τελευταια νεα
Author

Stathis Poularakis

Browsing

Παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) για τις συνθήκες διαβίωσης μιας εγκύου αιτούσας διεθνούς προστασίας στη Σάμο το 2019.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξέδωσε στις 4 Απριλίου 2023 την απόφαση A.D. κατά Ελλάδας, αναγνωρίζοντας παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) για τις συνθήκες διαβίωσης μιας εγκύου αιτούσας διεθνούς προστασίας στη Σάμο το 2019.

Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι κατά την άφιξή της στη Σάμο ήταν έξι μηνών έγκυος, με ιατρικό ιστορικό αποβολών. Έμενε σε μια σκηνή έξω από το ΚΥΤ όπου δεν είχε πρόσβαση σε επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής. Όταν η σκηνή της καταστράφηκε, διέμενε σε νέα που βρισκόταν εντός των εγκαταστάσεων του ΚΥΤ, όπου οι εγκαταστάσεις δεν πληρούσαν τις ελάχιστες προυποθέσεις υγιεινής.

Το ΕΔΔΑ κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή απορρίπτοντας την ένσταση της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει γραπτές αιτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια επικαλούμενη τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων της και ως εκ τούτου δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ανάγκες στέγασης της αντιμετωπίστηκαν μόνο όταν γεννήθηκε το παιδί της, μολονότι αυτές οι ανάγκες της ήταν γνωστές στις αρχές σχεδόν τρεις μήνες πριν.

Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα διέμενε στο ΚΥΤ Σάμου για περίπου δυόμισι μήνες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η προσφεύγουσα βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης της και επομένως χρειαζόταν εξειδικευμένη φροντίδα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μεταχείριση της προσφεύγουσας υπερέβη το ελάχιστο όριο σοβαρότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του Άρθρου 3 και ως εκ τούτου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας επί τη βάσει εισοδηματικών κριτηρίων για την πολιτογράφηση αλλοδαπού αποτελεί μέθοδο ανεκτή από το Σύνταγμα, προς εξακρίβωση της πραγματικής επιβάρυνσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας και, εν γένει, του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ενσωμάτωση των αλλογενών αλλοδαπών στην Χώρα. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις, και δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας, η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και επί των ήδη εκκρεμών αιτήσεων, δεν προσκρούει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αντίθετη μειοψηφία.

6. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών «Τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια» (Β’ 1652/22.4.2021), στην οποία, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση των εδαφίων δ’ και ε’ της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Α’ του άρθρου 1 από την υπ’ αριθμ. 58050/4.8.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β’ 3967/30.8.2021) και την κατάργηση του εδαφίου στ’ της ίδιας ως άνω υποπαραγράφου από το άρθρο μόνο της υπ’ αριθμ. 96289/27.12.2021 όμοιας απόφασης (Β’ 6402/31.12.2021), ορίζονται τα εξής: «Στο πλαίσιο εξακρίβωσης της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την πολιτογράφηση που προβλέπονται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 5Α του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας παραθέτουμε τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια ως ακολούθως: Άρθρο 1 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ Α) Εισοδηματικά Κριτήρια 1. Προσδιορισμός της έννοιας του επαρκούς εισοδήματος και των πηγών προέλευσής του. α) Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας … β) Η σταθερή και πολυετής εργασία του αλλοδαπού στη χώρα, όπως και η μακρόχρονη οικονομική του δραστηριότητα σε αυτή είναι στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρού δεσμού του με την Ελλάδα. Το τακτικό εισόδημα που αποκτά στη χώρα προσωπικά ο ίδιος ο αλλοδαπός από οποιαδήποτε πηγή π.χ. μισθωτή εργασία, σύνταξη, ακίνητη περιουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, μερίσματα από εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο, εταιρείες, αποδεικνύει τη βούλησή του για μόνιμη και συνεχή εγκατάσταση στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας προς ιδιοκατοίκηση καθώς και η διατήρηση λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας συνιστούν απόδειξη ότι η χώρα αποτελεί το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων. γ) Το ύψος του επαρκούς ετήσιου εισοδήματος συναρτάται με τις ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της χώρας, όπως αυτές προσδιορίζονται με την εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου … 2. Προσδιορισμός των ετών με βάση τα οποία ο αιτών έχει υποχρέωση να δηλώνει το, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενο εισόδημα. Προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης πολιτογράφησης πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα, νόμιμα και μόνιμα πριν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, κατά τα τρία (3), επτά (7) ή δώδεκα (12) έτη αναλόγως της κατηγορίας που ανήκει κατά τη διάταξη της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ), όπως ισχύει. Αυτό σημαίνει ότι ο αλλοδαπός χρειάζεται να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει επαρκές εισόδημα για κάθε έτος χωριστά κατά αναλογία με τα απαιτούμενα έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής του. Το καθοριζόμενο ως επαρκές εισόδημα απαιτείται να αποδεικνύεται με βάση την εξεταζόμενη κατά περίπτωση χρονική περίοδο ως εξής: Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν επτά έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για πέντε (5) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως. Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν δώδεκα έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για επτά (7) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως». Εν συνεχεία, με βάση υπολογισμού το καθορισθέν, με την ανωτέρω υπουργική απόφαση, στοιχείο του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, προσδιορίστηκε, με την υπ’ αριθμ. 81/4.2.2022 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας (παράρτημα), το «ελάχιστο επαρκές εισόδημα φορολογούμενου αλλοδαπού ανά έτος», το οποίο, ειδικότερα, για την κατηγορία του φορολογούμενου χωρίς εξαρτώμενα μέλη, όπως ο αιτών, ορίστηκε σε 7.500 ευρώ για καθένα από τα έτη 2007-2011 και σε 6.500 για καθένα από τα έτη 2012-2018.

7. Επειδή, ο καθορισμός της ιθαγένειας εκάστου προσώπου, ήτοι ο νομικός δεσμός του προς την πολιτεία στην οποία ανήκει, συνιστά ζήτημα εξόχως σημαντικό για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον, καθόσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της σύνθεσης του Λαού ως άμεσου οργάνου του Κράτους (εκλογικό σώμα) και, εντεύθεν, στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Το εν λόγω ζήτημα διέπεται κυριαρχικώς από την νομοθεσία του Κράτους, η οποία προσδιορίζει, κατ’ αρχήν, ελευθέρως, τόσο τους ουσιαστικούς όρους και τις προϋποθέσεις κτήσεως της ιθαγένειας, όσο και την σχετική διαδικασία (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1067-1068/2015, 381/2012), ο δε εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο κατά την ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων, ενώ, εξάλλου, ούτε στην κυρωθείσα με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α’ 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1167/2010, 2798/2009). Ενόψει αυτών, ο εθνικός νομοθέτης έχει την δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ. σκ. 16, 460/2013 Ολομ. σκ. 6), χωρίς να κωλύεται από κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη να θεσπίσει, ως ελάχιστο όρο και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, την απόκτηση ορισμένου ύψους ετήσιου εισοδήματος, το οποίο θεωρεί ότι εξασφαλίζει στον αλλογενή αλλοδαπό ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας και, εν γένει, το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία. Ως εκ τούτου, ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, οι οποίες, λόγω της σημασίας τους για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον και της ευθείας επίδρασης που έχουν στην διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος ως άμεσου οργάνου του Κράτους, είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέες, συνεκτιμώντας, για την απόδειξη της οικονομικής ένταξης του αλλοδαπού και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρεί, κατά την κρίση του, ως πρόσφορο, πέραν των κριτηρίων που ρητώς καθορίζονται στις σχετικές διατάξεις. Στα πλαίσια αυτά, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις των ν. 4735/2020 και 4873/2021, με το άρθρο 3 του ν. 4735/2020 θεσπίστηκαν εκ νέου οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, που πρέπει να πληροί ο αλλογενής αλλοδαπός για να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης. Ειδικότερα, η εξακρίβωση της γνώσης της ελληνικής ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και των θεσμών του πολιτεύματος απέκτησε διακριτό χαρακτήρα και διαφοροποιήθηκε από την οικονομική και κοινωνική του ένταξη, η εξακρίβωση της οποίας έχει πλέον αυτοτελή χαρακτήρα. Εν συνεχεία, με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4873/2021 δόθηκε η δυνατότητα σε όσους είχαν υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης πριν από την εφαρμογή του ν. 4735/2020, να αιτηθούν την χορήγηση ιθαγένειας με βάση την πραγματική οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, επικαιροποιώντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Εκτιμήθηκε, δηλαδή, από τον νομοθέτη, όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, ότι ήταν επιβεβλημένη η άμεση εφαρμογή των εν λόγω νέων ρυθμίσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στον τρόπο εξακρίβωσης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των αιτούντων αλλοδαπών με βάση νέα επικαιροποιημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολής της αιτήσεώς τους. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις, συνιστάμενου στην διακρίβωση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, η οποία μαρτυρεί αν εξασφαλίζεται σε αυτούς ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης, ώστε να μην επιβαρύνεται το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας από την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία και δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας, όπως προεκτέθηκε, η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και επί των ήδη εκκρεμών αιτήσεων, κατά τις ρητές διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ν. 4873/2021, δεν προσκρούει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εφόσον δε, περαιτέρω, οι ως άνω διαχρονικού δικαίου διατάξεις, τυγχάνουσες εφαρμογής σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκρεμείς κατά την 1η.4.2021 αιτήσεις πολιτογραφήσεως, ερείδονται σε κριτήρια γενικά και αντικειμενικά, δεν αντίκεινται ούτε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1894/2022 σκ. 20) και, συνεπώς, θεμιτώς, κατά το Σύνταγμα, προβλέφθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις, οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4735/2020. Εξάλλου, με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, προσδιορίστηκαν, ως ειδικότερα θέματα, η έννοια του επαρκούς εισοδήματος, οι πηγές προέλευσής του, ο ακριβής αριθμός των ετών, για τα οποία ο αιτών υποχρεούται να δηλώνει επαρκές εισόδημα και καθορίστηκε το συνολικό ετήσιο εισόδημα που συνιστά, κατά την κρίση του εξουσιοδοτηθέντος κανονιστικού νομοθέτη, επαρκές κριτήριο οικονομικής ένταξης, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στην διαπίστωση του πραγματικού εισοδήματος, ως όρου απονομής της ελληνικής ιθαγένειας. Με την δομή του αυτή, το ανωτέρω τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας, συναρτώμενο προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, στηρίζεται σε τεκμήρια, των οποίων η βάση και τα συμπεράσματα ανταποκρίνονται προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, από την άποψη ιδίως του ύψους του απαιτούμενου εισοδήματος, το οποίο, κατά την κρίση του νομοθέτη, αντανακλά την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης του αιτούντος αλλοδαπού και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέθοδο ανεκτή από το Σύνταγμα, προς εξακρίβωση της πραγματικής επιβάρυνσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας και, εν γένει, του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ενσωμάτωση των αλλογενών αλλοδαπών στην Χώρα (πρβλ. ΣτΕ 1296-1297/1991). Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Α. Α, Προέδρου Εφετών Δ.Δ., το αναμφισβήτητο και κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους να καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας, θεσπίζοντας το ανωτέρω τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας, συναρτώμενο προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Ειδικότερα, κατά την ίδια γνώμη, ο νομοθέτης οφείλει, θέτοντας τα ανωτέρω κριτήρια, να περιλάβει πρόβλεψη για τις εκκρεμείς αιτήσεις, καθόσον οι ήδη έχοντες υποβάλει αίτηση για χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, όχι μόνο δεν είχαν υπ’ όψιν την σχετική διάταξη, ώστε να μεριμνήσουν για την απόκτηση εισοδήματος που θα τους έδινε την δυνατότητα να διεκδικήσουν, με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, την ελληνική ιθαγένεια, αλλά, περαιτέρω, βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία να καλύψουν την σχετική έλλειψη, με αποτέλεσμα την άνευ άλλου τινός απόρριψη της αιτήσεώς τους. Για τους λόγους αυτούς η σχετική διάταξη, κατά το μέρος που δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη για τις εκκρεμείς αιτήσεις, βρίσκεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας. […]

