τελευταια νεα
Author

Stathis Poularakis

Browsing

Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων ειναι ειδικότερες εκεινων των αποφάσεων που εισάγουν προσθετες προυποθέσεις για την είσοδο των δικηγορων σε δομές υποδοχής αιτούντων άσυλο. Συνεπώς, οι δικηγόροι δικαιούνται υα εισέρχονται ελεύθερα στα ως άνω κέντρα με την επίδειξη της δικηγορικής τους ταυτότητας, χωρίς καρτέλα σήμανσης και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του Διοικητή.

Σε απάντηση του υπ αριθ. πρωτ. …/22-11-2022 αιτήματός σας εκθέτουμε τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το όρθρο 34 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) «Η είσοδος στα Υπουργεία και στα δημόσια καταστήματα επιτρέπεται ελεύθερα στους δικηγόρους με επίδειξη της επαγγελματικής τούς ταυτότητας, κάθε εργάσιμη ημέρα και ώρα χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό».

Σύμφωνα επίσης με την Εγκύκλιο ΔΙΔΔΑ/ΤΔΙ/Φ.15/29103/14.9.2018 του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης για την παροχή πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο αρκεί και η νόμιμη προφορική εντολή, που ταυ παρέχεται κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) και ως εκ τούτου οι δικηγόροι δεν θεωρούνται τρίτα πρόσωπα σε σχέση με τον εντολέα τους. Εάν δε ο ενδιαφερόμενος έχει υποβάλει αίτημα και προσέρχεται ο δικηγόρος να παραλάβει τη διοικητική πράξη, αρκεί υα δηλώσει επί τόπου την πληρεξουσιότητά ταυ, το ονοματεπώνυμό του, τη διεύθυνση και τον αριθμό Μητρώου του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει. Αντίστοιχα έχουν ορίσει η προηγούμενη Εγκύκλιος ΔΙΣΠΟ/Φ.181οικ.11853/6.5.2009 του Υπουργού Εσωτερικών και η υπ’ αριθ. 28/2018 Εγκύκλιος του ΕΦΚΑ.

Εάν υποστηριχθεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 23 και 27 της ΚΥΑ 1/7433 ΦΕΚ Β 2219/2019, 14 της ΑΠ 23/13532 ΦΕΚ Β 5272/2020 και 5 της ΑΠ 25.0/118832 ΦΕΚ Β 3191/2021 είναι ειδικότερες από τις ανωτέρω Εγκυκλίους και από τον Κώδικα Δικηγόρων, επειδή αφορούν τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών τις Κινητές Μονάδες Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τις Δομές Προσωρινής Υποδοχής και Προσωρινής Φιλοξενίας πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών, που λειτουργούν με μέριμνα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τις Κλειστές Ελεγχόμενες Δομές Νήσων και τη νομική εκπροσώπηση των προσώπων που διαμένουν/φιλοξενούνται σε αυτές, η άποψη δεν είναι ορθή, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 166 παρ. 1 τον Κώδικα Δικηγόρων, αι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης, που αφορά στους δικηγόρους.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ, 2 και 166 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), σε συνδυασμό και με τις θεμελιώσεις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, κατά το οποίο «Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός» και 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης», οι διατάξεις των άρθρων 23 και 27 της ΚΥΑ 1/7433 ΦΕΚ Β 2219/2019, 14 της ΑΠ 23/13532 ΦΕΚ Β 5272Ι2020 και 5 της ΑΠ 25.0/118832 ΦΕΚ Β 3191/2021 δεν τυγχάνουν εφαρμογής ως εισάγουσες ανεπίτρεπτους περιορισμούς στη νομική εκπροσώπηση των πολιτών τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και ως απάδουσες στην αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, που προβλέπεται στο άρθρο 34 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δικηγόροι δικαιούνται να εισέρχονται ελεύθερα στα ως άνω κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης, στις δομές προσωρινής υποδοχής και φιλοξενίας που λειτουργούν με μέριμνα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, στις κλειστές ελεγχόμενες δομές νήσων Κέντρα Υποδοχής με την επίδειξη της δικηγορικής τους ταυτότητας, χωρίς καρτέλα σήμανσης και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του Διοικητή.

Αναφορικά με την παροχή πληρεξουσιότητας από τους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς προς τους δικηγόρους επισημαίνεται ότι κατά κανόνα η παροχή πληρεξουσιότητας είναι άτυπη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τα άρθρα 216 και 217 παρ. 1 ΑΚ, εκτός αν αφορά δικαιοπραξία, για την οποία αξιώνει ο νόμος την τήρηση τύπου επί ποινή ακυρότητας (ΕφΠαρ 22/2015 ΝοΒ 63/2015, 1031=Αρμ 69/2015, 1423), περίπτωση, που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Αλλά και για την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 217 ΑΚ υποστηρίζεται ορθά ότι επιβάλλεται τελολογική συστολή του κανόνα, ώστε να μην υπερακοντίζεται ο προστατευτικός σκοπός του, όταν ο τύπος της κύριας δικαιοπραξίας επιβάλλεται προς εξυπηρέτηση σκοπών καθαρά διοικητικών ή δημοσιονομικών (Δεληγιάννης, Η πληρεξουσιότης, 1954, σ. 126, 129, 130, Δωρής, Οι δι’ αντιπροσώπου συναλλαγές στο ιδιωτικό δίκαιο. 2021, σ. 230). Η επιβολή ειδικών τύπων παροχής πληρεξουσιότητας στους δικηγόρους σε αναλογία με τις λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, που επιβάλλονται τους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς προφανώς δεν εξυπηρετεί τη νομική τους προστασία, αλλά διοικητικούς σκοπούς.

Η προβολή εξάλλου προσκομμάτων εκ μέρους της Διοίκησης στους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς αναφορικά με την εκπροσώπησή τους ενώπιον των αρμόδιων αρχών από δικηγόρο συνιστά παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 2 Σ (Τσιγαρίδας, σε Γώγου/Κωνσταντίνου, Κώδικας Δικηγόρων, άρθρ. 36 αριθ. 3), επειδή σημαίνει αυτόματα και στέρηση του δικαιώματος για αποτελεσματική ακρόαση (Λαζαράτος, Το δικαίωμα παράστασης με δικηγόρο στη διοικητική διαδικασία, Δ 1992,  67), ενώ θα στερούσε και τη διοίκηση από του να διαφωτισθεί σχετικά με τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης από δικηγόρο με την τεκμηριωμένη επιστημονική του κατάρτιση (Λαζαράτος, Αντισυνταγματικότητα νομοθετικής διατάξεως με την οποία απαγορεύεται η παράσταση δικηγόρου στη διοικητική διαδικασία, Δ 1994, 511).

Προκειμένου, επομένως, να ασκηθεί αποτελεσματικά από τους πολίτες τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς το δικαίωμα ακρόασής τους από τη διοίκηση, απαιτείται να επιτρέπεται η ελεύθερη πρόσβαση των δικηγόρων στα Κέντρα Υποδοχής, ακόμα και χωρίς έγγραφη πληρεξουσιότητα κατά την πρώτη επαφή μαζί τους, ώστε να τούς δοθεί η δυνατότητα να παράσχουν την έγγραφη πληρεξουσιότητα και στη συνέχεια οι δικηγόροι να ασκήσουν τα τα απαιτούμενα καθήκοντά τους για την εκπροσώπηση του κάθε εντολέα τους.

Το Σεμινάριο αποσκοπεί στην παρουσίαση και αποσαφήνιση των πρόσφατων εξελίξεων στη νομοθεσία και τη νομολογία, τόσο στο πεδίο της γνώσης από συμπληρωματικούς κλάδους όσο και σ’ εκείνο του επίκαιρου χειρισμού των ζητημάτων που συνδέονται με την ιδιότητα του πρόσφυγα.

Οι αυξανόμενοι προσφυγικοί πληθυσμοί και οι διαρκείς νομοθετικές αλλαγές στο δίκαιο του ασύλου συνεχίζουν να δημιουργούν ζητήματα συστηματοποίησης της πρακτικής στον κλάδο αυτό του δικαίου, ο οποίος πλέον διαπλέκεται όλο και περισσότερο με άλλους δικαϊκούς κλάδους.

Στα ζητήματα καθορισμού του καθεστώτος πρόσφυγα και επικουρικής προστασίας (international protection status determination) προστίθενται πλέον οι ρυθμίσεις για την ένταξη και τα δικαιώματα των αναγνωρισμένων, οι διατάξεις για τους ανηλίκους και εξαιρετικές μορφές προστασίας, όπως η απονεμόμενη στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ουκρανία.

Το Σεμινάριο αποσκοπεί στην παρουσίαση και αποσαφήνιση των πρόσφατων εξελίξεων στη νομοθεσία και τη νομολογία, τόσο στο πεδίο της γνώσης από συμπληρωματικούς κλάδους όσο και σ’ εκείνο του επίκαιρου χειρισμού των ζητημάτων που συνδέονται με την ιδιότητα του πρόσφυγα. Θα δοθεί έμφαση στις αλλαγές που επέφερε ο νέος Κώδικας, καθώς και στη νεότερη νομολογία των διοικητικών και δικαστικών οργάνων.

Η ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων παρουσιάζει την ψηφιακή έκδοση «Διεθνής Προστασία – Κωδικοποιημένη Νομοθεσία 2023». Η συλλογή περιλαμβάνει τη σχετική νομοθεσία, όπως αυτή ισχύει μέχρι και την 18η Ιανουαρίου 2023.

Το έργο αυτό υλοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος συνηγορίας για ασυνόδευτα παιδιά με τον τίτλο «Improving Living Conditions for Unaccompanied Minors and Defending their Fundamental Rights»

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, το βελτιστο συμφέρον του τέκνου του αντιμετωπίζει σοβαρό προβλημα υγείας το προβλημα υγείας που απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, το Δικαστήριο κρίνει συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..

4. Επειδή, όπως γίνεται νομολογιακά δεκτό, το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. ναι μεν δεν επιβάλλει συγκεκριμένες διαδικαστικές υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα κράτη, ωστόσο προϋποθέτει και στην περίπτωση χορήγησης άδειας διαμονής σε αλλοδαπούς μία δίκαιη διαδικασία, η οποία διασφαλίζει το δέοντα σεβασμό στις απορρέουσες από το άρθρο 8 εγγυήσεις [βλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 27ης-09-2011 Alim κατά Ρωσίας, αριθμ. 39417/2007, σκ. 91 έως 98]. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν εγγυάται στους αλλοδαπούς ένα γενικό δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε συγκεκριμένο κράτος [πρβλ. τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 2700/2010, σκ. 53, της 16ης-12-2014, Liou κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 42086/2005, σκ. 50, της 22ης-07-2004, Radovanovic κατά Αυστρίας, αριθμ. προσφυγής 42703/1998, σκ. 30 και 31], ούτε αμφισβητεί την κυριαρχική εξουσία του κράτους να ελέγχει την είσοδο και διαμονή των πολιτών τρίτων χωρών στο έδαφός του (υπό την επιφύλαξη, ασφαλώς, των εγγυήσεων που με τη διάταξη αυτή τίθενται για την προστασία της οικογενειακής ή και ιδιωτικής ζωής), ούτε επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη τη γενική υποχρέωση να σέβονται την επιλογή των οικογενειών να εγκατασταθούν σε συγκεκριμένο κράτος ή να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των αλλοδαπών μελών της οικογένειάς τους στο έδαφός τους (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 03ης-10-2014, Jeunesse κατά Ολλανδίας, σκ. 103, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθμ. 26940/2010, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθμ. 55597/2009, σκ. 70, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθμ. 265/2007, σκ. 57, της 31ης-01-2006, Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθμ. 50435/99, σκ. 39). Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει σ’ ένα συμβαλλόμενο κράτος τη γενική υποχρέωση να αποδεχθεί την εγκατάσταση πολιτών τρίτων χωρών στην επικράτειά του ανεξαρτήτως της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για τη διαμονή τους στο έδαφός του, τις οποίες κυριαρχικώς προσδιορίζει ο εθνικός νομοθέτης, επιδιώκοντας θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τον έλεγχο διαμονής στην επικράτεια πολιτών τρίτων χωρών (βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 28ης-05-1985 Abdulaziz, Cabales, Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 68), ούτε ότι κατοχυρώνει δικαίωμα επιλογής της χώρας εγκατάστασης της οικογενειακής ζωής ή δικαίωμα διαμονής αλλοδαπού σε συγκεκριμένη χώρα [βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. (Ευρεία Σύνθεση) της 15ης-01-2007 Sisojeva κ.ά. κατά Λετονίας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 60654/00, της 26ης-06-2012 Kurić κ.ά. κατά Σλοβενίας, σκ. 328, αριθ. προσφυγής 26828/06, της 21ης-06-2016, Ramadan κατά Μάλτας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 76136/12, της 26ης-06-2014, Gablishvili κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 39428/2012, σκ.53, της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 2700/2010, της 18ης-10-2006, Uner κατά Ολλανδίας, σκέψη 54, πρβλ. ΣτΕ 991/2018, 1803/2016, 715/2015]. Όπως, άλλωστε, δέχεται παγίως το Ε.Δ.Δ.Α., μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις η απομάκρυνση, συνεπεία έκδοσης απόφασης επιστροφής, από το έδαφος ενός κράτους αλλοδαπού, που έχει εισέλθει ή διαμένει παράνομα σε αυτό, μπορεί να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., οι εγγυήσεις του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν συνεπάγονται και την άνευ ετέρου χορήγηση άδειας διαμονής συγκεκριμένου τύπου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 990/2013, 1881/2012, πρβλ. τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμός προσφυγής 2700/2010, της 10ης-03-2011, Ολομέλεια, Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Ην. Βασιλείου, αριθμοί προσφυγών 9214/1980, 9473/1981, 9474/1981, της 28ης-05- 1985, σκ. 68, ευρείας σύνθεσης, Syssoeva κλπ. κ. Λεττονίας, αριθ. προσφυγής 60654/2000, της 15ης-01-2007, σκ. 91, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 55597/2009, της 28ης-06-2011, σκ. 70, Rodrigues da Silva and Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 50435/1999, της 31ης-01-2006, σκ. 39, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 26940/10, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 265/07, σκ. 57 και αποφάσεις του ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού, της 14ης-04-2009, Narenji Haghighi κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 38165/07 και της 22ης-06-1999, Ajayi and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 27663/95]. Ακόμη, ως προς την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών, έχει μεν κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 28ης-04-2011, Hassen El Dridi, C-61/2011 σκ. 35, της 06ης-12-2011, Alexandre Achughbabian, C-329/2011, σκ. 30-31 και της 11ης-12-2014, Khaled Boudjlida, C-249/2013, σκ. 45-46), υπό το φως του σκοπού της ως άνω Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που συνίσταται στην αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους, ότι, άπαξ και διαπιστωθεί το παράνομο της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2008/115 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 5 της Οδηγίας αυτής, να εκδίδουν απόφαση επιστροφής (βλ. ήδη άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, κατά ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη στη διάταξη του άρθρου 20 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3907/2011, που αποτελεί μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, και υπό το πρίσμα και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι, καταρχήν, ακουστοί λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της οικογενειακής ή και της ιδιωτικής ζωής, οι ίδιοι, δε, λόγοι είναι ακουστοί και στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4/2021, 715/2015). Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, όταν οδηγείται σε λήψη του μέτρου της επιστροφής σε βάρος αλλοδαπού, πολλώ δε μάλλον στην απαγόρευση εισόδου του στο έδαφος του κράτους αυτού, που επισύρει και την εγγραφή του στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ως ανεπιθύμητου στο έδαφος Σένγκεν, πρέπει να εξετάσει το φάκελο κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση με πλήρη γνώση της κατάστασης, αφού, δηλαδή, λάβει υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που τον αφορούν και να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή δεόντως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που πρέπει να υπερβαίνουν το απλό γεγονός της παράνομης παραμονής (πρβλ. ΔΕΕ, C-166/13, Mukarubega, ΔΕΕ, C-249/13, Khaled Boudjlida, σκ. 59, βλ. και 6η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ). […]

7. Επειδή, η κατ’ αρχήν παράνομη παραμονή του αιτούντος στη Χώρα δικαιολογεί, εξ αντικειμένου, την έκδοση απόφασης επιστροφής, υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 3907/2011. Ωστόσο, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν: α] τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, που απορρέει από τη γέννηση των δύο τέκνων του, τη μακρόχρονη και νόμιμη παραμονή αυτών και της συζύγου του στην Ελλάδα, κατόπιν εκδόσεως αδειών διαμονής και τη φοίτηση των τέκνων του σε ελληνικά σχολεία και ήδη σε ανώτατο επίπεδο, β] την ανηλικότητα του υιού σε συνδυασμό με το σοβαρό πρόβλημα υγείας που παρουσιάζει (αιμορροφιλία τύπου Β, επιληψία στο πλαίσιο εγκεφαλικής δυσπλασίας, εμφύτευση υποδόριου καθετήρα), το βέλτιστο συμφέρον του οποίου απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, γ] την εκπλήρωση των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών υποχρεώσεων της συζύγου του και την αγορά κύριας κατοικίας και δ] τη φύση και τη βαρύτητα του τελεσθέντος αδικήματος (κατοχή και χρήση πλαστού, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος), σε συνδυασμό με τις συνθήκες τέλεσης αυτού, την επιβληθείσα συνολική ποινή (40 ημέρες φυλάκισης) και τον μεμονωμένο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς του αιτούντος, που δεν καταδεικνύουν  επικινδυνότητα αυτού για το κοινωνικό σύνολο κ ρ ί ν ε ι ότι συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Με τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν ως πλημμελώς αιτιολογημένες, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου ακύρωσης, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης. Όσον αφορά δε, την δεύτερη προσβαλλόμενη, υπ’ πρωτ. …/26.1.2017 απόφαση του Γενικού Περιφερειακού Αστυνομικού Διευθυντή Ηπείρου, η υπόθεση θα πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση της περί της επιστροφής του αιτούντος, αφού λάβει υπ’ όψιν της το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που αφορούν την οικογενειακή και προσωπική κατάσταση αυτού, καθώς και την κατάσταση της υγείας του τέκνου του, τα στοιχεία που τυχόν αναζητηθούν προς τον σκοπό αυτό από την Διοίκηση, καθώς και τις εξηγήσεις του αιτούντος που τυχόν παρασχεθούν σε σχέση με τα ανωτέρω.

[…] Δέχεται την αίτηση ακύρωσης

Δεδομένου ότι, η δικαστική απέλαση είχε ήδη καταργηθεί κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, και είχε συνεπώς εκλείψει το μόνο αιτιολογικό έρεισμα της εγγραφής του αιτούντος στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., η Διοίκηση όφειλε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα περί διαγραφής του. Οίκοθεν νοείται, ότι σε περίπτωση που η Διοίκηση εκτιμά την ύπαρξη λόγων δημόσιας τάξης που εξακολουθούν να κωλύουν την είσοδο του αιτούντος στην Ελλάδα, δύναται αυτεπαγγέλτως να επανεγγράψει τον αιτούντα, με έκδοση νεότερης διοικητικής πράξης, στον Ε.Κ.ΑΝ.Α.

7. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και στερείται νόμιμης αιτιολογίας, διότι στηρίζεται στο γεγονός ότι με την 1125/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο ίδιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δεκατριών ετών (και σε χρηματική ποινή 15.000 ευρώ) και διατάχθηκε η ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής του, πλην όμως η δικαστική απέλαση καταργήθηκε με τη θέσπιση, από 1.7.2019, του νέου Ποινικού Κώδικα με τον ν. 4619/2019 και την κατάργηση του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και, ως εκ τούτου, το προαναφερόμενο μέτρο δεν δύναται πλέον να εκτελεστεί στην περίπτωσή του. Εξάλλου, ο αιτών προβάλλει ότι ο ίδιος δεν αποτελεί πλέον ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη, καθόσον η ως άνω καταδίκη του αφορά σε αδικήματα που τελέσθηκαν τα έτη 2007 – 2008. Επιπρόσθετα, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 21 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. (προστασία της οικογένειας και της οικογενειακής ζωής), του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας), του άρθρου 20 του ν. 3907/2011 (προστασία οικογενειακής ζωής και βέλτιστο συμφέρον παιδιού σε περίπτωση επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών), του άρθρου 21 του π.δ. 106/2007 (περιορισμοί εισόδου και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης σε μέλη οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και, σε κάθε περίπτωση, ότι συντρέχουν οι κατ’ άρθρο 3 της Κ.Υ.Α. 4000/4/32-λα΄/2012 ανθρωπιστικοί λόγοι για τη διαγραφή του από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α., καθώς ο ίδιος είναι ήδη σύζυγος Ελληνίδας πολίτη και πατέρας δύο ημεδαπών ανηλίκων τέκνων, συνεκτιμωμένου μάλιστα ότι έχουν ήδη παρέλθει (κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης) τα επτά από τα δέκα πλέον έτη ισχύος της (αρχικώς ισόβιας) εγγραφής του στον εν λόγω Κατάλογο. Σχετικώς ο αιτών επικαλείται την με αριθμό 2/2.2.2021 Γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απευθυνόμενη στη Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, επί ερωτήματος σχετικά με την εκτέλεση των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων που διατάσσουν απέλαση αλλοδαπού και εκδόθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «… Με την κατάργηση του άρθρου 74 [του προϊσχύσαντος Π.Κ.] καταργήθηκαν, εκτός από την δικαστική απέλαση, το επιβαλλόμενο ταυτόχρονα, από το ίδιο δικαστήριο, μέτρο της απαγόρευσης επανεισόδου του αλλοδαπού στη χώρα, αλλά και οι συναφείς με τα συγκεκριμένα μέτρα διαδικασίες εκτέλεσης, μη υφισταμένης πλέον δικαιοδοσίας τόσο του αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών να προέλθει σε εξέταση αιτήματος απελαθέντος αλλοδαπού που διώκει να επιτραπεί η επιστροφή του στη χώρα, όσο και του αρμόδιου εισαγγελέα να αναστέλλει τη διαταχθείσα δικαστική απέλαση μέχρι αυτή να καταστεί εφικτή. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, ο οποίος ίσχυσε από την τέλεση της πράξης έως τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες, στη συγκεκριμένη (in concreto) περίπτωση, προϋποθέσεις, επάγεται την ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εξ αυτού δε προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη, ακόμη και μεταξύ περισσοτέρων του ενός νόμων, και όχι ο επιεικέστερος νόμος ως ενιαίο «όλον» [ΟλΑΠ 1/2020 Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την κύρωση του νέου Ποινικού Κώδικα]. Από τις προειρημένες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η δικαστική απέλαση, η οποία είχε επιβληθεί από το δικαστήριο, είτε ως μέτρο ασφάλειας είτε ως παρεπόμενη ποινή, και ακολούθως, πριν αυτή εκτελεστεί, καταργήθηκε ρητά δια νόμου η πρόβλεψή της, δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί. Κι αυτό, ανεξάρτητα από την εκτελεστότητα της επιβληθείσας, για την ίδια πράξη, κύριας και δη στερητικής της ελευθερίας ποινής ή ακόμη και τον, προγενέστερο της εν λόγω νομοθετικής μεταβολής, χρόνο έκδοσης της σχετικής αποφάσεως, παραδοχή σύστοιχη της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 3 εδ. γ’ ΔΣΠΑΠΔ (Διεθνές Σύμφωνο για την Προστασία των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων ν. 2462/1997), κατά την οποία, εάν μετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν, ενώ ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνακόλουθα των προηγούμενων αναπτύξεων, δεν επάγεται αποτελέσματα και η απόφαση του δικαστηρίου που επέβαλε, εκτός από την απέλαση, και την απαγόρευση επανεισόδου του αλλοδαπού στη χώρα και ως εκ τούτου, αναφορικά με την επιστροφή (οικειοθελώς ή αναγκαστικά) αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής ή διέλευσής του και την συνοδεύουσα αυτήν απαγόρευση εισόδου του στην ελληνική επικράτεια, εφαρμοστέες παρίστανται, αποκλειστικά και μόνον, οι διατάξεις του ν. 3907/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις της υπ’ αριθμ. 4000/4/32-λα΄-/5-10-2012 ισχύουσας Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που προνοούν για την έκδοση σχετικών, διοικητικού χαρακτήρα, αποφάσεων. Περαιτέρω, η παράνομη επάνοδος στη χώρα αλλοδαπού που είναι καταχωρημένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών [Ε.Κ.ΑΝ.Α.] εξακολουθεί να αποτελεί αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 4 του ν. 3386/2005, καθόσον, ο προαναφερόμενος χαρακτηρισμός και η εν συνεχεία καταχώρηση του αλλοδαπού στο συγκεκριμένο κατάλογο, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην περί απελάσεως και απαγόρευσης εισόδου διάταξη της σχετικής δικαστικής απόφασης, αλλά λαμβάνεται υπόψη και προσηκόντως αξιολογείται το είδος, η φύση, η βαρύτητα και οι ιδιαίτερες περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, όπως και άλλα στοιχεία που δικαιολογούν οπωσδήποτε το μέτρο αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, η θεώρηση του τελευταίου ως ανεπιθύμητου και η μεταχείριση του ως τέτοιου είναι νομικά ανεπέρειστη, αφόρητα δυσμενής και δοκιμάζει τα όρια της συνταγματικής τάξης και των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας, γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης για τον επαναπροσδιορισμό των όρων και προϋποθέσεων διαγραφής από τον ανωτέρω κατάλογο, με ενδεχόμενη εν προκειμένω τροποποίηση της υπ’ αριθμ. 4000/4/32-ν/31-3-201 7 Κ. Υ. Α. …». […]

