τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΔΕφΑθ 2156/2018: Γυναίκα μόνη χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κατά τη Σύμβαση της Γενεύης

Pinterest LinkedIn Tumblr

8. Επειδή, με την υποκρίση αίτηση προβάλλεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής και ακυρωτέα, καθόσον η κρίση της Επιτροπής για το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου της αιτούσας και, συνακόλουθα, το βάσιμο και δικαιολογημένο αυτού, επιφέρει ανεπίτρεπτη στο πλαίσιο ενδικοφανούς προσφυγής χειροτέρευση της θέσης της ήδη αιτούσας. Και τούτο, διότι ενώ με τη με αριθμ. πρωτ. 43757[95/000195251]/19.12.2014 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής είχε κριθεί ότι στην περίπτωση της αιτούσας «προκύπτει η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου», πληρούται δηλαδή τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου, εντούτοις με την προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε επί της ενδικοφανούς προσφυγής της, κρίθηκε αναφορικά με το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου ότι ο φόβος που εκφράζει η αιτούσα δεν είναι βάσιμος και δικαιολογημένος. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ουδόλως κωλυόταν η Επιτροπή να μεταβάλει, κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής, την αιτιολογία της πράξης κατά της οποίας η ενλόγω προσφυγή στρεφόταν, εμμένουσα στο ίδιο απορριπτικό αποτέλεσμα, ουδεμιά χειροτέρευση δε της θέσης της αιτούσας επέρχεται από μόνη τη μεταβολή της αιτιολογίας (πρβλ. ΣτΕ 245/1959).
9.Επειδή, […] προκύπτει ότι γυναίκες μόνες (χωρίς σύζυγο ή ενγένει υποστηρικτικό περιβάλλον και περιουσιακό υπόβαθρο), που κινδυνεύουν να υποβληθούν σε πράξεις βίας από μη κρατικούς φορείς σε περίπτωση επιστροφής τους στην πατρίδα τους, υπάγονται στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα εφόσον, μεταξύ άλλων, διαπιστωθεί ότι αποτελούν «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» κατά την έννοια του νόμου, έχουν φόβο δίωξης λόγω της συμμετοχής τους στην ομάδα αυτή (ή για άλλον από τους λόγους που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης) και οι αρχές του κράτους καταγωγής τους δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία. Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματός της όσο και κατά την προφορική της συνέντευξη αναφέρθηκε στην οικονομική της κατάσταση εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της, δίνοντας, ωστόσο, έμφαση καθόλα τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας στη σφοδρή της επιθυμία να μην επιστρέψει σε αυτή, λόγω του ότι δεν έχει εκεί κανένα συγγενή ούτε, έστω, σπίτι για να διαμείνει. Όπως δε αυτή διευκρίνισε με το από 22.4.2015 συμπληρωματικό υπόμνημα για την προσφυγή της, οι αναφορές αυτές είχαν την έννοια της περιφραστικής εκδήλωσης του φόβου ατομικής δίωξής της σε περίπτωση επιστροφής της στην Αιθιοπία, λόγω των ατομικών χαρακτηριστικών της (γυναίκα, μόνη, καταγόμενη από την Αιθιοπία, αναλφάβητη, χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον ή περιουσία, χωρίς επαγγελματικές δεξιότητες), τα οποία είχε επικαλεστεί, και της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα της για την ενλόγω κατηγορία γυναικών, όπως η κατάσταση αυτή προέκυπτε από τις παρατιθέμενες στην πιο πάνω με αριθμ. πρωτ. 43757[95/000195251]/19.12.2014 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, διεθνείς πηγές. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτούσα επικαλέστηκε ενώπιον της Διοίκησης τη συνδρομή αντικειμενικών παραγόντων, οι οποίοι, ενόψει της κατάστασης που επικρατεί στην Αιθιοπία, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή διαγράφεται στην αναφερόμενη απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, ήταν, καταρχήν, ικανοί να θεμελιώσουν το αίτημα για την παροχή ασύλου,δεδομένου, άλλωστε, ότι για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα δεν απαιτείται, οπωσδήποτε, να διαπιστωθεί ότι ο αιτών έχει υποστεί ατομική δίωξη αλλά αρκεί και η διαπίστωση αντικειμενικώς δικαιολογημένου φόβου ατομικής δίωξης (πρβλ. ΣτΕ 4055/2008, 2666/2006, 3337/2005). Μολονότι δε οι πιο πάνω ισχυρισμοί, όπως αρχικά διατυπώθηκαν, ενείχαν, πράγματι αοριστία, όμως, ενόψει της μετέπειτα απόδοσης από την αιτούσα της ακριβούς έννοιάς τους, όφειλε η Διοίκηση να εξετάσει αν βασίμως επικαλείτο η αιτούσα τη συνδρομή των πιο πάνω αντικειμενικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση όφειλε, ερμηνεύοντας τους ισχυρισμούς της αιτούσας κατά την αληθή τους έννοια, που η ίδια απέδωσε με το από 22.4.2015 συμπληρωματικό υπόμνημα που κατέθεσε για την προσφυγή της, να ερευνήσει ειδικότερα αν η τελευταία διέτρεχε κίνδυνο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στην Αιθιοπία, ενόψει των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα αυτή, λόγω υπαγωγής της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα («μόνες γυναίκες στην Αιθιοπία»), προκειμένου να κρίνει,καταρχάς, αν συνέτρεχε περίπτωση αναγνώρισης στο πρόσωπο της αιτούσας της ιδιότητας του πρόσφυγα,διαφορετικά, σε κάθε περίπτωση, αν ήταν δυνατό να υπαχθεί αυτή σε καθεστώς επικουρικής προστασίας. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι «ο φόβος που εκφράζει [η ήδη αιτούσα] δεν είναι βάσιμος και δικαιολογημένος, καθώς η ίδια δεν εκφράζει συναίσθημα φόβου, αλλά έλλειψη σχετικής επιθυμίας …..» και, περαιτέρω, ότι η αιτούσα «δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του δικαιούχου επικουρικής προστασίας επειδή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 του Π.Δ. 141/2013», χωρίς, ωστόσο, να αντιμετωπιστούν, ούτε καν να αναφερθούν, οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτούσας, και, μάλιστα, στην περίπτωση εξέτασης του αιτήματός της ως προς την υπαγωγή της στο καθεστώς επικουρικής προστασίας, ρητώς να αναφέρεται ότι δεν προβλήθηκαν σχετικοί ισχυρισμοί εκ μέρους της, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υποκρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση.

Write A Comment