Η ανάγκη επιβολής περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή ενός πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ως προς τον οποίο υπάρχει υπόνοια ότι συμμετέσχε στο παρελθόν σε εγκλήματα πολέμου πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσής στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑331/16 και C‑366/16, αναφορικά με την επιβολή περιορισμών του δικαιώματος εισόδου και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας σε βάρος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υπηκόου τρίτης χώρας, μέλους της οικογένειας τέτοιου πολίτη, ο οποίος ζητεί τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους
Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι, κατά το παρελθόν, εκδόθηκε απόφαση περί αποκλεισμού ενός συγκεκριμένου προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα δεν μπορεί να οδηγεί αυτομάτως στη διαπίστωση ότι η παρουσία του και μόνο στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Πράγματι, πριν από τη λήψη μέτρου στηριζόμενου σε λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας απαιτείται εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας απειλής πρέπει να βασίζεται σε εκτίμηση της προσωπικής συμπεριφοράς του συγκεκριμένου ατόμου, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που περιέχονται στην απόφαση περί αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα και των στοιχείων επί των οποίων αυτή βασίζεται, ιδίως, της φύσης και της σοβαρότητας των εγκλημάτων ή των πράξεων που του προσάπτονται, του επιπέδου της ατομικής του συμμετοχής σε αυτά, της συνδρομής, ενδεχομένως, λόγων άρσης του αξιόποινου, καθώς και της ύπαρξης ή μη ποινικής καταδίκης. Στο πλαίσιο της σφαιρικής αυτής εκτίμησης, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη φερόμενη τέλεση αυτών των εγκλημάτων ή πράξεων, καθώς και η μεταγενέστερη συμπεριφορά του ατόμου, ιδίως το κατά πόσον η συμπεριφορά του καταδεικνύει ότι εμμένει στην προσβολή των θεμελιωδών αξιών της ΕΕ, κατά τρόπο που θα μπορούσε να διαταράξει την ηρεμία και τη σωματική ασφάλεια του πληθυσμού.
Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, παρότι είναι μάλλον απίθανο να επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα ή πράξεις εκτός του συγκεκριμένου ιστορικοκοινωνικού πλαισίου τους, τυχόν συμπεριφορά του σχετικού ατόμου που καταδεικνύει ότι αυτό εμμένει στην προσβολή των θεμελιωδών αξιών της ΕΕ, όπως της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενδέχεται να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, κατά την έννοια της οδηγίας.
Η εκτίμηση αυτή συνεπάγεται στάθμιση μεταξύ, αφενός, της απειλής που η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου συνιστά για τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας υποδοχής και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους αντλούν από την οδηγία.
Τέλος, το Δικαστήριο φρονεί ότι, για να εκδοθεί απόφαση απέλασης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της προσαπτόμενης στο συγκεκριμένο άτομο συμπεριφοράς, η διάρκεια και, κατά περίπτωση, ο νόμιμος χαρακτήρας της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την εν λόγω συμπεριφορά, η στάση του κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο βαθμός του κινδύνου τον οποίο συνιστά στον παρόντα χρόνο για την κοινωνία, καθώς και η σταθερότητα των κοινωνικών, πολιτιστικών και οικογενειακών δεσμών με το κράτος μέλος αυτό.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο