τελευταια νεα
Category

ΕΔΔΑ

Category


Απόφαση της 26.6.2012, Kurić και άλλοι κατά Σλοβενίας (26828/06), Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης
Αποτυχία των εθνικών αρχών να ρυθμίσουν το καθεστώς διαμονής προσώπων που «διεγράφησαν» από το μητρώο μονίμων κατοίκων μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας. Έννοια της ιδιότητας του «θύματος» κατ’ άρθρο 34 ΕΣΔΑ. Παραβίαση άρθρου 8 ΕΣΔΑ. Δυσμενής διάκριση προσφευγόντων έναντι λοιπών αλλοδαπών. Παραβίαση άρθρου 14  και 8 ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό. Δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής. Παραβίαση άρθρων 13 και 8 ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό. Εφαρμογή διαδικασίας  «πρότυπης δίκης» (pilot-judgment procedure). 
Οι οκτώ προσφεύγοντες κατα το παρελθόν ήσαν υπήκοοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ενός εκ των διαδόχων κρατών αυτής, της Σλοβενίας. Είχαν αποκτήσει μόνιμη κατοικία στη Σλοβενία​​, πλην όμως, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας αυτής, δεν είχαν αιτηθεί την κτήση της σλοβενικής υπηκοότητας. Στις 26.2.1992, σύμφωνα με τη νέα σχετική νομοθεσία περί αλλοδαπών, τα ονόματά τους διαγράφηκαν από το μητρώο των μόνιμων κατοίκων με αποτέλεσμα να καταστούν αυτοί αλλοδαποί στερούμενοι άδεια παραμονής. Περίπου 25.000 άλλα άτομα βρίσκονται στην ιδια κατάσταση με αυτούς. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, ουδείς εξ αυτών είχε ενημερωθεί για την απόφαση διαγραφής από το μητρώο μονίμων κατοίκων. Όπως υποστηρίζουν έλαβαν γνώση του γεγονότος ότι πλέον είχαν καταστεί αλλοδαποί, όταν προσπάθησαν να ανανεώσουν τα έγγραφα ταυτότητάς τους. Η διαγραφή των ονομάτων τους από το μητρώο είχε σοβαρές και διαρκείς αρνητικές συνέπειες στην προσωπική τους κατάσταση: ορισμένοι εξ αυτών είχαν καταστεί ανιθαγενείς, ενώ άλλοι είχαν απομακρυνθεί εκ των κατοικιών τους, δεν μπορούσαν να εργαστούν ή ταξιδέψουν, έχασαν όλη την προσωπική τους περιουσία και ζούσαν για χρόνια σε κέντρα φιλοξενίας και πάρκα. Μάλιστα, ορισμένοι εξ αυτών είχαν κρατηθεί διοικητικά και απελαθεί από τη Σλοβενία. Το 1999, το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικές συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών, καθώς και την αυτόματη «διαγραφή» από το μητρώο μονίμων κατοίκων, διότι διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με την επίδικη νομοθεσία, οι πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας τελούσαν σε δυσμενέστερη νομική θέση από άλλους αλλοδαπούς οι οποίοι είχαν ζήσει στη Σλοβενία ​​πριν από την ανεξαρτησία της, δεδομένου ότι δεν υπήρχε νομική βάση που να διέπει τη μετάβαση από το προγενέστερο νομικό καθεστώς τους σε αυτό των αλλοδαπών που ζουν στην Σλοβενία​​. Μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θεσπίστηκε νέος σχετικός νόμος προκειμένου να ρυθμιστεί η νομική κατάσταση των «διαγραμμένων». Το 2003, το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε ορισμένες διατάξεις και του νέου αυτού νόμου αντισυνταγματικές, κυρίως λόγω του ότι παρέλειψε να χορηγήσει στους «διαγραμμένους» αναδρομικά μόνιμες άδειες παραμονής ή να ρυθμίσει τη νομική κατάσταση εκείνων που είχαν ήδη απελαθεί.