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το επ’ αυτής υπόμνημα, ο αιτών υποστηρίζει ότι η απορριπτική της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το αποφασίζον όργανο ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2011-2015 φοιτούσε σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσε να απασχοληθεί σε μόνιμη εργασία, παρά ταύτα, όμως, αποκόμιζε ένα ελάχιστο εισόδημα, ώστε να μπορεί να βιοπορίζεται από αυτό, ενώ δεν συνυπολογίστηκαν οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας που επέφερε η οικονομική κρίση στην Χώρα. Επίσης, κατά τον ίδιο λόγο, το αρμόδιο όργανο, κατά την διαμόρφωση της κρίσης του, παρέλειψε να συνεκτιμήσει ότι ο αιτών δεν διαθέτει πλέον κοινωνικό ή οικονομικό σύνδεσμο με την χώρα καταγωγής του και ότι έχει καταστεί η Ελλάδα το κέντρο των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων του, όπως προκύπτει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση που έλαβε και την διαρκή εργασιακή του απασχόληση. Ως παράδειγμα δε της ενσωμάτωσης του ιδίου και της οικογένειάς του, ο αιτών επικαλείται το γεγονός ότι η αδελφή του, …, η οποία έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει ήδη λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Ο λόγος αυτός, ενόψει των εκτεθέντων στην 7η σκέψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο νομοθέτης καθορίζει κάθε φορά κυριαρχικώς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και τα, κατά την κρίση του, πρόσφορα μέσα απόδειξης των προϋποθέσεων αυτών για τον κρίσιμο χρόνο, όπως έπραξε, εν προκειμένω, με τις διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν από τους ν. 4735/2020 και 4873/2021, με τις οποίες ρύθμισε εκ νέου το πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας πολιτογραφήσεως των αλλογενών αλλοδαπών, θεσπίζοντας εισοδηματικά κριτήρια για την απόδειξη της οικονομικής ένταξής τους στην Χώρα. Οι διατάξεις αυτές, λόγω της σημασίας τους για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον και της ευθείας επίδρασης που έχουν στην διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος ως άμεσου οργάνου του Κράτους, είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέες και, ως εκ τούτου, δεν καταλείπεται στον δικαστή εξουσία να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους, συνεκτιμώντας, για την απόδειξη της οικονομικής ένταξης του αλλοδαπού και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρεί, κατά την κρίση του, ως πρόσφορο, πέραν των κριτηρίων που ρητώς καθορίζονται από τον νόμο. Επομένως, νομίμως, η Διοίκηση απέρριψε την αίτηση πολιτογραφήσεως του αιτούντος, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται τα ελάχιστα εισοδηματικά κριτήρια που τέθηκαν από την διάταξη του άρθρου 5Α’ παρ. 1 περ. δ’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, χωρίς να συνεκτιμήσει άλλα στοιχεία για την απόδειξη της οικονομικής ένταξής του στην Χώρα.