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει ειδικότερα υπόψη τα ακόλουθα: Μόνο αιτιολογικό έρεισμα της 415/12/1α/22.4.2013 απόφασης του Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αχαΐας, με την οποία αποφασίσθηκε η εγγραφή του αιτούντος αλλοδαπού στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. ισοβίως, καθώς και των μεταγενεστέρως εκδοθεισών αποφάσεων του ίδιου Διευθυντή με τις οποίες διατηρήθηκε η ισχύς της επίμαχης εγγραφής, αποτελεί η απέλαση που διατάχθηκε σε βάρος του αιτούντος κατόπιν καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης με την 1125/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, η ως άνω προβλεπόμενη δυνατότητα επιβολής δικαστικής απέλασης καταργήθηκε από 1.7.2019, δυνάμει των άρθρων 460 και 461 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4619/2019, καταργήθηκε δε και η κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος Π.Κ. διαδικασία, κατά την οποία το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση μπορούσε να επιτρέψει, υπό προϋποθέσεις, την επιστροφή του αλλοδαπού στην Ελλάδα ύστερα από αίτησή του, ενώ δεν συμπεριλήφθηκε στον νέο Π.Κ. μεταβατική διάταξη αναφορικά με τις ήδη επιβληθείσες δικαστικές απελάσεις. Εν προκειμένω, η αίτηση που άσκησε ο αιτών ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κατ’ άρθρο 74 παρ. 3 του τότε ισχύοντος Ποινικού Κώδικα και λίγο πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, με την οποία ζήτησε να του επιτραπεί η επιστροφή του στην Ελλάδα, απορρίφθηκε τύποις με απόφαση του ως άνω Συμβουλίου με την αιτιολογία της έλλειψης δικαιοδοσίας, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, για ζητήματα που άπτονται της δικαστικής απέλασης. Ακολούθως, η Διοίκηση απέρριψε το (καθ’ ερμηνεία) αίτημα του αιτούντος περί διαγραφής του από τον Ε.Κ.ΑΝ.Α., στηριζόμενη αφενός, εκ νέου στο γεγονός της εις βάρος του επιβολής της παρεπόμενης ποινής της δικαστικής απέλασης ισοβίως από τη Χώρα, κατόπιν καταδίκης του σε ποινή κάθειρξης, και της καταχώρισής του – αρχικά ισοβίως και έπειτα για περίοδο δέκα ετών, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 2 της 4000/4/32-ν’/2017 Κ.Υ.Α. – στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., αφετέρου στο ότι εξακολουθούν, κατά την εκτίμησή της, να συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης στο πρόσωπο του αιτούντος και ότι δεν συντρέχουν οι κατ’ άρθρο 3 παρ. 3 της 4000/4/32-λα’/2012 Κ.Υ.Α. ανθρωπιστικοί λόγοι. Δεδομένου όμως ότι, κατά τον χρόνο εξέτασης του επίμαχου αιτήματος του αιτούντος, η δικαστική απέλαση είχε ήδη καταργηθεί, κατά τα προαναφερόμενα, και είχε συνεπώς εκλείψει το μόνο αιτιολογικό έρεισμα της εγγραφής του αιτούντος στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., η Διοίκηση όφειλε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα περί διαγραφής του αιτούντος, χωρίς να υπεισέλθει, στα πλαίσια της εξέτασής του, σε έρευνα για τυχόν συνδρομή ή όχι λόγων δημόσιας τάξης ή ανθρωπιστικών λόγων στο πρόσωπό του. Οίκοθεν νοείται, άλλωστε, ότι σε περίπτωση που η Διοίκηση εκτιμά την ύπαρξη λόγων δημόσιας τάξης που εξακολουθούν να κωλύουν την είσοδο του αιτούντος στην Ελλάδα, τα αρμόδια όργανά της δύνανται αυτεπαγγέλτως να επανεγγράψουν τον αιτούντα, με έκδοση νεότερης διοικητικής πράξης, στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Περιφερειακού Αστυνομικού Διευθυντή Δυτικής Ελλάδος τυγχάνει μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να ακυρωθεί, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση της επίμαχης αίτησης του αιτούντος.

[…] Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, θα πραγματοποιηθεί το επιστημονικό Συνέδριο της Γενικής Επιτροπείας της Επικράτειας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (ΤΔΔ) με θέμα: “Νομικοί και γεωπολιτικοί προβληματισμοί σε ζητήματα μετανάστευσης και ασύλου”.

Δείτε το πρόγραμμα του Συνεδρίου:

Η διάταξη της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης.

6. Επειδή, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014, η οποία αποτελεί το νομικό έρεισμα της εκδοθείσας οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών και στον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό να καθορίσουν το αρμόδιο όργανο και την διαδικασία βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω διάταξη δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξουσιοδοτεί τους αρμόδιους Υπουργούς να θεσπίσουν και περαιτέρω συνέπειες εκ της μη εξόφλησης του ποσού των εν λόγω προστίμων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και, μάλιστα, την επαχθέστερη των συνεπειών, την απόρριψη δηλαδή του υποβληθέντος από τον πολίτη τρίτης χώρας αιτήματος ανανέωσης της άδειας διαμονής του, η οποία συνεπάγεται την στέρηση νόμιμου τίτλου παραμονής στην Ελλάδα και (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) την ενσωμάτωση απόφασης περί επιστροφής του αλλοδαπού στην χώρα καταγωγής του. Επομένως, η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, ρυθμίζουσα ζήτημα μη συνδεόμενο με τον καθορισμό ούτε του οργάνου ούτε της διαδικασίας βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο εύρος της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης και, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενος στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (ΣτΕ 1749/2016 Ολ., 58/2015 7μ., 2834/2010 κ.ά.), είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση αυτής. […]

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία ερείδεται αποκλειστικώς στην προβλεπόμενη στην διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης κύρωση της απόρριψης της αίτησης χορήγησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής σε περίπτωση μη εξόφλησης του επιβληθέντος προστίμου εντός διμήνου από την επίδοση της απόφασης περί επιβολής του. Σύμφωνα, όμως με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρεχόμενης με την παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 νομοθετικής εξουσιοδότησης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη … απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται, με εντολή του, από τον Αναπληρωτή Προϊστάμενο του Τμήματος Αδειών Διαμονής Ημαθίας, με την οποία, κατ’ εφαρμογή της ως άνω ανίσχυρης διάταξης, απορρίφθηκε η … αίτηση του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον το αιτιολογικό έρεισμά της παρίσταται πλημμελές, παρελκομένης, ως αλυσιτελούς, της έρευνας των προβαλλόμενων με την αίτηση ακύρωσης λόγων. Δεδομένου δε ότι η Διοίκηση δεν εξέτασε επί της ουσίας την συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος των νομίμων προϋποθέσεων ανανέωσης της άδειας διαμονής του, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο για νέα νόμιμη κρίση.

Δεν συντρέχει, λόγος χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, καθόσον οι λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, δεδομένου ότι οι διατάξεις περί του Μητρώου δικηγόρων δεν έχουν τύχει ακομη νομολογιακής επεξεργασίας, ενώ και η βλάβη που επικαλείται ο αιτών δικηγόρος ως οικονομική δεν παρίσταται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη.  Αντίθετη μειοψηφία κατά την οποία η πρόβλεψη της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας ως μόνου κριτηρίου επιλογής μεταξύ των πληρούντων τις τυπικές προϋποθέσεις προς εγγραφή στο Μητρώο δικηγόρων ειναι αντίθετη στις αρχές της διαφάνειας και αξιοκρατίας.

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθμ. … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία επικυρώθηκαν οι πίνακες επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων, που εγγράφηκαν στο «Μητρώο Δικηγόρων για παροχή συνδρομής σε αιτούντες διεθνή προστασία ανά Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου», κατά το μέρος αυτής με το οποίο επικυρώθηκε η κατάταξη του αιτούντος στην πέμπτη θέση του πίνακα επιλαχόντων για το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου (Π.Γ.Α.) Δυτικής Ελλάδας. Κατά της απόφασης αυτής, καθώς επίσης κατά (α) της υπ’ αριθμ. …απόφασης-προκήρυξης του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου για την υποβολή αιτήσεων εγγραφής στο ως άνω Μητρώο και (β) της υπ’ αριθμ. … απόφασης του αυτού οργάνου, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του αιτούντος κατά του από 8-1-2021 πίνακα επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων για το Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, ο αιτών έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως (αρ. κατ. …), για την οποία δικάσιμος μετ’ αναβολή έχει οριστεί η 16-2-2023.

3. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51) περί οργάνωσης και λειτουργίας Υπηρεσίας Ασύλου και Αρχής Προσφυγών και προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας» ορίζει στην παρ. 5 ότι: «Κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ή ανακαλούν το καθεστώς αυτό μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή …», στη δε παρ. 8 ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, όπου τούτο απαιτείται, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν … τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής νομικής συνδρομής σε αιτούντες διεθνή προστασία …». Κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης της παρ. 8 του ν. 4375/2016 εκδόθηκε η κοινή απόφαση 3686/19-2-2020 των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δικαιοσύνης και Μετανάστευσης και Ασύλου (Β΄ 1009/24-3-2020), η οποία ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Στους αιτούντες διεθνή προστασία παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή για την άσκηση της προβλεπόμενης προσφυγής της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης. … 2. … 5. Η νομική συνδρομή περιλαμβάνει: α. τη σύνταξη και κατάθεση προσφυγής, σε περίπτωση δε που η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και την κατάθεση αιτήματος παραμονής …, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, β. την πραγματοποίηση συσκέψεων με τον αιτούντα για την κατάλληλη προετοιμασία της υπόθεσής του και γ. τη σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος και κάθε άλλου απαιτούμενου εγγράφου ή στοιχείου. 6. … 7. …», στο δε άρθρο 2 ότι: «1. Στην Υπηρεσία Ασύλου τηρείται Μητρώο Δικηγόρων, αποτελούμενο από εν ενεργεία δικηγόρους, στο οποίο δύνανται να εγγραφούν, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις των ακολούθων παραγράφων. Ειδικότερα, οι δικηγόροι θα πρέπει: α. να έχουν πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και β. να μην έχουν τιμωρηθεί πειθαρχικά. 2. Με απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζεται ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας επιλογής, προβλέπονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζονται τα διαδικαστικά θέματα. Στην ίδια απόφαση περιλαμβάνεται ο αριθμός των δικηγόρων για τη συμπλήρωση του μητρώου και ο αριθμός των θέσεων δικηγόρων ανά Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου. 3. Η επιλογή διενεργείται από τριμελή επιτροπή, η οποία συγκροτείται από έναν υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου, κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής, ο οποίος … ασκεί τα καθήκοντα του Προέδρου, έναν εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και έναν εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ως μέλη. … 4. … 6. Δικηγόρος, ο οποίος επιθυμεί την εγγραφή του στο Μητρώο οφείλει να δηλώσει κατά σειρά προτεραιότητας τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου, στις οποίες επιθυμεί να παρέχει νομική συνδρομή, εφόσον επιλεγεί. 7. Στο Μητρώο περιλαμβάνονται οι επιλεγέντες δικηγόροι, οι οποίοι κατατάσσονται κατά τη χρονολογική σειρά υποβολής της αίτησής τους για υπαγωγή στο Μητρώο και κατανέμονται στις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου … με βάση την παραπάνω κατάταξη και τη δήλωση της παραγράφου 6. Όταν η αίτηση αποστέλλεται ταχυδρομικά, ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η σφραγίδα του ταχυδρομείου. Σε περίπτωση υπεραρίθμου των αιτήσεων που υποβλήθηκαν την ίδια ημερομηνία η επιλογή των προς ένταξη στο Μητρώο δικηγόρων γίνεται με κλήρωση, η οποία διενεργείται ενώπιον της Επιτροπής της παρ. 3. 8. Το Μητρώο περιλαμβάνει και κατάλογο ισάριθμων επιλαχόντων, εφόσον αυτό είναι εφικτό, οι οποίοι κατανέμονται ανά γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας των Περιφερειακών υπηρεσιών Ασύλου, σύμφωνα με την παράγραφο 6. 9. … 12. …», στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι «Το ύψος της αμοιβής των δικηγόρων ορίζεται σε εκατόν εξήντα … ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. ανά υπόθεση (ατομικό φάκελο αίτησης διεθνούς προστασίας) και καταβάλλεται από την Υπηρεσία Ασύλου …», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι δικηγόροι που περιλαμβάνονται στο Μητρώο αμείβονται χωριστά για κάθε υπόθεση που διεκπεραιώνουν …», στο δε άρθρο 5 παρ. 2 ότι «Οι δικηγόροι υποχρεούνται να συμμετέχουν, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, σε εκπαιδευτικά προγράμματα που διοργανώνονται από την Υπηρεσία Ασύλου σε συνεργασία με άλλους φορείς (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες κ.ά.) με σκοπό τη διαρκή τους επιμόρφωση και ενημέρωση σε ζητήματα δικαίου διεθνούς προστασίας».

[…]5. Επειδή, το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 ορίζει ότι: «1. … 2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο … του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο. … 3. Η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή εκτέλεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. … 4. … 6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. … 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. 9. …12. …». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης, που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατάσσεται από την Επιτροπή Αναστολών του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που άσκησε την αίτηση ακυρώσεως, αν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα την ανεπανόρθωτη ή, τουλάχιστον, δυσχερώς επανορθώσιμη, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, βλάβη, την οποία επικαλείται. Αναστολή εκτέλεσης δύναται επίσης να διαταχθεί, και ανεξαρτήτως βλάβης του αιτούντος, αν η Επιτροπή κρίνει ότι το κύριο ένδικο βοήθημα παρίσταται προδήλως βάσιμο [όπως, ιδίως, στην περίπτωση που οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως βασίζονται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. Ε.Α. 15/2015, 329/2016, 58, 154, 200, 290/2018 κ.ά.)], όχι, όμως, αν απλώς πιθανολογείται, έστω και σοβαρά, η ευδοκίμηση αυτού (βλ. Ε.Α. 1016, 1022/2008, 1115/2010, 242/2014).

6. Επειδή, ο αιτών ζητεί με την υπό κρίση αίτηση τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, επικαλούμενος αποκλειστικά το προδήλως βάσιμο της κατ’ αυτής και των λοιπών ως άνω πράξεων ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως και, ειδικότερα, των λόγων, με τους οποίους προβάλλεται: (α) παράβαση των αρχών της δημοσιότητας και διαφάνειας, διότι (1) δεν τηρήθηκαν ως προς την … προκήρυξη οι προσήκουσες διατυπώσεις δημοσιότητας [δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή τήρηση των οριζομένων στο – αναλογικώς εφαρμοζόμενο, κατά τον αιτούντα – άρθρο 43 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208) διατυπώσεων δημοσιοποίησης των προκηρύξεων για την πρόσληψη δικηγόρων στον δημόσιο τομέα με έμμισθη εντολή], (2) ο Διοικητής της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προσδιόρισε ρητώς και σαφώς, με την εν λόγω απόφαση-προκήρυξη, την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων υποψηφιότητας για τη συμπλήρωση του Μητρώου Νομικής Συνδρομής, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 2 της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης 3686/2020, (3) η ακριβής ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης, κατά το πλήρες σώμα της, δεν προκύπτει ούτε από την τρίτη προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως … απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του αιτούντος κατά του από 8-1-2021 πίνακα επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων, ούτε από την 1836/16-2-2021 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων, ούτως ώστε να διαπιστώνεται μετά βεβαιότητας, με αναφορά στη σταθερή αυτή ημερομηνία, η έναρξη της διαδικασίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας, (4) ειδικά ως προς το Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, για το οποίο είχε υποβάλει υποψηφιότητα ο αιτών, ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών έλαβε καθυστερημένα γνώση της προκήρυξης και την ανήρτησε στο κατάστημά του μόλις στις 2-10-2020, οπότε και ο αιτών έλαβε γνώση αυτής, δεν προκύπτει δε από την απόφαση περί απόρριψης της ένστασης του αιτούντος αν οι αιτήσεις υποψηφιότητας των δύο (2) επιλεγεισών δικηγόρων κατετέθησαν μετά την ως άνω ημερομηνία, (β) έλλειψη αιτιολογίας τόσο της … απόφασης του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτές η ημεροχρονολογία υποβολής εκάστης αίτησης υποψηφιότητας, ώστε να τεκμηριώνεται η κατά χρονική προτεραιότητα κατάταξη αυτών και, ειδικότερα, αν οι αιτήσεις των δύο (2) επιλεγεισών δικηγόρων κατετέθησαν προ της κατάθεσης της αίτησης του αιτούντος, (γ) παράβαση των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας, που επιβάλλουν την κατάταξη των υποψηφίων προς εγγραφή στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής βάσει κριτηρίων συναπτομένων με ικανότητα, ειδίκευση και εμπειρία των υποψηφίων δικηγόρων και όχι με βάση το τυχαίο και συμπτωματικό κριτήριο της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των σχετικών αιτήσεων.

7. Επειδή, κατά την κρατήσασα στην Επιτροπή γνώμη, οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, καθόσον οι εφαρμοσθείσες κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης προκήρυξης διατάξεις του ν. 4375/2016 και της κοινής υπουργικής απόφασης 3686/2020 δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας, ώστε να υπάρχει προηγούμενη δικαστική κρίση επί των ειδικώς τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων (πρβλ. Ε.Α. 200, 282/2018, 19/2019). Περαιτέρω, η βλάβη του αιτούντος ως εκ της εγγραφής του σε θέση επιλαχόντος στο εν λόγω Μητρώο (την οποία όλως αορίστως επικαλείται με το εκ των υστέρων υποβληθέν, στις 25-10-2022, αίτημα αυτού περί χορήγησης προσωρινής διαταγής), ως προεχόντως οικονομική, δεν παρίσταται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της υπ’ αυτού ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. Ε.Α. 110/2006, 446/2008). Δεν συντρέχει, συνεπώς, κατά την κρίση της Επιτροπής, λόγος χορήγησης αναστολής ή λήψης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 8 του π.δ. 18/1989, άλλου πρόσφορου μέτρου, όπως η προσωρινή εγγραφή του αιτούντος στο Μητρώο του Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, την οποία ζητεί με το ως άνω από 25-10-2022 αίτημα προσωρινής διαταγής (και η οποία θα είχε ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση των ανατιθεμένων στους ήδη εγγραφέντες σε αυτό συναδέλφους του υποθέσεων, δεδομένου μάλιστα ότι ο συνολικός αριθμός προσφυγών ενώπιον της Επιτροπής Ασύλου σε όλη τη Χώρα έχει ήδη σημαντικά μειωθεί, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από τη Διοίκηση στοιχεία). Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου…, ανεξαρτήτως (α) του αν νομίμως ορίσθηκε με την ως άνω διάταξη της παρ. 15 της … απόφασης-προκήρυξης ο ως άνω ειδικός τρόπος δημοσίευσης αυτής – περί της θέσπισης του οποίου ουδέν αναφέρεται στην παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 ή στην παρ. 2 του άρθρου 2 της 3686/2020 κοινής υπουργικής απόφασης -, (β) του αν πράγματι τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή της προκήρυξης διατυπώσεις δημοσιότητας (όπως, ιδίως, η δημοσίευση περίληψης αυτής σε δύο εφημερίδες πανελλαδικής εμβέλειας) και (γ) του αν ασκεί εν προκειμένω επιρροή η γνωστοποίηση της προκήρυξης στα μέλη του οικείου δικηγορικού συλλόγου στις 2-10-2020, πάντως η … απόφαση-προκήρυξη του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν ορίζει ρητώς και σαφώς την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας των ενδιαφερομένων να εγγραφούν στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής, και δη σε συνάρτηση προς την ολοκλήρωση των ανωτέρω, οριζομένων στην παράγραφο 15 αυτής, διατυπώσεων δημοσιότητας. Η έλλειψη αυτή, συνδυαζόμενη με την πρόβλεψη της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας ως μόνου κριτηρίου επιλογής μεταξύ των πληρούντων τις τυπικές προϋποθέσεις προς εγγραφή στο Μητρώο δικηγόρων, συνεπάγεται, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, πρόδηλη παραβίαση όχι μόνον της ως άνω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 της 3686/2020 κοινής υπουργικής απόφασης, όσο, κυρίως, των αρχών της διαφάνειας και αξιοκρατίας, οι οποίες θα έπρεπε να διέπουν την προκειμένη διαδικασία επιλογής δικηγόρων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η υπό κρίση αίτηση αναστολής θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να διαταχθεί ως πρόσφορο μέτρο η προσωρινή εγγραφή του αιτούντος στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπ’ αυτού ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως.

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Προσβάλλεται εθνικός κατάλογος στον οποίο περιλαμβάνεται η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, με συνέπεια οι αιτήσεις αυτών να απορρίπτονται κατ’ αρχήν ως απαράδεκτες. Το Δικαστήριο διατυπώνει προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ σε σχέση με την επιρροή επί της νομιμότητας του ανωτέρω εθνικού καταλόγου που ασκεί το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (που στην συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει τους είκοσι μήνες) η Τουρκία αρνείται την επανεισδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και δεν προκύπτει ότι ερευνήθηκε το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της χώρας αυτής στο προσεχές μέλλον.

