Στην απόφασή του που εκδόθηκε σήμερα, στην υπόθεση A και S το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεφάνθη ότι ασυνόδευτος ανήλικος ο οποίος ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου διατηρεί το δικαίωμά του στην οικογενειακή επανένωση βάσει της σχετικής Οδηγίας 2003/86/ΕΚ. Τέτοια αίτηση οικογενειακής επανενώσεως πρέπει, πάντως, να υποβάλλεται εντός ευλόγου προθεσμίας, καταρχήν εντός τριμήνου από της ημερομηνίας κατά την οποία αναγνωρίσθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος ανήλικος έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι η οδηγία προβλέπει στην περίπτωση των προσφύγων ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, καθόσον η περίπτωσή τους χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εξαιτίας των λόγων οι οποίοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και οι οποίοι τους εμποδίζουν να διάγουν, στη χώρα αυτή, κανονικό οικογενειακό βίο. Ειδικότερα, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες έχουν δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως μη υποκείμενο σε περιθώριο εκτιμήσεως εκ μέρους των κρατών μελών.
Επιπλέον, μολονότι η οδηγία δεν καθορίζει ρητώς το χρονικό σημείο έως το οποίο ένας πρόσφυγας πρέπει να είναι ανήλικος προκειμένου να απολαύει του ειδικού δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο καθορισμός του χρονικού αυτού σημείου δεν μπορεί να καταλείπεται στην εκτίμηση κάθε κράτους μέλους.
Όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα ποιο είναι, εν τέλει, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εκτιμάται η ηλικία ενός πρόσφυγα προκειμένου να μπορεί αυτός να χαρακτηρισθεί ως ανήλικος και να μπορεί, επομένως, να απολαύει του ειδικού δικαιώματος στην οικογενειακή επανένωση, το Δικαστήριο εξετάζει το γράμμα, τη δομή και τον σκοπό της οδηγίας, λαμβανομένων υπόψη του νομοθετικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η οδηγία αυτή και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.
Κατά το Δικαστήριο, το ενδεχόμενο να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρμόδια εθνική αρχή εκδίδει επισήμως την απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα και, ως εκ τούτου, από την κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξετάζει η αρχή αυτή την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, θα έθετε εν αμφιβόλω την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος επανενώσεως. Τούτο θα αντέβαινε όχι μόνον στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να καταστεί ευχερέστερη η οικογενειακή επανένωση και να παρασχεθεί, συναφώς, ιδιαίτερη προστασία στους πρόσφυγες (ιδίως δε στους ασυνόδευτους ανηλίκους), αλλά και στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως συνέπεια δύο ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες της ιδίας ηλικίας που υποβάλλουν ταυτόχρονα αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας να τυγχάνουν ενδεχομένως διαφορετικής αντιμετωπίσεως αναλόγως της χρονικής διάρκειας της εξετάσεως των αιτήσεων αυτών. Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως συνέπεια να καθιστά εντελώς απρόβλεπτο για τον ασυνόδευτο ανήλικο που έχει υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας το να γνωρίζει αν θα του αναγνωρισθεί το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του, στοιχείο δυνάμενο να θίξει την ασφάλεια δικαίου.
Αντιθέτως, το να γίνει δεκτό ότι καθοριστικής σημασίας είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας καθιστά δυνατή τη διασφάλιση πανομοιότυπης και προβλέψιμης μεταχειρίσεως όλων των αιτούντων που ευρίσκονται, από χρονικής απόψεως, σε ίδια κατάσταση, έτσι ώστε η ευδοκίμηση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως να εξαρτάται κυρίως από περιστάσεις σχετικές με τον αιτούντα και όχι με τη διοίκηση (όπως είναι η χρονική διάρκεια εξετάσεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας ή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως).
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, πάντως, ότι, σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως πρέπει να κατατίθεται εντός ευλόγου προθεσμίας, συγκεκριμένα δε, καταρχήν, εντός τριμήνου από της ημερομηνίας κατά την οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα στον ενδιαφερόμενο ανήλικο.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο