6. … Εξάλλου, όσον αφορά τα προβληθέντα από την αιτούσα, σχετικά με το ότι υπήρξε θύμα διακίνησης γυναικών προς εκπόρνευση και σεξουαλική εκμετάλλευση (trafficking), η Επιτροπή Προσφύγων έκρινε κατά πλειοψηφία, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αιτούσα υπήρξε επίσης γενικόλογη, ασαφής, αόριστη, αντιφατική και μη πειστική και ως εκ τούτου, δεν έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς αυτής περί του ότι υποχρεώθηκε από την γυναίκα που την έφερε στην Ελλάδα (την «U»), να εργασθεί ως ιερόδουλη, για 4-5 μήνες εντός των ετών 2007-2008, καθώς και ότι το 2008 ξέφυγε από τη συγκεκριμένη γυναίκα, που φέρεται να επανεμφανίσθηκε το 2014 και να την απείλησε, με σκοπό να εισπράξει χρήματα. Ειδικότερα, έκρινε ότι: α) Στις επανειλημμένες ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με την ανωτέρω γυναίκα, η αιτούσα έδωσε αποσπασματικές και αντιφατικές πληροφορίες, μη εξηγώντας με σαφήνεια και πληρότητα, πώς ακριβώς τη γνώρισε, γιατί την εμπιστεύθηκε και γιατί την ακολούθησε στην Ελλάδα, β) αν και όπως ισχυρίσθηκε, πίστευε πως δεν θα πέσει θύμα εκμετάλλευσης, σε άλλο σημείο της συνέντευξης ισχυρίσθηκε ότι προτού αναχωρήσει από τη Νιγηρία, αναγκάσθηκε να λάβει μέρος σε κάποια τελετή [«Juju»], προκειμένου να μην καταδώσει τα αφεντικά στην αστυνομία μετά την έλευσή της στην Ευρώπη, αναφορά που, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, φανερώνει ότι η αιτούσα γνώριζε την επικείμενη συμμετοχή της σε παράνομη δραστηριότητα, γ) υπήρξε ιδιαιτέρως ασαφής και αόριστη ως προς το πώς εξαναγκάσθηκε να εκδίδεται στο δρόμο [μετά την έλευσή της στην Ελλάδα] και το χρονικό διάστημα που εκδιδόταν, ενώ δεν παρέσχε συγκεκριμένες πληροφορίας για το σπίτι της «U», τους διαμένοντες σε αυτό και τις συνθήκες διαβίωσής τους, δ) δεν υπήρξε πειστική κατά την αφήγησή της, ως προς το πώς κατόρθωσε να ξεφύγει από την «U» και να πάψει εκδίδεται, ενώ η ευκολία με την οποία φέρεται να συνέβη τούτο, παρά το γεγονός ότι, όπως η ίδια δήλωσε, εξακολουθούσε να βαρύνεται με «χρέος» ύψους 42.000-45.000 ευρώ, δεν συνάδει με την διαθέσιμες πληροφορίες που παρατίθενται στην απόφαση [αναφορικά με τη λειτουργία στη Νιγηρία ισχυρού διεθνούς δικτύου εμπορίας ανθρώπων, που προμηθεύει με γυναίκες τις ευρωπαϊκές αγορές, επιδιώκοντας την είσπραξη υψηλών χρηματικών ποσών, με τα οποία τις «χρεώνουν» μετά την άφιξή τους], ε) δεν παρέσχε επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις ως προς το πώς γνώριζε ότι η «U» είχε φύγει, κατά την άποψή της, από την Ελλάδα το έτος 2008, ούτε όσον αφορά το γεγονός ότι το επόμενο έτος 2009, η ίδια (αιτούσα) συνελήφθη στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Σωκράτους, για παράβαση του νόμου περί εκδιδομένων προσώπων, ο δε ισχυρισμός της περί του ότι πήγε εκεί για να συναντήσει φίλες της, δεν παρίσταται ευλογοφανής, στ) δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα για ποιό λόγο ουδέποτε ζήτησε τη συνδρομή των ελληνικών αρχών, αν και βάσει του αρχικού αιτήματος ασύλου, κατείχε επί σειρά ετών σχετικό δελτίο («ροζ κάρτα»), ούτε ακόμη και κατά το έτος 2014, οπότε φέρεται να επανεμφανίσθηκε η «U», συνοδεία ανδρών, απειλώντας την (μία φορά, κατά τα αναφερόμενα σε ορισμένο σημείο της συνέντευξης ή συνεχώς, κατά τα αναφερόμενα σε άλλο σημείο), ενώ αντιφατικώς απέδωσε τη σιωπή της στο φόβο από την τελετή βουντού στην οποία υποβλήθηκε, παρότι στη συνέχεια, ασπάσθηκε τον χριστιανισμό και έπαψε πλέον να φοβάται. Κατόπιν αυτών, η Επιτροπή Προσφυγών κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στην κρίση ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω, η προϋπόθεση της συνδρομής αντικειμενικά δικαιολογημένου φόβου δίωξης … Με επάλληλη δε αιτιολογία, ως προς το τελευταίο, η ανωτέρω Επιτροπή έκρινε ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί της αιτούσας ότι στο παρελθόν υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων, δεν πιθανολογείται εύλογα ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, θα κινδυνεύσει να καταστεί ξανά θύμα εμπορίας, ενόψει της ηλικίας της (34 ετών) και της εμπειρίας που έχει αποκτήσει, ζώντας μόνη κατά τα περισσότερα από τα 11 χρόνια διαμονής της στην Ελλάδα. Εξάλλου, κατά την ίδια απόφαση, πιθανολογείται ότι η αιτούσα θα έχει στην περίπτωση αυτή, υποστηρικτικό δίκτυο στη Νιγηρία, αφού, όπως η ίδια δήλωσε, έχει σύντροφο Νιγηριανό, ο οποίος επιθυμεί να την παντρευτεί και να την γνωρίσει στην οικογένειά του, [σύμφωνα δε με τις διαθέσιμες πληροφορίες που παρατίθενται στην απόφαση αυτή], η ΝΑΡΤΙΡ (National Agency for the Prohibition of Traffic In Persons) και δεκάδες Μ.Κ.Ο. που δραστηριοποιούνται σε διάφορες πόλεις της Νιγηρίας, μπορούν να συνδράμουν τα θύματα εμπορίας ανθρώπων και τις γυναίκες εν γένει και παράλληλα, οι νιγηριανές αρχές, τα τελευταία χρόνια, έχουν κάνει βήματα προόδου προς την κατεύθυνση αφενός της καταστολής της εγκληματικής αυτής δραστηριότητας και αφετέρου της συνδρομής των θυμάτων trafficking, ενώ δεν τίθεται ζήτημα κοινωνικού στιγματισμού της αιτούσας, αφού όπως ρητά δήλωσε, δεν έχει εκμυστηρευθεί τη δράση της ως ιερόδουλης στην Ελλάδα, σε οποιοδήποτε πρόσωπο στη πατρίδα της και ως εκ τούτου, το γεγονός αυτό δεν έχει καταστεί εκεί ευρέως γνωστό. […]
8. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η αιτούσα προβάλλει ότι ενώ κατά τη διενεργηθείσα συνέντευξη, παρέσχε, απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πληροφορίες περί της προσωπικής εμπλοκής της σε κύκλωμα εμπορίας ανθρώπων προς σεξουαλική εκμετάλλευση (trafficking), με τη δε ενδικοφανή προσφυγή της, αναφέρθηκε εκτενέστερα στο θέμα αυτό, παραθέτοντας πηγές που αποδεικνύουν τον αντίστοιχο φόβο δίωξής της, ως μέλους της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας των γυναικών θυμάτων της ως άνω εμπορίας, εν τούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έγιναν δεκτοί, αλλά κρίθηκαν αβάσιμοι, κατά πλειοψηφία, οι σχετικοί με την παρελθούσα δίωξη ισχυρισμοί της, με αποτέλεσμα να μην εξεταστούν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις και να μην της χορηγηθεί διεθνής προστασία, τούτο δε, με ελλιπή, εσφαλμένη και ανεπαρκή αιτιολογία και κατά παράβαση κατ’ ουσίαν διατάξεων νόμου. Κι αυτό διότι, κατά την αιτούσα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, στηρίχθηκε σε υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις και όχι σε αντικειμενική αξιολόγηση βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες, εκδόθηκε δε, παρακάμπτοντας ισχυρισμούς και πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση στη Νιγηρία, που οδηγούν σε αντίθετα συμπεράσματα από εκείνο στο οποίο κατέληξε, τις οποίες παρέθεσε η αιτούσα με την ενδικοφανή προσφυγή της και, κατ΄ επίκληση πηγών που αναφέρουν ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων τυγχάνουν ικανής προστασίας από τις νιγηριανές αρχές, ενώ άλλες επικαιροποιημένες και αξιόπιστες πηγές αναφέρουν το αντίθετο και συνεπώς, έπρεπε, κατά την άποψή της, να της χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Εξάλλου, κατά την αιτούσα, έγινε επιλεκτική χρήση από τη Διοίκηση αποσπασμάτων των ως άνω κατευθυντηρίων οδηγιών και δεν εξετάστηκε το αίτημά της σύμφωνα με τους κανόνες της κείμενης νομοθεσίας και τους προβλεπόμενους τύπους περί υπαγωγής [στο προστατευτικό καθεστώς], χρήσης και αξιολόγησης όλων των κρίσιμων πληροφοριών και εγγράφων, αιτιολόγησης της κρίσης και εξατομικευμένης, in concreto, αξιολόγησης με βάση το ατομικό της προφίλ. Η προσβαλλόμενη απόφαση, ωστόσο, με την αιτιολογία που προεκτέθηκε, παρίσταται, κατά το μέρος αυτός, κατ’ αρχήν νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ είναι απορριπτέα τα ως άνω προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Τούτο, δοθέντος ότι η Επιτροπή Προσφυγών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν περιορίσθηκε στο να μην κάνει αποδεκτούς τους ισχυρισμούς της αιτούσας αναφορικά με τον τρόπο που έφυγε από τη Νιγηρία και όσα της συνέβησαν κατά την αρχική περίοδο άφιξής της Ελλάδα, περί του ότι δηλαδή, υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων, αλλά προέβη, όπως προαναφέρθηκε, στην περαιτέρω κρίση ότι και αληθείς υποτιθέμενοι οι εν λόγω ισχυρισμοί, δεν μπορεί πάντως, να θεμελιώσουν αντικειμενικά δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρας καταγωγής της αιτούσας. Για την κρίση της αυτή, η Επιτροπή Προσφυγών, αφού έλαβε προηγουμένως υπόψη τα δηλωθέντα από την αιτούσα, την προσωπική της κατάσταση και τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση στη Νιγηρία, από συγκεκριμένες εθνικές ή διεθνείς πηγές-ιστοσελίδες, παραθέτοντας αυτές στην απόφασή της, στηρίχθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις και τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν (ώριμη πλέον ηλικία της αιτούσας, απόκτηση εμπειρίας κατά τη διαβίωσή της στην Ελλάδα, ύπαρξη του Νιγηριανού συντρόφου κλπ). Μεταξύ των σκέψεων αυτών είναι και εκείνη σύμφωνα με την οποία, οι νιγηριανές αρχές, όπως προκύπτει από τις εν λόγω πηγές, παρουσιάζουν κατά τα τελευταία χρόνια, βήματα προόδου τόσο ως προς την καταστολή της ανωτέρω παράνομης δραστηριότητας, όσο και ως προς τη συνδρομή των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων (πληροφορία που δεν αμφισβητεί η αιτούσα) και όχι το δεδομένο ότι οι ανωτέρω κρατικές αρχές παρέχουν ικανή προστασία στα θύματα αυτά, όπως αβασίμως προβάλλει η αιτούσα. Κατά της ανωτέρω δε σκέψης και των λοιπών σχετικών αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλόμενης, δεν βάλλει η τελευταία με ειδικές και συγκεκριμένες αιτιάσεις της κρινόμενης αίτησης. Άλλωστε, η αιτούσα αορίστως με τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως αποδίδει πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να προσδιορίζει τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, που κατά τους ισχυρισμούς της, δεν εφαρμόσθηκαν ή τα αποσπάσματα αυτών που επιλεκτικά, κατ’ αυτήν, χρησιμοποιήθηκαν από τη Διοίκηση ή τους προβληθέντες ισχυρισμούς και τις παρασχεθείσες πληροφορίες που φέρεται να «παρακάμφθηκαν», ούτε παραθέτει κατά τρόπο συγκεκριμένο τον τρόπο και τους λόγους, για τους οποίους θεωρεί ότι παραβιάσθηκαν στην προκείμενη περίπτωση κανόνες της κείμενης νομοθεσίας.