7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται παραδεκτώς με το με ημερομηνία κατάθεσης 26.09.2019 υπόμνημα, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη κλήση του να παραστεί ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά παράβαση του δικαιώματός του σε προηγούμενη ακρόαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.2 του Συντάγματος και 6 του ν.2690/1999 (ΚΔΔ, ΦΕΚ Α΄ 45), εφόσον πρόκειται για επιβλαβή για τα συμφέροντά του διοικητική πράξη, αλλά και τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ.1 εδ. δ΄ του ν.4375/2016, καθόσον κατά την εξέταση του αιτήματός του έπρεπε, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τα ασυνόδευτα παιδιά που ζητούν άσυλο, να διερευνηθεί αν υπάρχει κατάλληλη φροντίδα και προστασία στην πατρίδα του (στην ίδια ή σε άλλη περιοχή της ιδιαίτερης καταγωγής του) σε ενδεχόμενο επαναπατρισμό του και να ληφθεί υπόψη η γνώμη του σχετικά με το ζήτημα αυτό και, κατά συνέπεια, η υπόθεσή του καθίσταται ιδιαίτερα πολύπλοκη και η αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών αναγκαία. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ως προς τα δύο μέρη του. Ως προς το πρώτο, διότι από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.2 του Συντάγματος δεν απορρέει υποχρέωση κλήσης του ενδιαφερομένου να παραστεί ενώπιον της Αρχής που αποφαίνεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής του (Ολομ. ΣτΕ 2347, 2348/2017 σκ.34η, ΣτΕ 299/2017 σκ.10η, 2933/2012 σκ.8η κ.ά.), ενώ, εξάλλου, ο αιτών εξετάστηκε με προφορική συνέντευξη προς υποστήριξη της αίτησής του, κατά τον πρώτο βαθμό εξέτασης του αιτήματός του, το πρακτικό της οποίας λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή κατά την εξέταση της προσφυγής του, όπως μνημονεύεται στο προοίμιό της (στοιχείο η΄). Ως προς το δεύτερο, διότι η μεν ιδιότητα του αιτούντος ως ασυνόδευτου ανήλικου προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι δε συνθήκες που θα αντιμετωπίσει κατά την ενδεχόμενη επιστροφή του στην ίδια ή σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του και η άποψή του για το τελευταίο ζήτημα αποτελούν περιεχόμενο της προφορικής συνέντευξής του, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας και, επομένως, τα στοιχεία που απαιτούνταν για την εξέταση του αιτήματός του ήταν ήδη στη διάθεση της Επιτροπής και η υπόθεσή του δεν εμφάνιζε πολυπλοκότητα από την άποψη αυτή. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι στην υποκείμενη περίπτωση συνέτρεχε κάποια άλλη από τις περιοριστικώς αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 62 παρ.1 του ν. 4375/2016 (ειδικότερης διάταξης, κατά τούτο, σε σχέση προς το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) προϋποθέσεις για υποχρεωτική κλήση του αιτούντος διεθνή προστασία από την Επιτροπή σε προφορική ακρόαση.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