Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τον λόγο και μόνον ότι είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, άλλα στοιχεία, όπως η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής, ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της και το γεγονός ότι ο υπήκοος αυτός επρόκειτο να εγκαταλείψει το έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, όταν συνελήφθη από τις εθνικές αρχές, μπορούν να έχουν σημασία στο πλαίσιο εξετάσεως του ζητήματος εάν ο εν λόγω υπήκοος αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής έχει επίσης, ενδεχομένως, σημασία κάθε στοιχείο που αφορά το βάσιμο της υπόνοιας τελέσεως του ποινικού αδικήματος το οποίο προσάπτεται στον οικείο υπήκοο τρίτης χώρας.
Για τη χρήση της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή δυνατότητας μη χορηγήσεως προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως, όταν ο ενδιαφερόμενος αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δεν απαιτείται νέα εξέταση των στοιχείων που έχουν ήδη εξεταστεί για τη διαπίστωση της υπάρξεως του κινδύνου αυτού. Κάθε συναφής κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική κράτους μέλους πρέπει, εντούτοις, να διασφαλίζει ότι εξακριβώνεται κατά περίπτωση εάν η μη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως συνάδει προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερομένου.