς με την εκπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του, ενώ η αόριστη αναφορά του σε πληροφορίες για «απεργία» δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επίκληση συγκεκριμένου περιστατικού ανωτέρας βίας ούτε εξάλλου προβάλλεται ως τέτοιο με την κρινόμενη αίτηση.
8. Επειδή, εξάλλου, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των ουσιαστικών εγγυήσεων που θεσπίζονται για τους ανηλίκουςμε τις διατάξεις του διεθνούς, ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου περί του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» και εφαρμόζονται στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας από ασυνόδευτους ανήλικους κατά το άρθρο 45 του ν. 4375/2016, λόγω του ότι η αρμόδια Επιτροπή Προσφυγών, όπως και η Υπηρεσία Ασύλου, απέρριψε το αίτημά του για παροχή διεθνούς προστασίας χωρίς να αξιολογήσει τις συνθήκες ασφάλειας, φροντίδας και εποπτείας αυτού κατά την ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, και, περαιτέρω, κατά παράβαση των διαδικαστικών εγγυήσεων για τους ασυνόδευτους ανήλικους που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο 45 του ν.4375/2016, λόγω του ότι η προσφυγή του εξετάστηκε με ταχύρρυθμη διαδικασία, με το πρόκριμα της εκπρόθεσμης άσκησής της, και χωρίς την προσήκουσα ενημέρωσή του για την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής, την παραπομπή του σε δικηγόρο του Μητρώου της Αρχής Προσφυγών για το σκοπό αυτό και την εκπροσώπησή του από Επίτροπο ή από οποιοδήποτε νομικό συμπαραστάτη ή σύμβουλο. Η πρώτη από τις ανωτέρω αιτιάσεις (ως προς τις ουσιαστικές εγγυήσεις) είναι απορριπτέα ως αβάσιμηκατά το μέρος που αναφέρεται στην Επιτροπή Προσφυγών, αφού η τελευταία αποφάνθηκε επί του παραδεκτού της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος και, επομένως, νομίμως δεν εξέτασε κατ΄ουσία την υπόθεσή του, και απαράδεκτη ως προς το μέρος που αφορά την Υπηρεσία Ασύλου, διότι ο έλεγχος των πλημμελειών της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασής της προϋποθέτει την παραδεκτή άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατ’ αυτής και την εξέτασή της από την αρμόδια Επιτροπή Προσφυγών κατ’ ουσία. Η δεύτερη (ως προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον η συζήτηση της προσφυγής του αιτούντος ορίστηκε μετά την πάροδο δύο μηνών από την κατάθεσή της και όχι εντός μηνός κατά τα προβλεπόμενα για τις εκπρόθεσμες προσφυγές, η δε αρμόδια υπηρεσία εκπλήρωσε τις κατά τα άρθρα 40 και 45 του 4375/2016 υποχρεώσεις της για να διασφαλίσει την εκπροσώπηση και νομική υποστήριξή του κατά τη σχετική διαδικασία. Συγκεκριμένα, κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Αττικής ενημέρωσε αυθημερόν τον Προϊστάμενο Εισαγγελίας Ανηλίκων Αθηνών σχετικά με την ανηλικότητα του αιτούντος (με το 65914/21.10.2016 έγγραφο), καλώντας τον να ορίσει Επίτροπό του, και κατά την επίδοση της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης, το επιδούν όργανο ενημέρωσε τον ίδιο, με τη συνδρομή διερμηνέα, σε γλώσσα που κατανοεί, μεταξύ άλλων, για το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον της Αρχής Προσφυγών και να έχει δωρεάν νομική συνδρομή ενώπιον της Αρχής Προσφυγών και, επιπλέον, κοινοποίησε στον ως άνω Εισαγγελέα το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης. Το γεγονός δε ότι ο αιτών, κατά την επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης, δεν παραπέμφθηκε σε συγκεκριμένο δικηγόρο του Μητρώου της Αρχής Προσφυγών, δεν καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσονμε τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4375/2016 θεσπίζεται μεν δικαίωμα του αιτούντος άσυλο να λάβει δωρεάν νομική συνδρομή ενώπιον της Αρχής αυτής αλλά όχι και υποχρέωση της Διοίκησης να τον παραπέμψει σε συγκεκριμένο δικηγόρο και, περαιτέρω, με το άρθρο 44 παρ.3 του ίδιου νόμου και την 12205/2016 κοινή υπουργική απόφαση περί παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής στους αιτούντες άσυλο απαιτείται πρωτοβουλία του αιτούντος για τη χορήγηση τέτοιας συνδρομής, με την υποβολή σχετικής αίτησης στο κατά τόπο αρμόδιο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου. Ομοίως, η συζήτηση της προσφυγής του χωρίς την παρουσία του Επιτρόπου ή οποιουδήποτε νομικού συμβούλου, ανεξαρτήτως του εάν προκάλεσε στον αιτούντα βλάβη ή όχι, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αφούμε τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ.1 του ν.4375/2016 προβλέπεται ευχέρεια και όχι υποχρέωση του (προσωρινού ή οριστικού) Επιτρόπου να παρίσταται στη σχετική διαδικασία και με τις διατάξεις του άρθρου 41 παρ.1 του ν.4375/2016 απαιτείται πρωτοβουλία του αιτούντος άσυλο για την εκπροσώπησή του από νομικό σύμβουλο.