10. Επειδή, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη διότι, αν και η αίτηση πολιτογραφήσεώς του κατατέθηκε το έτος 2016, κατά το οποίο δεν ίσχυαν τα εισοδηματικά κριτήρια που προβλέφθηκαν με την, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 4735/2020 εκδοθείσα, υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, αυτά εφαρμόστηκαν και στις εκκρεμείς αιτήσεις, όπως η δική του. Η αναδρομική ισχύς των διατάξεων αυτών, οι οποίες καταλαμβάνουν υποθέσεις μετά πάροδο πέντε ετών από την υποβολή του αιτήματος, αντίκειται, κατά τον αιτούντα, στις αρχές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης. Ο λόγος αυτός είναι, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ούτε από το Σύνταγμα ούτε από την ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας και, συνεπώς, δεν ισχύουν συνταγματικές ή ενωσιακού δικαίου εγγυήσεις που καλύπτουν τα εν λόγω θέματα, τις οποίες αποστερήθηκε ο αιτών με την αναδρομική ισχύ των νέων διατάξεων. Σύμφωνα, επομένως, με τα προαναφερθέντα, επί αιτήσεως πολιτογραφήσεως αλλοδαπού υποβληθείσας προ της εκδόσεως του ν. 4735/2020 και εκκρεμούσας κατά την έναρξη ισχύος του, την 1η.4.2021, θεμιτώς προβλέφθηκε ότι είναι εφαρμοστέα η ουσιαστική ρύθμιση που θεσπίζεται με τις νέες διατάξεις, κατά την οποία η οικονομική ένταξη του αιτούντος στην Χώρα αποδεικνύεται από την θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων, λόγω δε της ειδικής διαχρονικού δικαίου ρύθμισης του άρθρου 18 στον ως άνω ν. 4735/2020, δεν μπορούσε η Διοίκηση να κρίνει το αίτημα του ενδιαφερομένου με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του (20.10.2016). Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Α.Α., Προέδρου Εφετών Δ.Δ., ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην 7η σκέψη γνώμη της μειοψηφίας, η μη πρόβλεψη από τον νομοθέτη ρυθμίσεως για τις εκκρεμείς αιτήσεις αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και, συνακόλουθα, στην αρχή της αναλογικότητας αντίκειται και η προσβαλλόμενη απόφαση.

11. Επειδή, ο αιτών διατείνεται ότι η απόρριψη του αιτήματός του αντίκειται, επίσης, στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι εφόσον υπέβαλε την αίτησή του στις 20.10.2016, σε χρόνο κατά τον οποίο πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που είχε ο νομοθέτης εκ των προτέρων καθορίσει, είχε δημιουργηθεί σε αυτόν η εύλογη πεποίθηση ότι θα αποκτήσει συγκεκριμένο δικαίωμα, ήτοι την ελληνική ιθαγένεια, η δε θέσπιση επιπλέον κριτηρίων οικονομικής ένταξης με τις μεταγενέστερες διατάξεις, με τις οποίες τέθηκε αναδρομικώς ελάχιστο ετήσιο εισόδημα για τα πριν την υποβολή της αιτήσεώς του έτη, ανατρέπει την δικαιολογημένη πεποίθησή του ότι πληροί τα κριτήρια κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από την συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 16, 3353/2015 Ολομ., 2100/2019 Ολομ., 1822/2020 Ολομ., 1831/2021), όπως εν προκειμένω. Σε ό,τι αφορά δε, το ειδικότερο ζήτημα της πολιτογραφήσεως αλλογενούς αλλοδαπού, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η πολιτογράφηση δεν αποτελεί περιεχόμενο ατομικού δικαιώματος του ενδιαφερομένου, το οποίο γεννά αξίωση προς κτήση της ιθαγένειας, αλλά αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως, διαθέτοντας ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων, των κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πλέον πρόσφορα για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς την εκάστοτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι εισάγουσες αναδρομικώς εισοδηματικά κριτήρια διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020, παραβιάζουν την συνταγματική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

12. Επειδή, στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης … η αίτηση ακυρώσεως είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται την ενέργεια αυτή, όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στη Διοίκηση …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3230/2004 (Α’ 44) και, ακολούθως, από την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3242/2004 (Α’ 102), ορίζονται τα εξής: «α. Οι δημόσιες υπηρεσίες … όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες …». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2022, 92, 800, 975/2016, 3938/2013, 3524/2011, 3004/2010 Ολομ., 2073-4/2008 7μ., 1325-1327/2008 7μ.), οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του Κώδικα αυτού, αποβλέπουν προεχόντως στην δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών, θεμελιώνοντας απλώς την γενική υποχρέωση της Διοίκησης να επιλαμβάνεται εγκαίρως των αιτημάτων των διοικουμένων και να τους ενημερώνει για την πορεία της εξέτασής τους. Ως εκ τούτου, με τις διατάξεις αυτές δεν εισάγεται νέος δικονομικός κανόνας δικαίου και δεν τροποποιούνται οι δικονομικής φύσεως διατάξεις του π.δ/τος 18/1989 και, ειδικότερα, το άρθρο 45 παρ. 4 αυτού, που προβλέπει την δυνατότητα προσβολής της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης αιτήματος, η οποία συνάγεται από την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την υποβολή του. Εν προκειμένω, ο αιτών δεν έχει προσβάλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του, η οποία συνάγεται από την παράλειψη της Διοίκησης να αποφανθεί εντός τριμήνου από την υποβολή της, αν και είχε, εκ του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, την δυνατότητα αυτή, ώστε να εξεταστεί το αίτημά του με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του. Νομίμως, επομένως, εφαρμόστηκε το άρθρο 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (24.2.2022), με την οποία περατώθηκε απορριπτικώς η διαδικασία επί του αιτήματος πολιτογραφήσεως του αιτούντος, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος, με τον οποίο ο αιτών επικαλείται την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και την 50νθήμερη προθεσμία προς απάντηση που τίθεται στην Διοίκηση, για την οποία προβάλλει ότι παραβιάστηκε από την καθυστέρησή της να απαντήσει επί του αιτήματος πολιτογραφήσεώς του.

13. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική του αιτήματός του απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος λόγω μη προη­γούμενης ακροάσεως του αιτούντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη απόρριψη έλαβε χώρα μετά την, κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, κίνηση της διαδικασίας εξετάσεως του αιτήματος πολιτογραφήσεώς του και, επομένως, δεν συνέτρεχε, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 1748/2020, 991/2018, 1006/2016, 715/2015, 217, 640, 1830/2013, 1012, 2624/2011, 2800/2009, 401-403/2007, 2147/2007). Εξάλλου, εν προκειμένω, η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε επίμεμπτη υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά ερείδεται στο αντικειμε­νικό δεδομένο της έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας και, επομένως, δεν συνέτρεχε και εξ αυτού του λόγου, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 1792-1795/2021, 3225, 3457/2015, 808/2013, 1800-1801/2012, 2687, 2774, 3883, 4473/2012, 3781/2011, 3222/2000).

14. Επειδή, ο αιτών υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τους ν. 4735/2020 και 4873/2021, είναι αντίθετες προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να ενεργούν λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της αναλογικότητας, στις περιπτώσεις που οι ενέργειές τους θίγουν οποιοδήποτε θεμελιώδες δικαίωμα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, ανεξαρτήτως ότι από το Σύνταγμα ή από άλλη διάταξη του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου δεν αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ιθαγένειας, όπως προελέχθη, τα εισοδηματικά κριτήρια που τίθενται με την διάταξη του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, συναρτώμενα προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου, αντανακλούν την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης. Ως εκ τούτου, παρίστανται πρόσφορα προκειμένου να εξακριβωθεί η πραγματική ένταξη των αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της Χώρας, είναι κατάλληλα και αναγκαία για την διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας στην απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, συνιστάμενου στην μη επιβάρυνση του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας από την ενσωμάτωση των αλλοδαπών στην Χώρα, καθόσον δεν καθιστούν αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ, εξάλλου, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται, μετά την απόρριψη της αρχικής αιτήσεώς τους, να υποβάλουν νέα αίτηση επιδιώκοντας την πολιτογράφησή τους βάσει νέων δικαιολογητικών, που πιστοποιούν την μεταγενέστερη οικονομική ένταξή τους στην Χώρα. Επομένως, η επίμαχη ουσιαστική προϋπόθεση δεν έχει ως άμεση και αυτόθροη συνέπεια τον αποκλεισμό της δυνατότητας των αλλογενών αλλοδαπών να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως επικαλείται ο αιτών.

15. Επειδή, στην διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Η συνταγματική αυτή διάταξη, έχουσα κατά βάση κατευθυντήριο χαρακτήρα, αφήνει στον κοινό νομοθέτη ευχέρεια να προσδιορίσει, κατά την εκτίμησή του, το είδος και την έκταση της ειδικής φροντίδας που παρέχεται στον θεσμό της οικογένειας (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1937/2018). Από την διάταξη αυτή δεν προκύπτει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να απονέμει αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια σε ενήλικους αλλοδαπούς, για τον λόγο ότι ανήκουν σε οικογένεια, μέλος της οποίας έχει ήδη πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης. Τούτο διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο καθορισμός τόσο των ουσιαστικών προϋποθέσεων, όσο και της διαδικασίας κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση αποτελούν κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως. Περαιτέρω, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θεσπίζονται με την διάταξη του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύουν, δεν έχουν ως αυτόθροη συνέπεια την διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών, η δε ενότητα της οικογένειας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη της κοινής ιθαγένειας των μελών της. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, με τις οποίες προβλέπεται ότι οι αλλοδαποί αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια εφόσον αποδείξουν ότι πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια, παραβιάζουν την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος διότι, κατά τα προβαλλόμενα, καθιστούν εξαιρετικώς δυσχερή την πολιτογράφησή τους. […]

Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν. 5038/2023 «Κώδικας μετανάστευσης» (τ. Α΄81).

Υπενθυμίζεται ότι οι νέες διατάξεις θα τεθού σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2024 (εκτός αν ορίζεται διαφορετικά βλ. άρ. 179) οπότε και θα καταργηθούν τα άρθρα 1 έως 138 του προγενέστερου Κώδικα (ν. 4251/2014, όπως ισχύει).

Κηρύσσεται αθώα λόγω κατάστασης ανάγκης η κατηγορουμένη, πολίτης Καμερούν, η οποία σε νομότυπη έλεγχο κατελήφθη να κατέχει το διαβατήριο το οποίο ήταν κλεμμένο και πλαστό του οποίου έκανε χρήση επιδεικνύοντάς αυτά στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένος Κω, επιχειρόντας να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια στερούμενη νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων, καθόσον έχει ήδη χαρακτηριστεί ως θύμα εμπορίας ανθρώπων, δυνάμει εισαγγελικής διατάξεως.

