Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου, αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου, το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (…). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 ΑΚ η επιτροπεία, καθώς και κάθε άλλη επιμέλεια, διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου το οποίο αφορούν. Ελληνικό Δικαστήριο μπορεί να διορίσει επίτροπο ή άλλο επιμελητή για αλλοδαπό που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Αν ο αλλοδαπός απλώς διαμένει ή έχει περιουσία στην Ελλάδα, μπορεί να ληφθούν μόνο προσωρινά μέτρα. Με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 24 ΑΚ, καθιερώνεται κανόνας δικονομικού διεθνούς δικαίου που εμπεδώνει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων σε θέματα επιτροπείας αλλοδαπού (…), εφόσον υπάρχει συνήθης διαμονή του στην Ελλάδα. Η συνήθης διαμονή είναι έννοια πραγματική, εύκολα μπορεί να προσδιορισθεί (επειδή προϋποθέτει μια μακρά παραμονή σε ένα τόπο) και εξαρτάται λιγότερο από κάποιο κανόνα δικαίου και περισσότερο από τα πραγματικά περιστατικά που συνδέουν ένα άτομο με μία συγκεκριμένη χώρα (…). Συνεπώς, τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς διορισμό επιτρόπου ή άλλου επιμελητή ανηλίκου αλλοδαπού, εφόσον αυτός έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, εφαρμόζοντας ως προς το περιεχόμενο της επιτροπείας ή άλλης επιμέλειας το δίκαιο της ιθαγένειας του αλλοδαπού, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτού δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη (άρθρα 24 και 33 ΑΚ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, εάν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη. Η δημόσια τάξη εκλαμβάνεται υπό την έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξεως, που αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (…). Εφόσον διαπιστωθεί, ότι η εφαρμογή της αλλοδαπής διάταξης προσκρούει in concreto στην ελληνική δημόσια τάξη, η αλλοδαπή διάταξη δεν εφαρμόζεται. Σε αυτήν την περίπτωση η συγκεκριμένη βιοτική σχέση ή θα μείνει αρρύθμιστη (αλλά θα πρέπει τούτο να είναι ανεκτό από την ημεδαπή δημόσια τάξη) ή εάν δεν δύναται να μείνει αρρύθμιστη θα ρυθμιστεί κατ` εφαρμογή έτερης διάταξης του αυτού εφαρμοστέου δικαίου. Εφόσον, δε, το τελευταίο δεν είναι δυνατό, η ρύθμιση της σχέσης θα επιτευχθεί κατ` εφαρμογήν του ημεδαπού δικαίου (lex fοri) (…). Εξάλλου, το Δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 741 ΚΠολΔ, λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το αλλοδαπό δίκαιο χωρίς να διατάξει αποδείξεις εάν το γνωρίζει ή έχει τεθεί υπόψη του από τους διαδίκους, άλλως μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο.
Περαιτέρω, η επιτροπεία ανηλίκων ανήκει στους θεσμούς που επιδιώκουν να προστατεύσουν τον ανήλικο, όταν αυτός δεν “προστατεύεται” από τους γονείς του. Δεν είναι στην κυριολεξία οικογενειακή σχέση, αλλά προσπαθεί να υποκαταστήσει την οικογένεια και γι` αυτό ανήκει στις λεγόμενες “οιονεί” οικογενειακές σχέσεις (…). Μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες ένας ανήλικος τίθεται υπό επιτροπεία, με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, συγκαταλέγεται και αυτή της ανυπαρξίας της γονικής μέριμνας, η οποία μπορεί να υφίσταται είτε γιατί το παιδί είναι αγνώστων γονέων (ή έκθετο), καθώς και αυτή της αδράνειας της γονικής μέριμνας ή κακής άσκησης αυτής από αμφότερους τους γονείς, οπότε χωρεί κατ’ άρθρο 1532 ΑΚ ο διορισμός επιτρόπου, που θα έχει και τη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου (ΣΕΑΚ, τόμος ΙΙ, σελ. 899 και 974). Η επιτροπεία είναι πάντοτε δοτή και πλέον, μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 2447/1996, εφαρμόζεται η αρχή της “ενιαίας επιτροπείας”, ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 1603 ΑΚ, που προβλέπεται ότι ο επίτροπος έχει «το καθήκον και το δικαίωμα να επιμελείται του προσώπου του ανηλίκου, να διοικεί την περιουσία του και να τον εκπροσωπεί σε κάθε δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του». Αντίστοιχες ρυθμίσεις προβλέπονται και από το συριακό νόμο για την προσωπική κατάσταση (εφεξής συρΝΠΚ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο (δόγμα Hanafi), η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τη Hadanah, δηλαδή την επιμέλεια ανήλικου προσώπου και τη Wila’yah ή Wilayet, δηλαδή την επιτροπεία του ανηλίκου, την εκπροσώπησή του και τη διοίκηση της περιουσίας (ονομάζεται και πατρική εξουσία). Το δικαίωμα της Hadanah (η επιμέλεια του ανήλικου) ανήκει στη μητέρα και αν δεν υπάρχει, στη γιαγιά, προγιαγιά εκ της μητρικής γραμμής κοκ (άρθρο 146 συρΝΠΚ). Η Wila’yah ή Wilayet (η επιτροπεία του ανηλίκου) ανήκει στον πατέρα και αν δεν υπάρχει ή αδυνατεί στον παππού της πατρικής γραμμής ή τέλος, στη μητέρα. Περαιτέρω, ο πατέρας και σε περίπτωση που δεν υπάρχει, ο παππούς, μπορούν να ορίσουν κάποιον ως επίτροπο του τέκνου (άρθρο 177 συρΝΠΚ) και σε περίπτωση που δεν έχει καθοριστεί επίτροπος από τον πατέρα ή τον παππού, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει επίτροπο. Κατά το άρθρο 178 συρΝΠΚ ο επίτροπος πρέπει να είναι δίκαιος, ικανός να οριστεί επίτροπος, να διαθέτει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και να είναι του ίδιου θρησκεύματος με τον ανήλικο. Οι παραπάνω όμως διατάξεις περί του ποιος μπορεί να διοριστεί επίτροπος, πρέπει να ερευνηθεί αν αντιβαίνουν στην ημεδαπή δημόσια τάξη, καθόσον η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης που θεσπίζεται με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ προκριματίζει την εφαρμογή κάθε αλλοδαπής διάταξης και επομένως, όταν η lex causae (εφαρμοστέο δίκαιο) είναι αλλοδαπό δίκαιο, ο δικαστής προκαταρτικά οφείλει να κρίνει αν αυτή προσαρμόζεται στην ημεδαπή δημόσια τάξη και συμβιβάζεται μ` αυτήν (…). Ειδικότερα, κατά το ημεδαπό δίκαιο, και δη κατά το άρθρο 1592 ΑΚ, επίτροπος διορίζεται κατά προτίμηση ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα με τη σειρά που αναφέρονται: 1.ο ενήλικος σύζυγος του ανηλίκου, 2.το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίστηκε με διαθήκη ή με δήλωση στον ειρηνοδίκη ή σε συμβολαιογράφο από όποιον ασκούσε τη Γονική μέριμνα κατά το χρόνο της δήλωσης και κατά τον θάνατό του, 3.το κατά την κρίση του δικαστηρίου καταλληλότερο πρόσωπο με προτίμηση προς τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου…., ενώ κατά το άρθρο 1595 ΑΚ δεν διορίζεται επίτροπος:1.αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, 2.ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης σύμφωνα με το άρθρο 1672, 3.όποιος αποκλείστηκε από την επιτροπεία με διάταξη τελευταίας βούλησης εκείνου που δικαιούται να υποδείξει το πρόσωπο του επιτρόπου”. Συνεπώς, οι διατάξεις του συριακού δικαίου, και ειδικότερα το άρθρο 178 συρΝΠΚ περιορίζουν ουσιαστικά τη δυνατότητα διορισμού από το δικαστήριο επιτρόπων, καθώς απαιτείται ταυτότητα θρησκεύματος επιτρόπου και ανηλίκου, ενώ κατά το ημεδαπό δίκαιο τέτοια πρόβλεψη δεν υφίσταται. Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η επιτροπεία ανηλίκων ανήκει στους θεσμούς που επιδιώκουν να προστατεύσουν τον ανήλικο, όταν αυτός δεν “προστατεύεται” από τους γονείς του, δημιουργείται κώλυμα στο διορισμό επιτρόπου από το δικαστήριο και, συνακόλουθα, κρίνεται ότι τυχόν εφαρμογή του συριακού δικαίου θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα και θα προσέκρουε σε βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν τη ζωή στην Ελλάδα (…, ) και κατ’ αποτέλεσμα εφαρμοστέο κρίνεται στην περίπτωση αυτή το ημεδαπό δίκαιο, ως lex fori (δίκαιο του δικάζοντος δικαστή).