9. Επειδή, ακολούθως, ο αιτών υποστηρίζει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, παραβιάζει:α) την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ασυνόδευτων ανηλίκων και την αρχή να λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες και απόψεις αυτών κατά το άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, β) το άρθρο 62 παρ.1 του ν.4375/2016, γ) την αρχή της αναλογικότητας δ) το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος, και ε) το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999 ΦΕΚ Α΄ 45), λόγω του ότι η μη κλήση του ενώπιον της Επιτροπής του στέρησε τη δυνατότητα να ενισχύσει τη δικονομική του θέση και να σχηματιστεί (θετική) κρίση περί του εμπροθέσμου της προσφυγής του, ενόψει, ιδίως, της ευαλωτότητάς του, ως ασυνόδευτου ανηλίκου, και των πλημμελειών της συνέντευξής του σε α΄ πρώτο βαθμό, ως προς τη διερεύνηση της παρελθούσας δίωξης και του μελλοντικού κινδύνου στη χώρα καταγωγής του. Ο λόγος αυτός, πέραν του ότι η ανηλικότητα του αιτούντος και οι τυχόν πλημμέλειες της προσωπικής του συνέντευξης δεν ευθύνονται για την εκπρόθεσμη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του σύμφωνα με όσα ήδη έγιναν δεκτά, πρέπει να απορριφθεί ως κατά νόμο αβάσιμος. Τούτο δε, διότι με τις επικαλούμενες διατάξεις του διεθνούς δικαίου απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη η άποψη του ανηλίκου για ουσιαστικά μέτρα που τον αφορούν και με το άρθρο 62 του ν.4375/2016 θεσπίζεται η προφορική εξέταση του αιτούντος διεθνή προστασία για θέματα που συνδέονται με το οικείο δικαίωμά του, ενώ ουδόλως προβλέπεται με αυτές η προηγούμενη ακρόαση του ανήλικου αιτούντος άσυλο σχετικά με το δικονομικό ζήτημα του εμπροθέσμου της ενδικοφανούς προσφυγής του, το οποίο κρίνεται με βάση την άσκησή της εντός της προθεσμίας που τάσσεται εκ του νόμου και τη συνδρομή τυχόν λόγων ανωτέρας βίας που εμπόδισαν την τήρηση της προθεσμίας αυτής. Περαιτέρω, διότι η αρχή της αναλογικότητας και οι γενικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ.2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, δεν έχουν έδαφος εφαρμογής στη διαδικασία παροχή διεθνούς προστασίας, αφού το ζήτημα της προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος άσυλο ρυθμίζεται με τις ειδικές διατάξεις του ν.4375/2016.
10. Επειδή, επίσης, ο αιτών διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματός του σε πραγματική προσφυγή κατά τα άρθρα 46 της Οδηγίας 2013/32, 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α), λόγω του ότι δεν κλήθηκε σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, για να εξηγήσει τους ισχυρισμούς του, περί της παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, και, περαιτέρω, λόγω του ότι η Επιτροπή Προσφυγών δεν εξέτασε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 4 της παρούσας, η πλήρης και ex nunc εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας από την Επιτροπή Προσφυγών προϋποθέτει την άσκηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής, κατά της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης, εντός της εύλογης προθεσμίας που τάσσεται με το άρθρο 61 παρ.4 του ν.4375/2016, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πληρούνταν η προϋπόθεση αυτή.
11. Επειδή, περαιτέρω, ο αιτών πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για μη νόμιμη ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων, κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας και, περαιτέρω, κατά το μέρος που δεν διερευνήθηκε η δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσής του στην αρμόδια αρχή για τη χορήγηση σε αυτόν άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως προς τα δύο σκέλη του. Ως προς το πρώτο ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η Επιτροπή Προσφυγών δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματός του για παροχή διεθνούς προστασίας αλλά μόνο επί του παραδεκτού της ενδικοφανούς προσφυγής του. Ως προς το δεύτερο ως αβάσιμος, διότι από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 34 περ. ε, 64 παρ.1 και 67 του ν.4375/2016 προκύπτει ότι για την παραπομπή της υπόθεσης στην αρμόδια αρχή για τη χορήγηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους απαιτείται τελεσίδικη απορριπτική απόφαση του αιτήματος διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια της μη υποκείμενης σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, και η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούνταν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
12. Επειδή, τέλος, με το από 20.3.2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι είναι άκυρη η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης β΄ βαθμού, καθότι διενεργήθηκε με την παράδοση του εγγράφου της στον ίδιο τον αιτούντα, που τότε ήταν ανήλικος, αντί στον Επίτροπο, όπως επίσης, και η υπογραφή και υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής από τον αιτούντα, αφού χώρησε χωρίς τη συνδρομή του Επιτρόπου του. Οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται, ανεξαρτήτως άλλου, άνευ εννόμου συμφέροντος, εφόσον δεν προσδιορίζεται η βλάβη που υπέστη ο αιτών από τη φερόμενη ως μη έγκυρη κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά της οποίας έχει ήδη ασκήσει εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση, ούτε από την άσκηση της προσφυγής του χωρίς τη συνδρομή του Επιτρόπου, η οποία απορρίφθηκε λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής της και όχι λόγω της υπογραφής και κατάθεσής της από τον ίδιο (πρβλ. ΣτΕ 2763/2012).
13. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.