Οι αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης πρέπει να εξετάζονται ακόμη και αν στον υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στην επικράτεια. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σημερινή του απόφαση στην υπόθεση K.A. κ.λπ. (C-82/16).
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο επτά ενδίκων διαφορών μεταξύ των K.A., Μ.Ζ., M.J., N.N.N., O.I.O., R.I. και B.A. και των βελγικών αρχών με αντικείμενο αποφάσεις του δευτέρου να μην εξετάσει τις αντίστοιχες αιτήσεις τους χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης και, ανάλογα με την περίπτωση, να τους διατάξει να εγκαταλείψουν την επικράτεια ή να συμμορφωθούν με διαταγή να εγκαταλείψουν την επικράτεια.
Με τη σημερινή απόφασή του, το ΔΕΕ υπενθυμίζει τη νομολογία σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης, κατά την οποία υφίστανται όλως ιδιαίτερες καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων, μολονότι ο εμπλεκόμενος πολίτης της Ένωσης δεν έχει κάνει χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας, επιβάλλεται η αναγνώριση δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας του εν λόγω πολίτη. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που, συνεπεία της μη αναγνώρισης ενός τέτοιου δικαιώματος, ο εν λόγω πολίτης θα αναγκαζόταν, εκ των πραγμάτων, να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης θεωρούμενο ως εν όλον, στερούμενος, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα πραγματικής απόλαυσης, κατά το ουσιώδες μέρος τους, των δικαιωμάτων που πηγάζουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.
Η υποχρέωση που επιβάλλεται στον υπήκοο τρίτης χώρας να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης προκειμένου να ζητήσει την άρση ή την αναστολή της επιβληθείσας σε αυτόν απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης. Τούτο ισχύει σε περίπτωση που η τήρηση της υποχρέωσης αυτής καταλήγει, λόγω της ύπαρξης σχέσης εξάρτησης μεταξύ του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης, στο να υποχρεώνεται, στην πράξη, ο τελευταίος να τον συνοδεύσει και, ως εκ τούτου, να εγκαταλείψει και αυτός το έδαφος της Ένωσης επ’ αόριστον, όπως επισημαίνει το εθνικό δικαστήριο.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υφίσταται σχέση εξάρτησης δυνάμενη να θεμελιώσει δευτερογενές δικαίωμα διαμονής του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, σε αντίθεση με τους ανηλίκους (ιδίως μικρής ηλικίας παιδιά), ένας ενήλικας είναι, καταρχήν, σε θέση να ζει ανεξάρτητα από τα μέλη της οικογένειάς του. Επομένως, για έναν ενήλικα, το δευτερογενές δικαίωμα διαμονής είναι δυνατό να υφίσταται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των σχετικών περιστάσεων, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί επ’ ουδενί να απομακρυνθεί από το μέλος της οικογένειάς του από το οποίο εξαρτάται. Αντιθέτως, όταν ο πολίτης της Ένωσης είναι ανήλικος, η εκτίμηση περί της ύπαρξης μιας τέτοιας σχέσης εξάρτησης με τον υπήκοο τρίτης χώρας πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση, προς το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου, του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε της ηλικίας του τέκνου, της σωματικής και συναισθηματικής του ανάπτυξης, της έντασης του συναισθηματικού του δεσμού με έκαστο των γονέων του, καθώς και του κινδύνου που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας. Προκειμένου να αποδειχθεί τέτοια σχέση εξάρτησης, η ύπαρξη οικογενειακού δεσμού, είτε βιολογικής είτε νομικής φύσης, με τον εν λόγω υπήκοο δεν αρκεί, η δε συνοίκηση με αυτόν δεν είναι απαραίτητη, μολονότι συνιστά κρίσιμο στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι η σχέση εξάρτησης που επικαλείται ο υπήκοος τρίτης χώρας γεννήθηκε μετά την εις βάρος του έκδοση απόφασης απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια.
Ομοίως άνευ σημασίας είναι το αν η απόφαση απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια έχει καταστεί απρόσβλητη κατά το χρονικό σημείο στο οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλλει την αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης.
Επίσης άνευ σημασίας είναι το γεγονός ότι η απόφαση απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια δικαιολογείται από τη μη συμμόρφωση με υποχρέωση επιστροφής. Οσάκις λόγοι δημόσιας τάξης δικαιολόγησαν μια τέτοια απόφαση, οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να οδηγήσουν αυτομάτως σε άρνηση αναγνώρισης δευτερογενούς δικαιώματος διαμονής στον υπήκοο τρίτης χώρας.
Η άρνηση αναγνώρισης δευτερογενούς δικαιώματος διαμονής στον υπήκοο τρίτης χώρας για λόγους δημόσιας τάξης είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που, κατόπιν συγκεκριμένης εκτίμησης του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, του υπέρτερου συμφέροντος του τέκνου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, προκύπτει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη.
Τέλος, η οδηγία 2008/115 αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, κατά του οποίου έχει ήδη εκδοθεί απόφαση περί επιστροφής συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου στην επικράτεια που εξακολουθεί να ισχύει, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της οικογενειακής του ζωής (ιδίως το υπέρτατο συμφέρον του ανήλικου τέκνου του) των οποίων έγινε μνεία σε αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα μετά την επιβολή της εν λόγω απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί τα στοιχεία αυτά σε προγενέστερο χρονικό σημείο.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο