τελευταια νεα
Author

Stathis Poularakis

Browsing

Ως εξελληνισμός του κυρίου ονόματος πολιτογραφούμενου ομογενούς νοείται όχι μόνο η πιστή φθογγολογική αντιστοίχιση του ονόματος του ενδιαφερόμενου – όπως αυτό είχε καταχωρισθεί στην ληξιαρχική πράξη γέννησης της χώρας της πρώτης ιθαγένειας, επί τη βάσει της οποίας εχώρησε η απόφαση πολιτογράφησης – με όνομα της ελληνικής γλώσσας, αλλά και η εν ευρεία εννοία μεταφορά και απόδοση του ονόματός του στην ελληνική γλώσσα, ως στοιχείου ένταξης του πολιτογραφούμενου ομογενούς στην ελληνική έννομη τάξη και κοινωνική ζωή. Αντίθετη μειοψηφία. Πλημμελώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.

4. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις του Κ.Ε.Ι., όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση ομογενούς κατόχου ΕΔΤΟ, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης συνοδευόμενη, πλην άλλων, από επίσημα μεταφρασμένο νομίμως επικυρωμένο πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της χώρας της πρώτης του ιθαγένειας. Η απόφαση πολιτογράφησης εκδίδεται επί τη βάσει των αναφερομένων στο πιστοποιητικό αυτό ονοματεπωνυμικών του στοιχείων, ακολούθως δε χωρεί η εγγραφή του πολιτογραφημένου ομογενούς στο δημοτολόγιο και το μητρώο αρρένων επί τη βάσει των αναγραφομένων στην απόφαση πολιτογράφησής του ονοματεπωνυμικών στοιχείων (βλ. άρθρα 2 και 6 π.δ/τος 497/1991, Α΄ 180). Εξ άλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν.δ/τος 2573/1953 (Α΄ 241), όπως ισχύει, προκειμένου περί ομογενούς αλλοδαπού που αποκτά την ελληνική ιθαγένεια, ο Νομάρχης (και ήδη ο Δήμαρχος, βλ. άρθρο 94 παρ. 6 του ν. 3852/2010, Α΄ 87), μπορεί να αποφασίσει, προς τον σκοπό του εξελληνισμού του ονόματός του, την αλλαγή τόσο του επωνύμου όσο και του κυρίου ονόματός του, όπως αυτά είναι καταχωρισμένα στο δημοτολόγιο (και το μητρώο αρρένων). Ήδη δε, με την παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 9α του άρθρου 142 του ν. 4251/2014 παρεσχέθη η δυνατότητα στον αιτούμενο την πολιτογράφηση ομογενή κάτοχο ΕΔΤΟ να ζητήσει και τον εξελληνισμό του κυρίου ονόματός του. Η τελευταία αυτή διάταξη διέπει την παρούσα υπόθεση, τούτο δε διότι, είναι μεν μεταγενέστερη της ένδικης … αποφάσεως πολιτογραφήσεως της αιτούσας, αίτηση τροποποίησης της οποίας απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει όχι μόνο τις αιτήσεις πολιτογράφησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, αλλά αφορά και αιτήματα εξελληνισμού του ονόματος ομογενούς μεταγενέστερα της απόφασης πολιτογράφησης που εξεδόθη πριν τη θέσπιση της ανωτέρω διάταξης με τον εν λόγω ν. 4251/2014. Εξ άλλου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως εξελληνισμός του κυρίου ονόματος πολιτογραφούμενου ομογενούς νοείται όχι μόνο η πιστή φθογγολογική αντιστοίχιση του ονόματος του ενδιαφερόμενου – όπως αυτό είχε καταχωρισθεί στην ληξιαρχική πράξη γέννησης της χώρας της πρώτης ιθαγένειας, επί τη βάσει της οποίας εχώρησε η απόφαση πολιτογράφησης – με όνομα της ελληνικής γλώσσας, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν είναι πάντοτε εφικτό, αλλά και η εν ευρεία εννοία μεταφορά και απόδοση του ονόματός του στην ελληνική γλώσσα, ως στοιχείου ένταξης του πολιτογραφούμενου ομογενούς στην ελληνική έννομη τάξη και κοινωνική ζωή. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ.Κ., ο οποίος διατύπωσε τη γνώμη ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης πολιτογράφησης διατάξεις, για τον ομογενή αλλοδαπό, ο οποίος έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με απόφαση περί πολιτογραφήσεως εκδιδομένη επί τη βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων που αναγράφονται στην επίσημη μετάφραση της νομίμως επικυρωμένης αλλοδαπής πράξης γεννήσεώς του, δεν προβλέπεται η τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως περί πολιτογραφήσεως ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα. Στον πολιτογραφημένο Έλληνα ομογενή αλλοδαπό παρέχεται η δυνατότητα αλλαγής της καταχώρισης του κυρίου ονόματός του στο δημοτολόγιο, μόνον προς τον σκοπό του εξελληνισμού του (σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν.δ/τος 2573/1953) και δη υπό την στενή έννοια αυτού, δηλαδή της πρόσδοσης, αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, στον ενδιαφερόμενο του αντίστοιχου ονόματος της ελληνικής γλώσσας. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 9α του ν. 4251/2014 εφαρμόζεται στις αιτήσεις περί πολιτογραφήσεως ομογενών, οι οποίες υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος της, δεν αφορά δε τους ομογενείς, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων, όπως αυτά απεδόθησαν στην επίσημη μετάφραση της αλλοδαπής πράξεως γεννήσεώς τους.

5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: […] Η αιτούσα, γεννηθείσα το έτος 1982, υπήκοος Αλβανίας, κάτοχος Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (Ε.Δ.Τ.Ο.), υπέβαλε στον Δήμο Αθηναίων την … αίτηση πολιτογράφησης για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Ι. (ν. 3284/2004), όπως τότε ίσχυε. […] Η αιτούσα απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια από την ημερομηνία της ορκωμοσίας της (1.6.2012), με την δε … απόφαση του ίδιου ως άνω Γενικού Γραμματέα διετάχθη η εγγραφή της στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 497/1991. Στις 24.1.2019 η αιτούσα υπέβαλε ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής «αίτηση – ερώτημα», όπου ανέφερε ότι, ναι μεν ήταν καταχωρισμένη στα αρχεία του δημοτολογίου της κοινότητας […]Αλβανίας με το όνομα «…», εντούτοις, με την έλευσή της στην Ελλάδα βαπτίσθηκε, στις 13.10.1991, Χριστιανή Ορθόδοξη και έλαβε το όνομα «…», όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα σχετική ληξιαρχική πράξη βάπτισής της. Ειδικότερα, ανέφερε ότι το όνομα «…», δεν είναι ελληνικό χριστιανικό ορθόδοξο, αποτελούσε δε από την παιδική της ηλικία αφορμή εμπαιγμού και ειρωνικών σχολίων σε βάρος της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι, λόγω του ότι είναι Ελληνίδα πολίτης εκ πολιτογραφήσεως και όχι εκ γεννήσεως, αδυνατεί να ζητήσει την αλλαγή του ονόματός της από τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία δεν έχουν αρμοδιότητα για διόρθωση αλλοδαπών ληξιαρχικών πράξεων, ούτε όμως και από τις αλβανικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, διότι τέτοια δυνατότητα καταργήθηκε στο Αλβανικό δίκαιο από το έτος 2012. Κατόπιν τούτου, ζήτησε να εκδοθεί απόφαση διόρθωσης–συμπλήρωσης της ανωτέρω Φ.41083/2011/0036195/ 19.1.2012 απόφασης πολιτογραφήσεώς της, με την προσθήκη στο καταχωρισθέν στην απόφαση αυτή κύριο όνομά της «…» και του βαπτιστικού της ονόματος «…» […] Το ανωτέρω αίτημα απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη … απόφαση της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Αθηνών του Υπουργείου Εσωτερικών, με την εξής αιτιολογία: «Η εγγραφή των πολιτογραφημένων αλλοδαπών στα δημοτολόγια και στα μητρώα αρρένων γίνεται με νόμιμο έρεισμα την απόφαση πολιτογράφησής τους […] και με τα όποια ονοματεπωνυμικά στοιχεία αναγράφονται σε αυτήν. Σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, ο αλλοδαπός που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης, συνοδευόμενη μεταξύ άλλων από πρωτότυπο πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της χώρας της πρώτης του ιθαγένειας, νομίμως επικυρωμένο με πρωτότυπη επίσημη μετάφρασή του. Βάσει των αναφερομένων σε αυτό το πιστοποιητικό ονοματεπωνυμικών στοιχείων εκδίδεται η απόφαση πολιτογράφησης. Ενόψει των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι το πιστοποιητικό γέννησης είναι το σημαντικότερο συνοδευτικό της αίτησης πολιτογράφησης έγγραφο καθώς από αυτό αντλούνται στοιχεία για τον αιτούντα την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Η ενδιαφερόμενη είναι πολιτογραφημένη ομογενής, δηλαδή απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια από τον χρόνο πολιτογράφησής της (ημερομηνία ορκωμοσίας), η δε απόφαση πολιτογράφησής της, βασιζόμενη στο αλλοδαπό πιστοποιητικό γέννησής της την αναφέρει με τα συγκεκριμένα ονοματεπωνυμικά στοιχεία, ήτοι «…». Η μετέπειτα προσκόμιση από την αιτούσα της έκθεσης βάπτισής της με το όνομα … δεν επιφέρει καμία επίπτωση στην ελληνική έννομη τάξη και στην ήδη διαμορφωθείσα αστική της κατάσταση, καθόσον δεν είναι δυνατόν να γίνει τροποποίηση στην απόφαση πολιτογράφησης».

6. Επειδή, η ανωτέρω αιτιολογία απορρίψεως με την προσβαλλόμενη απόφαση του αιτήματος της αιτούσας περί διορθώσεως – συμπληρώσεως της αποφάσεως πολιτογραφήσεώς της ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα, με την προσθήκη στο καταχωρισθέν στην απόφαση αυτή όνομα «…» και του βαπτιστικού της ονόματος «…», δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, η εν λόγω είχε κατά νόμον τη δυνατότητα να ζητήσει την τροποποίηση της πράξεως πολιτογραφήσεώς της ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα, το δε αρμόδιο όργανο για τη πολιτογράφησή της ώφειλε, επιλαμβανόμενο του ανωτέρω υποβληθέντος αιτήματος, να εξετάσει αν συνέτρεχε περίπτωση εξελληνισμού του ονόματος που αναγράφεται στην απόφαση πολιτογραφήσεως υπό την ανωτέρω δοθείσα ευρεία έννοια αυτού. Κατά την άποψη όμως του Συμβούλου Δ.Κ., η ανωτέρω αιτιολογία είναι νόμιμη, διότι το αίτημα της αιτούσας περί αλλαγής του ονόματός της, χωρίς να τίθεται ζήτημα εξελληνισμού του, δια της τροποποιήσεως της αποφάσεως περί πολιτογραφήσεώς της, η οποία εκδόθηκε βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων που αναγράφονται στο πιστοποιητικό γεννήσεως της χώρας πρώτης ιθαγενείας της, δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δε διάταξη του άρθρου 142 παρ. 9α του ν. 4251/2014 αφορά τις αιτήσεις πολιτογράφησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος της και δεν καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, την ένδικη υπόθεση.

7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η απόφαση …της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Αθηνών του Υπουργείου Εσωτερικών. Ενόψει, όμως, της σπουδαιότητας του τιθέμενου ζητήματος, το Τμήμα, υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, στην επταμελή σύνθεση […]

Το έγκλημα της διευκόλυνσης εξόδου από τη χώρα είναι αυτοτελής πράξη που προσβάλλει την πολιτειακή εξουσία και όχι φύσει συμμετοχική πράξη, ώστε το άδικο της οποίας να εξαρτάται από τον άδικο χαρακτήρα της εξόδου. Αβάσιμη η αίτιαση της αναιρεσείουσας, ότι ενόψει του μη άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης της παράνομης εξόδου από τη χώρα, λόγω της ιδιότητας του αλλοδαπού ως αναγνωρισθέντος πολιτικού πρόσφυγα από την Ελληνική Δημοκρατία, δεν νοείται αξιόποινη πράξη διευκόλυνσης της παράνομης εξόδου του απο τη χώρα.

Στο άρθρο 29 παρ.5 εδ. α του Ν. 4251/2014, ορίζεται πως όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό έδαφος ή την έξοδό του από αυτό πολίτη τρίτης χώρας, χωρίς να υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 5, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Ως διευκόλυνση εξόδου αλλοδαπών προσώπων, η οποία καθιερώνεται ως αυτοτελές έγκλημα, νοείται η παρεχόμενη στα πρόσωπα αυτά, που δεν έχουν το προς τούτο δικαίωμα, βοήθεια προς διέλευσή τους χωρίς έλεγχο από την οριοθετική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος με ξένο κράτος, προς το οποίο πραγματοποιείται η έξοδος τους καθώς και η διευκόλυνση με οποιονδήποτε άλλον τρόπο της περαιτέρω, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, προώθησής τους από το ελληνικό σε ξένο έδαφος. Για την αντικειμενική θεμελίωση απαιτείται διευκόλυνση, υπό την ως άνω έννοια της εξόδου από το ελληνικό έδαφος προσώπων μη δικαιουμένων προς τούτο ή των οποίων απαγορεύεται η έξοδος. Προς στοιχειοθέτηση του ως άνω αδικήματος, απαιτείται συγκεκριμένη πράξη του δράστη που προορίζεται κατά φύση και σκοπό στην αποφυγή του ελέγχου του τρίτου προσώπου κατά τη διέλευση και μπορεί κατά αιτιώδη σύνδεσμο να επιφέρει αυτή ( ΑΠ 1847/2018, ΑΠ 1095/2018, ΑΠ 859/2016, ΑΠ 2035/2008). Περαιτέρω ο πρόσφυγας προστατεύεται διεθνώς από τη σύμβαση της Γενεύης του 1951 “περί του καθεστώτος των προσφύγων” και από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, με το οποίο τροποποιήθηκε η σύμβαση της Γενεύης. Σύμφωνα με το άρθρο 1Α παρ.2 της Σύμβασης της Γενεύης, πρόσφυγας θεωρείται κάθε φυσικό πρόσωπο α) που έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή κοινωνικών πεποιθήσεων, β) βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειας του ή της χώρας συνήθους διαμονής του, εφόσον πρόκειται για ανιθαγενή και γ) δεν δύναται ή, λόγω του φόβου του, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας αυτής. Η ιδιότητα του πρόσφυγα αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή που δεν επηρεάζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 1513/2007, ΑΠ 1498/1999). Το έγκλημα της διευκόλυνσης εξόδου από τη χώρα είναι αυτοτελής πράξη που προσβάλλει την πολιτειακή εξουσία και όχι φύσει συμμετοχική πράξη, ώστε το άδικο της οποίας να εξαρτάται από τον άδικο χαρακτήρα της εξόδου. Άλλωστε αυτοί που διευκολύνουν τελούν πράξεις με αυτοτελή απαξία, γι` αυτό το άδικο που θέτουν είναι αυτουργικό και όχι συμμετοχικό.

Ορθή και αιτολογημένη η καταδίκη της αναιρεσίουσας, η οποία ενεργώντας με πρόθεση και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα της, διευκολύνσεως της εξόδου από την χώρα του αλλοδαπού, υπηκόου …, … και …, χωρίς ο τελευταίος, ο οποίος έφερε μαζί του γνήσιο μεν ταξιδιωτικό έγγραφο …, το οποίο είχε εκδοθεί στο όνομα ….., να υποβληθεί στον από το άρθρο 5 του ν.4251/2014 επιβαλλόμενο έλεγχο, παρέσχε σ` αυτόν βοήθεια, με το να τον συνοδεύσει τόσο από το λιμάνι του.. προς τη νήσο …, όσο και από το λιμάνι … της νήσου … προς τον κρατικό Αερολιμένα …, καθώς και εντός του χώρου του τελευταίου, όπου παρείχε σε αυτόν κάθε δυνατή βοήθεια και κάλυψη από τις αρχές, έχοντας καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και διαβατήριο Αρχών …, το οποίο της παρείχε ελευθερία κινήσεων εντός του ευρωπαϊκού χώρου και εκμεταλλευόμενη το συνωστισμό των ατόμων που επικρατούσε στον ανωτέρω αερολιμένα, λόγω της ιδιαίτερα αυξημένης ταξιδιωτικής κίνησης, καθοδηγώντας τον αλλοδαπό στο χώρο έκδοσης των εισιτηρίων και ελέγχου ασφαλείας των χειραποσκευών, προκειμένου να μην κινήσει υποψίες και να μην εντοπισθεί το αμφιβόλου γνησιότητας ταξιδιωτικό έγγραφο που έφερε επάνω του και με σκοπό να εισέλθει στην αίθουσα αναχωρήσεων και να ταξιδέψουν μαζί προς τις . . Αβάσιμη η αίτιαση της αναιρεσείουσας, ότι ενόψει του μη άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης της παράνομης εξόδου από τη χώρα, λόγω της ιδιότητας του αλλοδαπού ως αναγνωρισθέντος πολιτικού πρόσφυγα από την Ελληνική Δημοκρατία, αφού αθωώθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής, δεν νοείται αξιόποινη πράξη διευκόλυνσης της παράνομης εξόδου του απο τη χώρα.

Παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους, είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση χορήγησης άδειας διαμονής. Δεν κωλύεται η Διοίκηση ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), εκ του γεγονότος ότι ειχε χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο κατά το παρελθόν άδεια διαμονής για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του ασύλου.

8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο εφέσεως προβάλλεται εσφαλμένη υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ερμηνεία της εννοίας των λόγων δημοσίας τάξεως. Δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται, δεν συνέτρεξε εδώ η νόμιμη [άρ. 6 περ. (γ) υποπερ. (i) του Κώδικα Μεταναστεύσεως] προϋπόθεση της ποινικής καταδίκης σε φυλάκιση ενός τουλάχιστον έτους, κατ’ ορθήν ερμηνεία του νόμου θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτό ότι χαμηλής απαξίας πλημμελήμματα ή πταίσματα, έστω και κατ’ επανάληψιν τελούμενα από τον αλλοδαπό, δεν μπορούν να στεγασθούν στην έννοια των λόγων δημοσίας τάξεως. Προβάλλεται δε συναφώς [σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε ήδη από την παράγραφο 2 του άρ. 12 ν. 3900/2010, και, περαιτέρω, επανελήφθη με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 ν. 4446/2016 (Α΄ 240)], ο βάσιμος ισχυρισμός ότι με τον λόγο εφέσεως αυτόν τίθεται συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ’ ουσίαν ο ίδιος αυτός λόγος εφέσεως, συνοδευόμενος από αντίστοιχο ισχυρισμό της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989, προβάλλεται ως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι αυτό απαγορεύει την απομάκρυνση αλλοδαπού για λόγους δημοσίας τάξεως, οι οποίοι συγκροτούνται από αδικήματα ήσσονος ποινικής απαξίας, τελεσθέντα από αυτόν, διότι κάτι τέτοιο θίγει υπέρμετρα την ιδιωτική ζωή αλλοδαπού που διαβιοί νομίμως στην χώρα. […]

12. Επειδή, κατά την έννοια της υποπεριπτώσεως (iii) του άρθρου 6 περίπτ. (γ) του ν. 4251/2014 («άλλοι λόγοι δημόσιας τάξης, οι οποίοι θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και αιτιολογημένα στη σχετική απόφαση») παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους [άρθρο 6 περίπτ. (γ) υποπεριπτ. (i)], είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση της αρμόδιας Αρχής να του χορηγήσει άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 1306, 1363/2013, 1969, 2873, 4151/2012). Υπό την αμέσως ανωτέρω έννοια η εν λόγω διάταξη του ν. 4251/2014 δεν αντίκειται προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, διότι αποδίδει στα αρμόδια εθνικά όργανα εξουσία η οποία κινείται μέσα στο περιθώριο εκτιμήσεως που αυτά διαθέτουν κατά την Σύμβαση σε ό,τι αφορά το -κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- επί μέρους κριτήριο της «φύσεως και την βαρύτητας της διαπραχθείσης παραβάσεως». Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως. […]

14. Επειδή, με τον έτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι ανεπιτρέπτως στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας του άρ. 19 του ν. 4251/2014 επανεξέτασε η Διοίκηση την συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως στο πρόσωπο της εκκαλούσας, διότι η αρνητική αυτή προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας διαμονής σε αλλοδαπό (και μάλιστα για τα αυτά, ἐν μέρει προϋφιστάμενα, πραγματικά περιστατικά, τα συγκροτούντα τους λόγους) είχε κριθεί ήδη σιωπηρώς, όταν της είχε χορηγηθεί με πράξη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίας Τάξεως άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, στις 24 Οκτωβρίου 2016, έχουσα ως νόμιμο έρεισμα το ως άνω άρθρο 22 του ν. 4375/2016, το οποίο κωλύει των επανεκτίμηση των αυτών περιστατικών στο πλαίσιο χορηγήσεως αδείας διαμονής του ν. 4251/2014.

15. Επειδή, ο αλλοδαπός που ζητεί άδεια διαμονής με βάση το άρ. 19 ν. 4251/2014, επιδιώκει την υπαγωγή του σε ένα καθεστώς με διαφορετικές προϋποθέσεις και συνέπειες από αυτές, υπό τις οποίες του είχε χορηγηθεί -με χαλαρώτερες, μάλιστα, προϋποθέσεις- το εντελώς εξαιρετικό καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 [για όσον χρόνο το τελευταίο αυτό ίσχυσε, έως την κατάργησή του, δηλαδή, από το άρ. 72 παρ. 10 ν. 4825/21 (Α΄ 157)]. Και τούτο διότι, αρκούσε κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως ουσιαστική προϋπόθεση η πενταετής καθυστέρηση στην οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματος για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο δε νομοθέτης παρείχε σαφή ένδειξη ότι ο έλεγχος των ζητημάτων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας κατ’ αρχήν θα επικεντρωνόταν σε ποινικά αδικήματα με έντονη απαξία. Δεν εκωλύετο, επομένως, η Διοίκηση, η οποία είχε χορηγήσει άδεια διαμονής σε αλλοδαπό για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά του για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), η οποία αναμένεται να τραπεί κατά τρόπο πάγιο σε άδεια παροχής εργασίας, υπηρεσιών ή έργου κ.λπ. Τούτο δε, κατόπιν νέας σταθμίσεως των ιδίων λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας ή και επιγενομένων, πολύ περισσότερο, όπως στην προκείμενη περίπτωση δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αφού η εκκαλούσα συνέχισε την παραβατική συμπεριφορά και μετά την χορήγηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, συνεκτιμωμένων και των λοιπών νομίμων κριτηρίων. Ο ερμηνευτικός αυτός χειρισμός δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής Διοικήσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα, διότι η αξιολόγηση των αυτών λόγων οι οποίοι ενδέχεται να καθιστούν ήδη τον αλλοδαπό απειλή για την δημόσια τάξη, γίνεται πλέον υπό το πρίσμα της (προβλεπτής) συνεχίσεως της διαμονής του με σκοπό την παροχή εργασίας, υπηρεσιών ή έργου, δηλαδή υπό καθεστώς με πάγιο χαρακτήρα, επι τη βάσει νέων πραγματικών δεδομένων, που συνίστανται στο ότι εξέλιπε πλέον ο εξαιρετικός λόγος ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ο οποίος εβάρυνε ως εκ της φύσεώς του κατά την στάθμιση που είχε διενεργήσει η Διοίκηση, υπάγοντας τον αλλοδαπό στο καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 και χορηγώντας του βάσει αυτής της υπαγωγής την προηγηθείσα άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 4/2021). Συνεπώς, και ο λόγος αυτός εφέσεως, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς και η έφεση στο σύνολό της.

Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους σας προσκαλούν σε δημόσια συζήτηση την Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2023 και ώρα 16.00, στο Ιωνικό Κέντρο Λυσίου 11Αθήνα – Πλάκα, 10556 , με θέμα:

«Η έννοια της «εργαλειοποίησης» στη διαχείριση της μετανάστευσης και παρεκκλίσεις από τους κανόνες και τα πρότυπα ασύλου: Ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου.»

Στην εκδήλωση θα συμμετέχουν διακεκριμένοι ομιλητές, δημόσιοι αξιωματούχοι, μέλη ανεξάρτητων αρχών, εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών, ακαδημαϊκοί και εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών.

Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα της εκδήλωσης και σχετικές πληροφορίες εδώ.

Για δηλώσεις συμμετοχής, παρακαλούμε επικοινωνήστε με την κα Μάνια Δρίβα στο 210 3800990 (εσωτερικό 101) ή στο gcr1@gcr.gr

Για όποιον επιθυμεί να συμμετέχει διαδικτυακά, παρακαλούμε εγγραφείτε εδώ

Δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του.

2. Επειδή, […] Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του εδ. α’, περ. γ’ και του εδ. β’ του άρθρου 6 του ν.4251/2014, το οποίο αφορά τις γενικές διατυπώσεις του δικαιώματος διαμονής των αλλοδαπών, προβλέπεται διακριτική ευχέρεια των οργάνων της Διοίκησης, να προβαίνουν σε απόρριψη αιτήματος χορηγήσεως ή ανανεώσεως αδείας διαμονής στην ημεδαπή, εφόσον διαπιστώσουν τη συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού, ήτοι εφόσον διαπιστώσουν ότι η παραμονή του στην ελληνική επικράτεια αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη (ΣτΕ 5002/2013, 991/2013). Μεταξύ των κριτηρίων, που σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, συνεκτιμώνται από τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους αυτής, είναι η έκδοση σε βάρος του αλλοδαπού τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς, όμως, η ύπαρξη τέτοιας απόφασης να οδηγεί αναγκαστικά και άνευ ετέρου στον χαρακτηρισμό του αλλοδαπού ως επικίνδυνου για την δημόσια τάξη. Περαιτέρω, άλλο κριτήριο, που θέτει ο νομοθέτης είναι η εγγραφή του αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, η οποία, επίσης, εφόσον συντρέχει, δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου προσώπου ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τα όργανα της Διοίκησης έχουν μεν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους περί της επικινδυνότητας του αλλοδαπού διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 374/2011, 655/2011, 2946/2010, 2414/2008), η δε κρίση τους πρέπει να εκφέρεται αιτιολογημένα, μετά από συνεκτίμηση, στην περίπτωση της ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης, της φύσης, της βαρύτητας, των συνθηκών διάπραξης του εγκλήματος, του ύψος της καταγνωσθείσας με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινής, στη δε περίπτωση της εγγραφής στον εθνικό κατάλογο, των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτήν σε συνδυασμό με κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο αναγόμενο στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του αλλοδαπού (πρβλ. ΣτΕ 340/2019, 1772/2016, 4869/2012, 655/2011, 3222/2005 κ.α.).

8. Επειδή, η ανάκληση της άδειας διαμονής του αιτούντος με την προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται στην εγγραφή του ίδιου στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. έως 5.9.2028, βάσει της […] απόφασης του αναπληρωτή αρμόδιου αξιωματικού της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, για λόγους δημόσιας τάξης, που προκύπτουν από την ανωτέρω απόφαση καθώς και από το […]έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής. Κατά την διατύπωση, εξάλλου, της σχετικής κρίσης, το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, που διαθέτει προς τούτο, έλαβε υπόψη τα στοιχεία, που είχαν διαβιβαστεί υπηρεσιακώς από την Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής και ειδικότερα, το γεγονός ότι σχηματίστηκαν δικογραφίες σε βάρος του αιτούντος, ιδίως για τα αδικήματα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και της κλοπής. Ωστόσο, στο […] έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ρητά αναφέρεται ότι δεν είναι γνωστή στην ως άνω υπηρεσία η έκβαση των οικείων ποινικών υποθέσεων, ενώ ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει η τυχόν έκδοση δικαστικών αποφάσεων για τις σχηματισθείσες δικογραφίες, το ύψος των τυχόν επιβληθεισών ποινών και τα πραγματικά περιστατικά των φερόμενων ως τελεσθέντων αδικημάτων, ιδίως εκείνου της κλοπής. Βάσει αυτών αλλά και όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και των οριζόμενων στο άρθρο 6 του ν. 4251/2014, από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, καθ’ ο μέρος αυτή έχει ως έρεισμα την σε βάρος του αιτούντος ύπαρξη της απόφασης επιστροφής και καταχώρησης στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του (έτη παραμονής στην Ελλάδα, οικογενειακή κατάσταση και νόμιμη ή μη διαμονή των μελών της οικογένειάς του στη χώρα, κατάσταση υγείας κ.ά.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρίσταται πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη και συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον οικείο λόγο, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης. Η ακύρωση δε της ένδικης απόφασης ως προς το παραπάνω κεφάλαιο στερεί, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.1 του ν. 3907/2011, το επιβληθέν σε βάρος του αιτούντος μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

Μη νομίμως απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη η προσφυγή του αιτούντος αλλοδαπου, καθόσον αυτός εύλογα ανέμενε ότι θα εκπροσωπηθεί ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών από την ορισθείσα με τη σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου προς παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σ’ αυτόν δικηγόρο, για το λόγο δε αυτό δεν προέβη ο ίδιος σε αποστολή της ως άνω βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών.  

10. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας ότι η νομική του εκπροσώπηση από την δικηγόρο στην οποία ανατέθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπησή του ήταν πλημμελής, με αποτέλεσμα να στερηθεί την ουσιαστική δωρεάν συνδρομή, στέρηση η οποία οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής του, ως προδήλως αβάσιμης, κατά παράβαση του δικαιώματος άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής (άρθρα 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ειδικότερα, ο αιτών υποστηρίζει ότι κατά την υποβολή του αιτήματός του για νομική συνδρομή στην Υπηρεσία Ασύλου, παρείχε εξουσιοδότηση, το περιεχόμενο της οποίας του υποδείχθηκε από την ίδια υπηρεσία, σε όποιον δικηγόρο από το Μητρώο δικηγόρων της εν λόγω υπηρεσίας αναλάμβανε την υπόθεσή του να παρίσταται και να τον εκπροσωπεί ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Προσφυγών και να προβαίνει εν γένει σε κάθε πρόσφορο μέτρο για την κατά το δυνατόν πλήρη και αποτελεσματική του εκπροσώπηση ενώπιον της Επιτροπής. Ισχυρίζεται δε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση των στοιχείων του δικηγόρου στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεσή του και ότι ουδέποτε επικοινώνησε μ’ αυτόν. Κατά το χρόνο συζήτησης δε της προσφυγής του ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών δικαιολογημένα υπέθεσε, δεδομένης και της προηγηθείσας εξουσιοδότησης προς τον ορισθέντα από την Υπηρεσία Ασύλου δικηγόρο, ότι ο τελευταίος θα φροντίσει για τη νόμιμη παράστασή του κατά ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Εξάλλου, σύμφωνα με τον αιτούντα, δεν απαιτούνταν  η αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον της Επιτροπής, καθόσον διέμενε σε Δομή Φιλοξενίας, αλλά αρκούσε είτε η εκπροσώπησή του από τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο του Μητρώου δικηγόρων της Υπηρεσίας Ασύλου είτε η αποστολή στην Αρχή Προσφυγών από τον δικηγόρο αυτό της βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του ο αιτών προσκομίζει την από 20-12-2021 βεβαίωση διαμονής του Διοικητή της Δομής …, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο αιτών διέμενε στην Δομή αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 22-4-2019 έως 20-12-2021. Ο λόγος αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Τούτο διότι στον αιτούντα χορηγήθηκε δωρεάν νομική συνδρομή κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, η οποία ιδρύθηκε προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της ως άνω οδηγίας 2013/32/ΕΕ «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το πρώτο εδάφιο του οποίου στοιχεί προς το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 689/2021, 1238/2017 Ολομ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 της ίδιας οδηγίας η νομική συνδρομή περιλαμβάνει τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και την εκπροσώπηση του αιτούντος ενώπιον της Αρχής ΠροσφυγώνΕξάλλου στην εξουσιοδότηση που είχε χορηγήσει ο αιτών προς τον δικηγόρο του μητρώου της Υπηρεσίας Ασύλου που η εν λόγω υπηρεσία θα ανέθετε την υπόθεσή του, το κείμενο της οποίας υποδείχθηκε στον αιτούντα από την ίδια, περιλαμβάνεται και η παροχή εξουσιοδότησης προκειμένου να παραστεί ο εν λόγω δικηγόρος ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών και να τον εκπροσωπήσει ενώπιον αυτής, προβαίνοντας σε κάθε ενέργεια προς τούτο. Στην προκειμένη, μάλιστα, περίπτωση ο αιτών, σύμφωνα με την προσκομισθείσα από τον ίδιο βεβαίωση, διέμενε σε Δομή Φιλοξενίας κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής του και συνεπώς, κατά το άρθρο  78 παρ. 3 του ν. 4636/2019 δεν είχε υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Ενόψει δε των ανωτέρω καθώς και του ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στον αιτούντα η απόφαση περί ανάθεσης της υπόθεσής του στη συγκεκριμένη δικηγόρο, ώστε να προκύπτει ότι πράγματι ο αιτών γνώριζε τα στοιχεία της και είχε δυνατότητα επικοινωνίας μαζί της, συνεκτιμώντας και το νεαρό της ηλικίας του πρέπει  να γίνει δεκτό ότι ο αιτών εύλογα ανέμενε ότι θα εκπροσωπηθεί ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών από την ορισθείσα με τη σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου προς παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σ’ αυτόν δικηγόρο, για το λόγο δε αυτό δεν προέβη ο ίδιος σε αποστολή της ως άνω βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Συνεπώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή Προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση μη νομίμως απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την προσφυγή του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 97 του ν. 4636/2019,  καθώς η μη αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος ή η μη αποστολή της βεβαίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 78, δεν οφείλονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε δική του υπαιτιότητα, με σκοπό μάλιστα την καθυστέρηση της απομάκρυνσής του από τη χώρα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.

Ακυρώνει την 117797/9-7-2021 απόφαση της 12ης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.

Αναπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια Επιτροπή, ώστε να εξεταστεί στην ουσία το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας του αιτούντος.

Η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν συνιστά «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο» που συγχωρεί σε ανήλικο αλλοδαπό κάτοχο άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, να παραμείνει εκτός Ελλάδος επί δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα, χωρίς να θίγεται από την απουσία αυτήν η ισχύς της αδείας του.

8. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, η κατά την παράγραφο 6 του άρ. 21 ν. 4251/2014 έννοια των «σπουδών» στο εξωτερικό, οι οποίες συγχωρούν σε αλλοδαπό, κάτοχο αδείας διαμονής, να παραμείνει εκτός Ελλάδος επί δωδεκάμηνο το πολύ συναπτό χρονικό διάστημα, χωρίς να θίγεται από την απουσία αυτήν η ισχύς της αδείας του, προϋποθέτει εκπαίδευση επόμενη χρονικώς και ανώτερη της εκεί παρεχομένης δευτεροβάθμιας (ή ανάλογης προς την δευτεροβάθμια). Τούτο ισχύει και όταν πρόκειται για ανηλίκους, κατόχους αδείας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, των οποίων η κοινωνική ένταξη αποτελεί ομολογημένο σκοπό του νομοθέτη (άρθρα 128-131) και για τους οποίους, άλλωστε, ο νόμος ρητώς προνοεί να έχουν ελεύθερη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα, προβλέποντας ανάλογο δικαίωμα και όταν αυτοί αποκτήσουν στην συνέχεια αυτοτελείς άδειες διαμονής. Γι’ αυτήν την κατηγορία ανηλίκων, μάλιστα, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό και την τελεολογία των πιο πάνω διατάξεων, η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια ή πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν μπορεί να συνιστά «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο». […]

11. Επειδή, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης επελήφθη σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε ο εφεσίβλητος. Με την εκκαλουμένη απόφασή του (74/2019) έκρινε εν πρώτοις ότι η απαρίθμηση των σοβαρών λόγων που δικαιολογούν την έως δωδεκάμηνο απουσία του αλλοδαπού από την Χώρα, είναι ενδεικτική κατά το γράμμα της διατάξεως του άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/14. Στην συνέχεια θεώρησε ως μη νόμιμη την έννοια που απέδωσε η Διοίκηση στον όρο «σπουδές» (ότι, δηλαδή, αυτές αφορούν «την παρακολούθηση προγράμματος … με σκοπό την απόκτηση πτυχίου και όχι τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση») και έκρινε περαιτέρω ότι ήταν δυνατόν ακόμα και παρακολούθηση μαθημάτων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στο εξωτερικό από κάτοχο αδείας διαμονής αυτής της κατηγορίας να συνιστά «σοβαρό λόγο» κατά την έννοια της διατάξεως. Κατόπιν αυτών και κατ’ αποδοχήν του σχετικού λόγου ακύρωσε την προσβληθείσα πράξη του Συντονιστή ως μη νομίμως αιτιολογημένη. […]

13. Επειδή, ο εκκαλών Υπουργός αμφισβητεί τις ερμηνευτικές αυτές κρίσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου και προβάλλει τον κατ’ άρ. 58 παρ. 1 εδ. β΄ επ. του κωδ. π. δ/τος 18/1989 ισχυρισμό ότι τίθεται με τον συναφή λόγο εφέσεως νομικό ζήτημα, το οποίο και προσδιορίζει, ήτοι αν κατά την έννοια του άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/14 η φοίτηση στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εξωτερικό συνιστά “σοβαρό λόγο” που να συγχωρεί την εκτός Ελλάδος και για διάστημα πέραν των έξη μηνών απουσία αλλοδαπού, κατόχου αδείας διαμονής. Προβάλλει επίσης ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

14. Επειδή, ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, διότι δι’ αυτού αναδεικνύεται το ζήτημα, αυτό ανάγεται πράγματι στην ερμηνεία του νόμου και δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επ’ αυτού. Ο σχετικός λόγος, εφέσεως, επομένως, προβάλλεται παραδεκτώς.

15. Επειδή, με βάση όσα έχουν εκτεθεί σε προηγουμένη σκέψη, στην έννοια των «σπουδών» στο εξωτερικό, η οποία ρητώς τυποποιείται από τον νόμο ως «σοβαρός λόγος», δικαιολογητικός της απουσίας αλλοδαπού, περιλαμβάνεται εκπαίδευση, επόμενη χρονικώς και ανώτερη της εκεί παρεχομένης δευτεροβάθμιας (ή ανάλογης προς την δευτεροβάθμια). Όπως, επίσης, έχει εκτεθεί ανωτέρω, η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν μπορεί να συνιστά ούτε και «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο» για ανηλίκους, κατόχους αδείας διαμονής για οικογενειακή επανένωση. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο λόγος εφέσεως, με τον οποίον ο Υπουργός παραπονείται ότι η κρίνοντας αντιθέτως η εκκαλουμένη, εσφαλμένα ερμήνευσε τον νόμο. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτός και να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμόν 74/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του δευτέρου λόγου εφέσεως.

Ο Μηχανισμός Καταγραφής αποσκοπεί στην παρακολούθηση, καταγραφή και ανάδειξη του φαινομένου των άτυπων αναγκαστικών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες, μέσω προσωπικών συνεντεύξεων με τα φερόμενα θύματα και μέσω της υιοθέτησης μιας κοινής, διαφανούς και επιστημονικής μεθοδολογίας στις καταγραφές. 

Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), που είναι ο Εθνικός Θεσμός για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Ελλάδα και το ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε θέματα προώθησης και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, παρουσίασε σε Συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 24 Ιανουαρίου στις 11.30 π.μ. στα γραφεία της ΕΕΔΑ  τον Μηχανισμό Καταγραφής Περιστατικών Άτυπων Αναγκαστικών Επιστροφών. Στη Συνέντευξη παρουσιάστηκε ο τρόπος λειτουργίας και η μεθοδολογία του Μηχανισμού Καταγραφής, καθώς και στοιχεία από την πρώτη Ενδιάμεση Έκθεσή του.

Η δημιουργία του Μηχανισμού Καταγραφής αποτέλεσε απόφαση της Ολομέλειας της ΕΕΔΑ τον Σεπτέμβριο του 2021 με σκοπό την έμπρακτη ανταπόκριση του Εθνικού Θεσμού Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δύο βασικές διαπιστώσεις: α) της απουσίας ενός επίσημου και αποτελεσματικού συστήματος καταγραφής των καταγγελλόμενων περιστατικών άτυπων αναγκαστικών επιστροφών, και β) της ανάγκης διασύνδεσης των φορέων, οι οποίοι καταγράφουν με δική τους πρωτοβουλία τα περιστατικά που φέρεται να συντελούνται σε βάρος προσώπων, τα οποία προσέρχονται στις υπηρεσίες τους.

Στον Μηχανισμό Καταγραφής συμμετέχουν οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών που δραστηριοποιούνται στο πεδίο και προσφέρουν δωρεάν νομικές, ιατρικές, ψυχοκοινωνικές ή άλλες υπηρεσίες σε πολίτες τρίτων χωρών. Στον Μηχανισμό Καταγραφής συμμετέχει ως συνεργαζόμενος φορέας, στo πλαίσιo της εντολής του, το Γραφείο Ελλάδος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (ΥΑ/ΟΗΕ), προσφέροντας στον Μηχανισμό Καταγραφής τεχνική υποστήριξη.

Ο Μηχανισμός Καταγραφής αποσκοπεί στην παρακολούθηση, καταγραφή και ανάδειξη του φαινομένου των άτυπων αναγκαστικών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες, μέσω προσωπικών συνεντεύξεων με τα φερόμενα θύματα και μέσω της υιοθέτησης μιας κοινής, διαφανούς και επιστημονικής μεθοδολογίας στις καταγραφές. Επιδιώκει την προώθηση και εμπέδωση του σεβασμού της αρχής της μη-επαναπροώθησης και τη διασφάλιση των εγγυήσεων και των νόμιμων διαδικασιών. Στόχο του Μηχανισμού Καταγραφής αποτελεί η ενίσχυση της λογοδοσίας για τις δηλούμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρεται ότι συντελούνται κατά τη διάρκεια εξέλιξης περιστατικών άτυπων αναγκαστικών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες.

Ο Μηχανισμός Καταγραφής έχει καταγράψει μέχρι σήμερα 50 περιστατικά άτυπων αναγκαστικών επιστροφών που, κατά τους ισχυρισμούς των φερόμενων θυμάτων, συνέβησαν από τον Απρίλιο του 2020 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2022. Τα 50 αυτά φερόμενα περιστατικά άτυπων αναγκαστικών επιστροφών υποστηρίζονται από 58 ατομικές μαρτυρίες που καταγράφηκαν μέσω προσωπικών συνεντεύξεων απευθείας με τα φερόμενα θύματα. Ο Μηχανισμός Καταγραφής θα παρουσιάσει αναλυτικά ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία των περιστατικών που κατέγραψε στην ετήσια πλήρη έκθεσή του που θα δημοσιευθεί αργότερα εντός του έτους.

Στο Βέλγιο σήμερα δύο ασυνόδευτα ανήλικα, ένα νεαρό αγόρι και μια έφηβη που ταξίδεψαν ολομόναχα από την Αφρική μέχρι το Βέλγιο, βάζουν την ανεκτίμητη φιλία τους πάνω από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας τους.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών 2022 στις 24 Μαΐου 2022, όπου διαγωνίστηκε για τον Χρυσό Φοίνικα και κέρδισε το ειδικό βραβείο 75ης επετείου του φεστιβάλ.

Το Τόρι και Λοκία προκειται να προβληθεί απο τις 9 Φεβρουαρίου στο Δαναό.

Οι ένδικες απορρίψεις των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών διαμονής ως μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας, ερείδονται αποκλειστικώς στη διαπίστωση της υπέβασης των ανωτάτων ορίων απουσίας τους απο τη χώρα, δίχως η Διοίκηση να συνεκτιμήσει τη σταθερότητα των οικογενειακών τους δεσμών στην Ελλάδα, ή να εκφέρει εξατομικευμένη κρίση εάν η απουσία τους επέφερε διάρρηξη των δεσμών τους με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν νομίμως στην ελληνική επικράτεια.

8. Επειδή, […] η Διοίκηση, κατά την εξέταση αιτημάτων ανανέωσης ή επανέκδοσης αδειών διαμονής, που προβλέπονται στα άρθρα 69 επ. του ν.4251/2014 για οικογενειακή επανένωση, οφείλει, σε περίπτωση που διαπιστώνεται απουσία του ενδιαφερόμενου πολίτη τρίτης χώρας από την Ελλάδα, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων, που προβλέπονται στην παρ.6 του άρθρου 21 του ν.4251/2014, να συνεκτιμά τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών αυτού, τη διάρκεια διαμονής του στην ελληνική επικράτεια, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, να εκφέρει δε κρίση, περί του εάν η απουσία του από την ελληνική επικράτεια, καθ’ υπέρβαση των τιθέμενων χρονικών ορίων, συνεπάγεται διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών του με τα μέλη της οικογένειάς του, που διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα. Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση με τα υπ’αρ.πρωτ. …/21-11-2019 έγγραφά της ζήτησε από τους αιτούντες, όπως προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία διαμονής των τέκνων του στη Χώρα, αυτοί δε με τις συμπληρωματικές αιτήσεις τους προσκόμισαν τα ως άνω πιστοποιητικά. Οι ένδικες δε απορρίψεις των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών διαμονής των …, ως μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας, ερείδονται αποκλειστικώς στη διαπίστωση της Διοίκησης ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις λόγω ελλείψεων βάσει νόμου. Ωστόσο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν αιτιολογούνται νομίμως, καθόσον η απουσία των ανωτέρω από την Ελλάδα, όπως αυτή προκύπτει από τα υπ’αρ.πρωτ. … /4-7-2019 έγγραφα παροχής πληροφοριών αφιξαναχωρήσεων, τα οποία νομίμως συμπληρώνουν την αιτιολογία τους, ναι μεν υπερέβαινε το χρονικό όριο των έξι μηνών ανά έτος, πλήν όμως, δεν δύναται από μόνη της να αποτελέσει λόγο μη ανανέωσης των αδειών διαμονής, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά. Και τούτο, διότι ούτε από τις ίδιες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά την απόρριψη του επίδικου αιτήματος, η Διοίκηση, όπως όφειλε να πράξει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 παρ.6 σε συνδυασμό με το άρθρο 74 παρ.1 και 4 του ν.4251/2014, αφενός έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το χαρακτήρα και την σταθερότητα των οικογενειακών τους δεσμών, τη διαμονή στο ελληνικό έδαφος έτερων μελών της οικογένειας, την ύπαρξη ή μη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής τους, αφετέρου εξέφερε εξατομικευμένη κρίση [βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, μεταξύ των οποίων ο χρόνος διαμονής των ιδίων και των υπολοίπων μελών της οικογένειάς τους στη Χώρα, η φοίτησή τους σε ελληνικά σχολεία, ο λόγος απουσίας τους], περί του εάν η, κατά τα ανωτέρω, απουσία τους από την Ελλάδα, επέφερε διάρρηξη των δεσμών τους με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν νομίμως στην ελληνική επικράτεια. Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βάσιμα, πρέπει, κατά παραδοχή της κρινόμενης αίτησης, η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.