Με την χθεσινή του απόφαση στην υπόθεση López Pastuzano, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η οδηγία αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία, όπως ερμηνεύεται από μέρος των δικαστηρίων του κράτους αυτού, δεν προβλέπει την εφαρμογή των προϋποθέσεων για την προστασία ενός επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου κράτους μη μέλους της ΕΕ από την απομάκρυνση ως προς κάθε διοικητική απόφαση απομακρύνσεως, ανεξάρτητα από τη φύση της ή τους διέποντες αυτήν λεπτομερείς νομικούς κανόνες.
Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έως ως εξής: Κολομβιανός υπήκοος, ο οποίος το 2013 είχε λάβει στην Ισπανία άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, καταδικάστηκε αργότερα σε δύο ποινές φυλάκισης διάρκειας, αντιστοίχως, δώδεκα και τριών μηνών, με συνέπεια τον εγκλεισμό του σε σωφρονιστικό κατάστημα το 2015. Εν συνεχεία κινήθηκε εις βάρος του διοικητική διαδικασία απομακρύνσεως. Στις 29 Ιουνίου 2015, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Ναβάρας (Ισπανία) εξέδωσε απόφαση με την οποία διατάσσει την απομάκρυνση του Κολομβιανού υπηκόου από την ισπανική επικράτεια. Η απόφαση αυτή συνοδεύεται από απαγόρευση εισόδου στην Ισπανία επί πέντε έτη και από ανάκληση της άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος.
Το Juzgado de lo Contencioso–Administrativo no1 de Pamplona (διοικητικό πρωτοδικείο Παμπλόνας, Ισπανία) επισημαίνει ότι στην ισπανική έννομη τάξη υφίστανται δύο διαφορετικές νομικές οδοί διοικητικής απομακρύνσεως αλλοδαπού, ήτοι αφενός η απομάκρυνση ως κύρωση για διάφορες διοικητικές παραβάσεις και αφετέρου η απομάκρυνση ως νόμιμη συνέπεια της καταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη από ένα έτος για εκ προθέσεως αδίκημα. Το ισπανικό δικαστήριο επισημαίνει ότι, όσον αφορά τους επί μακρόν διαμένοντες στην Ισπανία, κατά τη νομολογία ορισμένων εθνικών δικαστηρίων, η ενισχυμένη προστασία από τις κυρώσεις που έχουν χαρακτήρα απομακρύνσεως παρέχεται μόνο στην περίπτωση των αποφάσεων περί απομακρύνσεως που εκδίδονται ως κύρωση για ορισμένες διοικητικές παραβάσεις και όχι στην περίπτωση των αποφάσεων που εκδίδονται εις βάρος επί μακρόν διαμένοντος ο οποίος έχει καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη από ένα έτος. Το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo de Pamplona ερωτά το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία αντιτίθεται στη νομολογία αυτή.
Καταρχάς, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι κύριος σκοπός της οδηγίας είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων χωρών μη μελών της ΕΕ οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη και οι οποίοι πρέπει, προς τον σκοπό αυτό, να απολαύουν ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, πριν λάβουν απόφαση να απομακρύνουν επί μακρόν διαμένοντα υπήκοο κράτους μη μέλους της ΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τη διάρκεια της διαμονής στην επικράτειά τους, την ηλικία του ενδιαφερομένου, τις επιπτώσεις για τον ενδιαφερόμενο και τα μέλη της οικογένειάς του και τους δεσμούς με τη χώρα διαμονής ή την απουσία δεσμών με τη χώρα καταγωγής του. Το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι συνεπώς αδιάφορο αν ένα τέτοιο μέτρο έχει επιβληθεί ως διοικητική κύρωση ή αν αποτελεί συνέπεια ποινικής καταδίκης.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η λήψη μέτρου απομακρύνσεως δεν μπορεί να διατάσσεται αυτομάτως κατόπιν ποινικής καταδίκης, αλλά προϋποθέτει εκτίμηση της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως με βάση, μεταξύ άλλων, τους παράγοντες που αναφέρθηκαν.
Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως απομακρύνσεως εις βάρος επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου κράτους μη μέλους της ΕΕ απλώς και μόνο για τον λόγο ότι έχει καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη από ένα έτος.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο της απόφασης