Το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) επιτρέπει την απόκλιση από τον κανόνα της κατ’ αρχήν εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας επί της ουσίας, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση των ασφαλών τρίτων χωρών, όταν δηλαδή ο αιτών, ως εκ της επαρκούς σύνδεσής του με τρίτη χώρα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, αναμένεται ευλόγως να αναζητήσει προστασία στην τρίτη αυτή χώρα και υφίστανται λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο αιτών θα τύχει εισδοχής ή επανεισδοχής στην εν λόγω χώρα.

Το εθνικό δίκαιο (άρθρο 86 ν. 4636/2019) υιοθέτησε την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας και προέβλεψε, εκτός από την εφαρμογή της σε ατομικές περιπτώσεις αιτούντων διεθνή προστασία, την κατάρτιση εθνικού καταλόγου ασφαλών τρίτων χωρών στον οποίο περιλαμβάνονται οι χώρες που χαρακτηρίζονται ως γενικά ασφαλείς για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων. Όταν μία τρίτη χώρα έχει χαρακτηρισθεί ως γενικά ασφαλής, ο αιτών διεθνή προστασία φέρει το βάρος της προβολής και της απόδειξης των ισχυρισμών ότι η εν λόγω χώρα δεν είναι ασφαλής για την περίπτωσή του, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών υπό τις οποίες τελεί.

Προσβάλλεται κοινή υπουργική απόφαση (42799/3.6.2021) του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία καταρτίσθηκε εθνικός κατάλογος ασφαλών τρίτων χωρών που περιλαμβάνει την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία. Μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εκδόθηκε  νεότερη κοινή υπουργική απόφαση 458568/15.12.2021 των ιδίων Υπουργών, με την οποία, κατόπιν «επανεξέτασης και επικαιροποίησης» των στοιχείων στα οποία είχε στηριχθεί η αρχική πράξη, χαρακτηρίσθηκε εκ νέου η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για τις ίδιες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία.

Η πράξη χαρακτηρισμού τρίτης χώρας ως ασφαλούς έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Κρίνεται ότι τόσο το πρώτο αιτούν σωματείο όσο και η δεύτερη αιτούσα αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία νομιμοποιούνται στην άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικώς, η αιτούσα εταιρεία νομιμοποιείται στην άσκηση της αιτήσεως κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον πάντως εφαρμόσθηκε το προϊσχύσαν δίκαιο (Εμπορικός Νόμος) –χωρίς η σχετική ευθύνη να βαρύνει αποκλειστικά την ίδια- από τα κατά το δίκαιο αυτό αρμόδια κρατικά όργανα ως προς τις προϋποθέσεις απόκτησης νομικής προσωπικότητας από αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (και όχι το ισχύον περί καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ.).   

Η δίκη συνεχίζεται ως προς την 458568/15.12.2021 ΚΥΑ και καταργείται ως προς την 42799/3.6.2021 ΚΥΑ.

Απορρίπτεται λόγος ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών.

Κρίνεται ότι τόσο κατά το ενωσιακό δίκαιο όσο και κατά το εσωτερικό δίκαιο η επίκληση από τον διάδικο διάταξης οδηγίας, η οποία δεν είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα, δεν μπορεί να καταλήγει στο να μην εφαρμόζεται από δικαστήριο κράτους μέλους μια διάταξη εθνικού δικαίου. Το άρθρο 38 παρ. 2 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα και, συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί πλημμελώς με το άρθρο 86 του ν. 4636/2019 προβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του εθνικού δικαστή, είναι όμως αβάσιμος.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, με επίκληση προηγούμενης νομολογίας του (ΣτΕ Ολομ. 2347-8/2017), κρίνει ότι τρίτη χώρα, η οποία έχει επικυρώσει την Σύμβαση της Γενεύης με γεωγραφικό περιορισμό, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής, κατά την έννοια των άρθρων 86 του ν. 4636/2019 και 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, εφόσον τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και παρέχει επαρκή προστασία ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και την αγορά εργασίας.

Ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού της εξασφάλισης της κατά το δυνατόν ταχείας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, ενόψει και των οριζομένων στο άρθρο 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το άρθρο 38 της οδηγίας (και, αντιστοίχως, το άρθρο 86 του ν. 4636/2019) έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς εφόσον δεν προκύπτει ότι θα καταστεί εφικτή η εισδοχή ή η επανεισδοχή του αιτούντος διεθνή προστασία στην εν λόγω τρίτη χώρα διότι, στην αντίθετη περίπτωση, θα παρατεινόταν απλώς ο χρόνος εξέτασης του υποβληθέντος αιτήματος διεθνούς προστασίας και η αβεβαιότητα του αιτούντος ως προς το καθεστώς παραμονής του στην χώρα στην οποία υπέβαλε το αίτημα, χωρίς να αποκλείεται ο κίνδυνος επαναπροώθησής του σε χώρα στην οποία κινδυνεύει να υποστεί δίωξη και το ενδεχόμενο διατάραξης των διεθνών σχέσεων των κρατών. Η άποψη ότι η δυνατότητα εισδοχής ή επανεισδοχής του αλλοδαπού αιτούντος προστασία στην τρίτη χώρα αποτελεί προϋπόθεση του χαρακτηρισμού τρίτης χώρας ως ασφαλούς, έχει αποτυπωθεί εξάλλου σε κείμενα ηπίου δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχει υποστηριχθεί και από μερίδα της θεωρίας του διεθνούς δικαίου,  ενώ την έχουν υιοθετήσει δικαστήρια και άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολλανδικό Συμβούλιο της Επικρατείας). Περαιτέρω, η διαπίστωση της συνδρομής της προϋπόθεσης της δυνατότητας εισδοχής ή επανεισδοχής του αλλοδαπού στην ασφαλή τρίτη χώρα περιλαμβάνει την εξέταση τόσο του υφιστάμενου στην εν λόγω χώρα νομικού καθεστώτος (ήτοι της τυχόν ανάληψης σχετικής νομικής υποχρέωσης εκ μέρους της τρίτης χώρας) όσο και της εν τοις πράγμασι συμμόρφωσης της τρίτης χώρας προς τις αναληφθείσες σχετικές υποχρεώσεις της. Από τα ανωτέρω  συνάγεται ότι, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος καταρτίσει εθνικό κατάλογο γενικά ασφαλών τρίτων χωρών, κάνοντας χρήση της παρεχομένης από το άρθρο 38 παρ. 2 της οδηγίας σχετικής ευχέρειας, δεν επιτρέπεται, για τους λόγους ταχείας ολοκλήρωσης της εξέτασης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας που αναφέρθηκαν παραπάνω, να χαρακτηρισθεί κανονιστικώς ως ασφαλής, τρίτη χώρα εφόσον δεν διαπιστώνεται η συνδρομή της προαναφερθείσας προϋπόθεσης – της δυνατότητας εισδοχής ή επανεισδοχής στην χώρα αυτή – και ως προς τα δύο προεκτεθέντα επί μέρους σκέλη της. 

