Το Δικαστηριο της Ευρωπαικης Ενωσης στην υπόθεση C‑481/13 με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το Oberlandesgericht Bamberg (Γερμανία), στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Mohammad Ferooz Qurbani, έκρινε εαυτό αναρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης περί μη επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά προσφύγων για παράνομη είσοδο.
Ειδικότερα, με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητούσε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει, αφενός, τη δυνατότητα ποινικού κολασμού ενός προσώπου, στο κράτος μέλος στο οποίο ζητεί άσυλο, για αδικήματα που συνδέονται με την παράνομη είσοδό του σε αυτό το κράτος μέλος, όπως είναι μεταξύ άλλων η παράνομη είσοδος με τη βοήθεια διακινητών και η χρήση πλαστογραφημένου εγγράφου πιστοποίησης ταυτότητας και, αφετέρου, τη δυνατότητα του προσώπου αυτού να επικαλεσθεί την προβλεπόμενη στο ως άνω άρθρο απαλλαγή από την ποινή στο μέτρο που το οικείο πρόσωπο εισήλθε στο εν λόγω κράτος μέλος έχοντας διέλθει από άλλο κράτος μέλος της Ένωσης.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, υπενθυμίσε ότι το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η Σύμβαση της Γενεύης δεν περιέχει ρήτρα που να του απονέμει αρμοδιότητα, δεν δύναται να παράσχει τη ζητηθείσα ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Συμβάσεως, εν προκειμένω ειδικότερα του άρθρου 31 αυτής, παρά μόνον αν μια τέτοια άσκηση των καθηκόντων του εμπίπτει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ (απόφαση TNT Express Nederland, C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 58).
Κατά πάγια νομολογία όμως, η εξουσία του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ερμηνεία με προδικαστικές αποφάσεις, όπως απορρέει από την τελευταία διάταξη, καλύπτει μόνον τους κανόνες που ανήκουν στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση TNT Express Nederland, EU:C:2010:243, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Εν προκειμένω, ασφαλώς μεν στο πλαίσιο της εισαγωγής ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου έχουν θεσπιστεί, στον τομέα της εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης, διάφορα νομοθετήματα της Ένωσης, πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι τα κράτη μέλη έχουν διατηρήσει κάποιες αρμοδιότητες στον εν λόγω τομέα, μεταξύ άλλων όσον αφορά το αντικείμενο το οποίο καλύπτει το άρθρο 31 της ως άνω συμβάσεως. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύσει απευθείας το άρθρο 31 της ως άνω συμβάσεως ή οποιοδήποτε άλλο άρθρο αυτής.
Το γεγονός ότι το άρθρο 78 ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι η κοινή πολιτική ασύλου πρέπει να συνάδει προς τη Σύμβαση της Γενεύης και ότι το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζει ότι το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένης της ως άνω συμβάσεως και του πρωτοκόλλου του σχετικού προς το καθεστώς των προσφύγων της 31ης Ιανουαρίου 1967 δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου που γίνεται στην προηγούμενη σκέψη.
Εξάλλου, όπως κρίθηκε στη σκέψη 71 της αποφάσεως B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661), μολονότι υφίσταται βεβαίως οπωσδήποτε συμφέρον της Ένωσης να ερμηνεύονται ομοιόμορφα οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που έχουν συμπεριληφθεί στο εθνικό δίκαιο και στο δίκαιο της Ένωσης, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης δεν έχει περιληφθεί σε νομοθέτημα της Ένωσης, έστω και αν διάφορες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης παραπέμπουν στο ως άνω άρθρο.
Μολονότι όμως στις αποφάσεις Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351) και Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826), το Δικαστήριο δέχθηκε την αρμοδιότητά του να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Συμβάσεως της Γενεύης στις οποίες παρέπεμπαν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν γίνεται μνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που να παραπέμπει στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης και ιδίως καμία μνεία του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/83. Υπογραμμίζεται εξάλλου ότι στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχονται στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι το ως άνω άρθρο 14, παράγραφος 6, ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Bamberg.