Με την απόφαση του, της 13.7.2010, το Τρίτο Τμήμα του ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε εν προκειμένω παραβίαση των άρθρων 8 και 13 της Σύμβασης. Στις 13.10.2010 η σλοβενική κυβέρνηση ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσης από το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου, δυνάμει των άρθρων 43 της Σύμβασης και 73 του κανονισμού του ΕΔΔΑ, όπερ και έγινε δεκτό. 
Όσον αφορά στο ζήτημα αν οι προσφεύγοντες ενέπιπταν στην έννοια του «θύματος» μιας παραβίασης των κατοχυρωθέντων από τη Σύμβαση δικαιωμάτων τους κατ’ άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ σημείωσε καταρχάς ότι ενα από τα χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης ήταν ότι έθετε σοβαρά ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για ευρύτατο κύκλο προσώπων. Επιπλέον, η σχετική κατάσταση, που είχε προκληθεί λόγω της «διαγραφής» είχε διαρκέσει για περίπου είκοσι χρόνια. Η αναγνώριση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους των σλοβενικών δικαστηρίων και η έκδοση σχετικής άδειας μόνιμης παραμονής για έξι από τους προσφεύγοντες δεν συνιστούν «κατάλληλα» και «επαρκή» μέτρα για την αποκατάσταση της βλάβης τους, λαμβανομένης υπόψη της μακράς περιόδου κατά την οποία τελούσαν σε νομική αβεβαιότητα και της σοβαρότητας των συνεπειών της «διαγραφής» γι ‘αυτούς. Επιπλέον, οι σχετικές αιτήσεις τους για αποζημίωση δεν είχαν στεφθεί ακόμη με επιτυχία. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ κατέληξε ομόφωνα ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν βάσιμα να ισχυριστούν ότι είναι «θύματα» των υποτιθέμενων παραβιάσεων κατά την έννοια της Σύμβασης.
Η «διαγραφή» και οι αρνητικές συνέπειες που επέφερε αυτή στους προσφεύγοντες ισοδυναμούσε με μία επέμβαση στο δίκαιωμα τους για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής. Η «διαγραφή» των ονομάτων των προσφευγόντων από το μητρώο μονίμων κατοίκων, μαζί με τα ονόματα άλλων 25.000 πολιτών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, είχε προκληθεί εξαιτίας της συνδυαστικής εφαρμογής δύο νομικών πράξεων της σλοβενικής νομοθεσίας. Μολονότι οι εν λόγω πράξεις ήσαν προσβάσιμες στον οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, εντούτοις οι προσφεύγοντες δεν ήσαν σε θέση να προβλέψουν ευλογα ότι η ιδιότητας τους ως αλλοδαποί θα καθιστούσε τη διαμονή τους στο έδαφος της Σλοβενίας παράνομη και θα οδηγούσε σε ένα τόσο ακραίο μέτρο όπως η «διαγραφή». Ακόμη, η «διαγραφή» είχε λάβει χώρα κατ’ αυτόματο τρόπο, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, και οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν αυτήν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών ή να παράσχουν εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους που δεν υπέβαλαν αίτηση για την κτήση της σλοβενικής ιθαγένειας. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταφορά των ονομάτων των «διαγραμμένων» από το μητρώο των μονίμων κατοίκων στο μητρώο των αλλοδαπών χωρίς άδεια παραμονής στερούνταν νομικής βάσης στο εσωτερικό δίκαιο. Τέλος, υπήρχε κενό στη σχετική νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, δεδομένου ότι δεν προβλεπόταν συγκεκριμένη διαδικασία για την λήψη άδειας μόνιμης παραμονής εκ μέρους των προσφευγόντων. Ως εκ τούτου, η σχετική νομοθεσία και διοικητική πρακτική στερούνταν «προβλεψιμότητας» και «προσβασιμότητας» κατά τα πρότυπα της Σύμβασης. Βεβαίως, εν συνεχεία υιοθετήθηκε σχετικός νόμος προκειμένου να καθοριστεί το νομικό καθεστώς των «διαγραμμένων». Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ορισμένες διατάξεις του νόμου αυτού ήσαν αντισυνταγματικές, η δε σχετική απόφαση είχε εκδοθεί σχεδόν μετά από 7 χρόνια από την ψήφιση αυτού. Προκύπτει λοιπόν ότι, τουλάχιστον μέχρι το 2010, η εσωτερική έννομη τάξη δεν είχε ρυθμίσει με σαφήνεια τις συνέπειες της «διαγραφής» και το νομικό καθεστώς διαμονής των ατόμων που είχαν υποστεί αυτήν.  Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες όχι μονο δεν ήσαν σε θέση να προβλέψουν το επίδικο μέτρο της «διαγραφής» αλλά, επίσης, να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις αυτής στην διωτική και/ή την οικογενειακή τους ζωή. Συνεπώς, η συγκεκριμένη παρέμβαση στο προστατευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δικαίωμα τους, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «σύμφωνα με το νόμο» κατά την έννοια της οικείας διάταξης της Σύμβασης. 