Κατά την γνώμη όμως δύο Συμβούλων, οι οποίοι μειοψήφησαν, ο έλεγχος της συνδρομής της κατά τα ανωτέρω προϋπόθεσης δεν χωρεί κατά την κατάρτιση του καταλόγου ασφαλών τρίτων χωρών αλλά κατά την έκδοση των ατομικών πράξεων εφαρμογής της, ενώ ένας Σύμβουλος και μία Πάρεδρος υποστήριξαν ότι η εισδοχή ή η επανεισδοχή του αλλοδαπού στην ασφαλή τρίτη χώρα πρέπει να εξακριβώνεται κατά την στιγμή της εκτέλεσης της απόφασης της αρμόδιας εθνικής αρχής που απορρίπτει αίτημα διεθνούς προστασίας για τον λόγο αυτόν, και δεν αποτελεί στοιχείο της νομιμότητας της κανονιστικής πράξης περί χαρακτηρισμού γενικώς τρίτης χώρας ως ασφαλούς ή της ατομικής, απορριπτικής του αιτήματος, πράξης.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι ικανοποιείται η κατά τα ανωτέρω, προκύπτουσα από το άρθρο 38 παρ. 4 της οδηγίας (και, αντιστοίχως, το άρθρο 86 παρ. 5 του ν. 4636/2019) προϋπόθεση, ως προς το πρώτο («νομικό») σκέλος της, εφόσον από τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες και την από 18.3.2016 κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας προκύπτει ότι νομίμως έγινε δεκτό από τον κανονιστικό νομοθέτη ότι η Τουρκία ανέλαβε την νομική υποχρέωση να αποδέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επανεισδοχή από την Ελλάδα αλλοδαπών αιτούντων διεθνή προστασία. Ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της, το οποίο αφορά την εν τοις πράγμασι συμμόρφωση της Τουρκίας προς τις εν λόγω νομικές υποχρεώσεις της, η ίδια προϋπόθεση δεν ικανοποιείται, αφού δεν προκύπτει ότι πραγματοποιείται η επανεισδοχή στην Τουρκία των αιτούντων διεθνή προστασία, των οποίων τα αιτήματα έχουν απορριφθεί ως απαράδεκτα για τον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας», αλλά, αντιθέτως, όπως  αναφέρεται στο σχετικό σημείωμα της αρμόδιας Υπηρεσίας, το οποίο συνοδεύει την εισήγηση του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, στην συνέχεια της οποίας εκδόθηκε η επίδικη Κοινή Υπουργική Απόφαση, «Από τον Μάρτιο του 2020 έως και σήμερα [δηλαδή για διάστημα που υπερβαίνει τους είκοσι μήνες] οι επιστροφές από την Ελλάδα στην Τουρκία έχουν παγώσει», χωρίς μάλιστα διάκριση ως προς την νομική βάση (διεθνείς συμφωνίες ή κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας) δυνάμει της οποίας διατάσσονται οι επιστροφές. Ούτε μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από την άποψη αυτήν, προεχόντως διότι τα  προβαλλόμενα, ότι πρόκειται για προσωρινή «και κατά το μάλλον ή ήττον δικαιολογημένη [λόγω της συγκυρίας] μη εφαρμογή [της κοινής δήλωσης της 18.3.2016]» («η Τουρκία προσωρινά, λόγω της πανδημίας COVID, (γεγονός παγκόσμιο και αναμφισβήτητο), δεν δέχεται επανεισδοχές το τελευταίο χρονικό διάστημα»), δεν ευρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Ούτε προκύπτει εξάλλου ότι ερευνήθηκε από την αρμόδια αρχή το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της Τουρκίας ως προς το ζήτημα αυτό στο προσεχές μέλλον. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, θα έπρεπε, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και του άρθρου 86 του ν. 4636/2019, να γίνει δεκτή η  αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 458568/15.12.2021 κοινή υπουργική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά το μέρος που καθορίζεται με αυτήν η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία. Αντιθέτως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος διότι η διαπίστωση της συνδρομής της εν τοις πράγμασι αποδοχής της επανεισδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία  δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της κανονιστικής πράξης περί του χαρακτηρισμού γενικώς τρίτης χώρας ως ασφαλούς αλλά εξετάζεται σε επόμενα στάδια της διοικητικής διαδικασίας.

Δοθέντος όμως ότι γεννώνται εύλογες αμφιβολίες ως προς την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας, το Δικαστήριο αναβάλλει την οριστική του κρίση  και διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

              α) Το άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική (κανονιστική) ρύθμιση, με την οποία χαρακτηρίζεται ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία τρίτη χώρα, η οποία έχει μεν αναλάβει την νομική υποχρέωση να επιτρέπει την επανεισδοχή στο έδαφός της των εν λόγω κατηγοριών αιτούντων διεθνή προστασία, προκύπτει, όμως, ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (που στην συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει τους είκοσι μήνες) η χώρα αυτή αρνείται την επανεισδοχή και δεν προκύπτει ότι ερευνήθηκε το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της χώρας στο προσεχές μέλλον; ή

              β) έχει την έννοια ότι η επανεισδοχή στην τρίτη χώρα δεν αποτελεί σωρευτική προϋπόθεση για την έκδοση της εθνικής (κανονιστικής) πράξης, με την οποία χαρακτηρίζεται τρίτη χώρα ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, αλλά αποτελεί σωρευτική προϋπόθεση για την έκδοση της ατομικής πράξης, με την οποία απορρίπτεται συγκεκριμένο αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο για τον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας»; ή

              γ) έχει την έννοια ότι η επανεισδοχή στην «ασφαλή τρίτη χώρα» πρέπει να εξακριβώνεται μόνον κατά την στιγμή της εκτέλεσης της απόφασης, όταν η απόφαση αυτή περί απορρίψεως του αιτήματος διεθνούς προστασίας βασίζεται στον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας»;

Επιπλέον, το Δικαστήριο υποβάλλει με την απόφασή του αίτημα για την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πηγή: Συμβούλιο της Επικρατείας, 3.2.2023

Έχοντας κλείσει 10 μήνες ανθρωπιστικής δράσης στην Ουκρανία, οι Γιατροί του Κόσμου -Ελλάδας παρουσιάζουν φωτογραφικό υλικό και αφηγήσεις από το πρόσφατο έργο τους στην περιοχή. Ο τίτλος της έκθεσης φέρει την Ουκρανική λέξη Покидаю (προφέρεται Pokydayu) η οποία αποδίδει τη σημασία της βίαιης και ξαφνικής φυγής, του εξαναγκασμού σε μη ηθελημένη φυγή.

Οι Γιατροί του Κόσμου διοργανώνουν από τις 14-16 Φεβρουαρίου έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Покидаю / Leaving behind*» και θεματικές συζητήσεις στο Σεράφειο του Δήμου Αθηναίων.

Έχοντας κλείσει 10 μήνες ανθρωπιστικής δράσης στην Ουκρανία, οι Γιατροί του Κόσμου -Ελλάδας παρουσιάζουν φωτογραφικό υλικό και αφηγήσεις από το πρόσφατο έργο τους. Πρόκειται επί της ουσίας για μια σειρά 32 φωτογραφιών με κύριο θέμα την Αποστολή των Γιατρών του Κόσμου στην Ουκρανία και στα σύνορα Ουκρανίας / Ρουμανίας.

Μέσα από τη ματιά του διακεκριμένου φωτογράφου Γιάννη Γιαννακόπουλου, οι φωτογραφίες έχουν έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα και αποτυπώνουν όλα όσα οι Γιατροί του Κόσμου -Ελλάδας είδαν, βίωσαν έντονα και έγιναν μάρτυρες. Ο φωτογραφικός φακός επικεντρώθηκε πολλές φορές στα παιδιά, τις γυναίκες και την Τρίτη ηλικία, την ευαίσθητη αυτή πλευρά των ομάδων που αποτελούν τον υπ’ αριθμό 1 στόχο (ηθελημένο ή μη) των σύγχρονων τραγωδιών που βιώνει η ανθρωπότητα.

Η έκθεση παρουσιάζεται στο πλαίσιο του προγράμματος των Γιατρών του Κόσμου O.D.I.SO.S Open Democracy in a Society of Solidarity, που υλοποιείται με την υποστήριξη της Πρεσβείας των Η.Π.Α. στην Ελλάδα και του Alumni Engagement Innovation Fund.

*Ο τίτλος της έκθεσης φέρει την Ουκρανική λέξη Покидаю (προφέρεται Pokydayu) η οποία αποδίδει τη σημασία της βίαιης και ξαφνικής φυγής, του εξαναγκασμού σε μη ηθελημένη φυγή.