Παρόλαυτά, το Δικαστήριο, ενόψει των ιδαιτέρων χαρακτηριστικών της παρούσας υποθέσεως θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει, αν η εν λόγω «παρέμβαση», ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν «σύμφωνα με το νόμο», θα εξυπηρετούσε έναν «νόμιμο σκοπό» και αν θα ήταν ανάλογη αυτού. Τα μέτρα που λήφθησαν σε βάρος των προσφευγόντων έπρεπε να ειδωθούν μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας το 1991. Οι αρχές εν προκειμένω προσπάθησαν να σχηματίσουν ένα «corpus των πολιτών της Σλοβενίας», με σκοπό τη διενέργεια εθνικών εκλογών και, επομένως, την προστασία των συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας της χώρας, ήτοι έναν καταρχήν θεμιτό στόχο, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 της Σύμβασης. Ωστόσο, τα εν λόγω μέτρα ήσαν δυσανάλογα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο σλοβένος νομοθέτης παρέλειψε να θεσπίσει διατάξεις που να επιτρέπουν στους πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας οι οποίοι κατέχουν την ιθαγένεια ενός εκ των υπολοίπων διαδόχων κρατών αυτής, να νομιμοποιήσουν το καθεστώς διαμονής τους, εφόσον επέλεγαν να μην αποκτήσουν τη σλοβενική υπηκοότητα ή δεν είχαν υποβάλει αίτηση για την κτήση αυτής. Οι διατάξεις αυτές δεν θα υπονομεύαν τον κατά τα ανωτέρω θεμιτό σκοπό των σλοβενικών αρχών. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ κατέληξε ομόφωνα ότι τα επίδικα μέτρα δεν ήταν «σύμφωνα με το νόμο», «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της προστασίας της εθνικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης και προέβη σε σχετική καταδίκη της Σλοβενίας.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση, επίσης, του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 αυτής, δεδομένου ότι η διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ των «γνήσιων» αλλοδαπών και των πολιτών των υπολοίπων πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, (εκτός της Σλοβενίας) που τελούσαν σε μια παρόμοια κατάσταση όσον αφορά στην προσωπική τους κατάσταση είχε εν τέλει ως αποτέλεσμα να επιβληθεί μια δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση στους πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το Δικαστήριο, επίσης διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης. 
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία προκειμένου να εφαρμοστεί, εν προκειμένω, η διαδικασία της «πρότυπης δίκης» (pilotjudgment procedure), σύμφωνα με το 14ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Καίτοι επί του παρόντος δεν εκκρεμούν ενώπιον του ΕΔΔΑ αρκετές παρόμοιες ατομικές προσφυγές εκ μέρους «διαγραμμένων» ατόμων, ο αριθμός αυτών είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί σημαντικά. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο υπέδειξε στο εναγόμενο κράτος, όπως εντός ενός έτους από την έκδοση της παρούσας απόφασης να υιοθετήσει ένα ad hoc εθνικό σχέδιο για την αποκατάσταση της βλάβης που έχουν υποστεί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, η δε εξέταση όλων των σχετικών ατομικών προσφυγών θα ανασταλεί εν αναμονή της υιοθέτησης του εν λόγω σχεδίου. 
Επιμέλεια-Επεξεργασία Πουλαράκης Στάθης, Δικηγόρος, Διευθυντής Εκδόσεως ΕΜΕΔ