Στο άρθρο 1 περιπτ. ια’ του ν. 4251/2014 ορίζεται ότι « ια) Θύμα εμπορίας ανθρώπων είναι τόσο το φυσικό πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, ώστε να θεωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 3231, 339 παράγραφοι 1 και 4, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α, 3481, 349, 351 και 351 Α. του ΠΚ, πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη για αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του οποίου τελέστηκε κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη, ανεξάρτητα από το εάν αυτό έχει εισέλθει στη χώρα νόμιμα ή παράνομα. Θύμα εμπορίας ανθρώπων, κατά το προηγούμενο εδάφιο, είναι το θύμα του εγκλήματος του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτό είναι ανήλικος. Ο χαρακτηρισμός «Θύμα εμπορίας ανθρώπων» αποδίδεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, τόσο αμέσως μετά την κίνηση της ποινκής δίωξης για έγκλημα που προβλέπεται στα άρθρα 323, 323Α, 3231, 339 παράγραφοι 1 και 4, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α, 3481, 349, 351 και 351 Α του Π.Κ. όσο και πριν ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από αυτά τα αδικήματα. Στην τελευταία περίπτωση, για την έκδοση της εν λόγω πράξης απαιτείται έγγραφη γνωμοδότηση, που συντάσσεται από δύο επιστήμονες με ειδικότητα ψυχιάτρου, ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού, οι οποίοι υπηρετούν σε Υπηρεσία ή σε Μονάδα Προστασίας και Αρωγής των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003, όπως αυτό ισχύει, ή στην Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής, ΜΚΟ ή στο ΔΟΜ ή σε Διεθνείς Οργανώσεις ή σε άλλους εξειδικευμένους και αναγνωρισμένους από το κράτος φορείς προστασίας και αρωγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του ΠΔ 233/2003. Η πράξη χαρακτηρισμού εκδίδεται ανεξαρτήτως εάν το θύμα συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, σε όσες περιπτώσεις ο ανωτέρω Εισαγγελέας κρίνει, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι συντρέχουν οι όροι τον άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003 ή ότι το θύμα δεν συνεργάζεται εξαιτίας τ απειλών που στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσης του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτό δεν προστατευθεί ή εάν απομακρυνθεί από τη χώρα αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Η ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζεται και για την περίπτωση χαρακτηρισμού προσώπου ως «θύματος παράνομης διακίνησης μεταναστών», όπως ορίζεται στην περίπτωση ιβ του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, εξέδωσε Εγκύκλιο αναφορικά με το θέμα του χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων (ΕισΑΠ 7/2022). Το ζήτημα τέθηκε από τον Εθνικό Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων και Πρόεδρο της Ομάδας Εργασίας για την προστασία των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων, ο οποίος εξέθεσε ότι οι περισσότερες εισαγγελικές διατάξεις χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων είναι απορριπτικές, παρά τις θετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ, ενώ οι λίγες θετικές εκδίδονται με περιορισμένη χρονική ισχύ, φαινόμενα που δεν φαίνεται να συμβιβάζονται με τον σκοπό, το πνεύμα και τις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων. Η Εισαγγελία επεσήμανε, αρχικά, ότι σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση προβλέπεται ένα αρχικό – προσωρινό στάδιο αναγνώρισης του προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, κατά το οποίο αρκεί πιθανολόγηση και εκδίδεται προσωρινή απόφαση χαρακτηρισμού, ακολούθως δε κατά το οριστικό στάδιο αναγνώρισης διαπιστώνεται ότι το πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπου και εκδίδεται οριστική απόφαση χαρακτηρισμού. Στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Ν. 4251/2014 δεν προβλέπει δύο στάδια κατά την διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, αλλά μόνο ένα. Συνεπώς, ο εισαγγελικός λειτουργός αρκεί να πιθανολογήσει, ότι το ενώπιον του πρόσωπο εμπίπτει στην έννοια του θύματος εμπορίας ανθρώπων και δεν απαιτείται, ούτε να διαπιστώνεται με βεβαιότητα η ιδιότητα αυτή, ούτε να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης σε βάρος του κάποιου από τα σχετικά αδικήματα. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει, και πριν την άσκηση ποινικής δίωξης. Πράγματι, σύμφωνα με την §134 της Επεξηγηματικής ‘Εκθεσης της Σύμβασης η διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ποινική διαδικασία κατά των υπευθύνων της εμπορίας. Η Εισαγγελία επεσήμανε, περαιτέρω, ότι ούτε η Σύμβαση, ούτε ο ανωτέρω νόμος προβλέπει ως απαραίτητη την κατάθεση αίτησης από τον ενδιαφερόμενο, για να εκδοθεί εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού του ως θύματος εμπορίας ανθρώπων. Για τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό βαρύνουσα σημασία έχει η υπάρχουσα εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, που έχει έλθει σε ετταφή με το θύμα, πολύ περισσότερο αν έχει ερευνήσει και αξιολογήσει τις συνθήκες εντοπισμού του, όπως η αστυνομία, η Επιθεώρηση Εργασίας, τα Τελωνεία, οι μεταναστευτικές αρχές και οι πρεσβείες ή τα προξενεία, αλλά και με σχετικά επιφορτισμένες ΜΚΟ. Σε περίπτωση που το τυχόν υπάρχον αίτημα χαρακτηρισμού ή η σχετική αναφορά της αρμόδιας υπηρεσίας είναι ασαφής ή αόριστη, ο εισαγγελέας – ακριβώς ενόψει της ενδεχόμενης πολλαπλώς επιβαρυμένης κατάστασης τον ενδιαφερομένου – δεν εκδίδει απορριπτική διάταξη, αλλά επιστρέφει την αλληλογραφία προς συμπλήρωση και, μόνο αν επανυποβληθεί απράκτως, τότε εκδίδει απορριπτική διάταξη. Τα ίδια ισχύουν και αν δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία. Μεταξύ άλλων, η Εισαγγελία τόνισε πως εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού, εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο, δεν μπορεί να έχει προσωρινή ισχύ. Στην περίπτωση εκκρεμούς σχετικής ποινικής διαδικασίας, μπορεί να προβλέψει επανεξέταση του χαρακτηρισμού, όταν η τελευταία περατωθεί αμετακλήτως, οπότε αν το δικαστήριο αποφανθεί, ότι το χαρακτηρισθέν θύμα δεν υπήρξε τέτοιο, τότε προδήλως θα ανακληθεί η αρχική διάταξη, ενώ επί καταδίκης ή ακόμα και απαλλαγής χωρίς να θίγεται η ιδιότητα του θύματος, είναι σαφές ότι η διάταξη θα συνεχίσει να ισχύει. Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της χορήγησης περιόδου αποκατάστασης και περίσκεψης, ούτε η Σύμβαση, ούτε ο νόμος προβλέπει σχετική αίτηση του θύματος εμπορίας, αλλά αυτή, ανεξαρτήτως ύπαρξης ή όχι σχετικής αίτησης, χορηγείται αυτεπαγγέλτως, εκτός αν υπάρχει ρητή παραίτηση από πλευράς του θύματος. Η ανωτέρω περίοδος μπορεί χορηγηθεί είτε μεταγενέστερα του εισαγγελικού χαρακτηρισμού, είτε ταυτόχρονα με την περί χαρακτηρισμού διάταξη, γεγονός μάλιστα που ενδείκνυται και φαίνεται να προκρίνει η διάταξη του άρ. 49§1 ν. 4251/14, είτε ακόμα και πριν τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 ΠΚ, τιτλοφορούμενο «Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο», ορίζεται ότι «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε. 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο. 3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει αντίστοιχη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου».
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και απ’ όλη την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε για το ότι ο πρώτος κατηγορούμενος […}, στη νήσο Κω και στο Διεθνή Αερολιμένα Κω “Ιπποκράτης”, την 2-7-2019 και ώρα 16:40′, προκειμένου να ταξιδέψει με την πτήση υπ’ αρ.[…] της αεροπορικής εταιρείας […]με προορισμό το Μιλάνο, σε νομότυπο έλεγχο που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Αερολιμένα Κω, κατελήφθη να κατέχει το με αριθμό […]διαβατήριο εκδοθέν την 6-3-2015 από Αρχές Ηνωμένου Βασιλείου, με στοιχεία κατόχου […], γεν. 26-5-1989 στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ήταν κλεμμένο κα πλαστό, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου […]έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ της ΕΛ.ΑΣ., έκανε δε χρήση αυτού επιδεικνύοντάς το στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένα Κω προκειμένου να ταξιδέψει στη Μιλάνο. Περαιτέρω, ως αλλοδαπός υπήκοος Συρίας, στον ως άνω αναφερόμενο χρόνο και τόπο, επιχείρησε να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια κατά τον τρόπο που ροαναφέρθηκε, στερούμενος νομίμων ταξιδιωτικών εγγράφων. Επομένως, πρέπει ο πρώτος των κατηγορουμένων να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις του αυτές. Περαιτέρω, η δεύτερη κατηγορούμενη […], γεν. στο Καμερούν στις 16-11-1951, κάτοχος του με αριθμό […] διαβατηρίου Αρχών Καμερούν, υπήκοος Καμερούν, στη νήσο Κω και στο Διεθνή Αερολιμένα Κω “Ιπποκράτης”, την 2-7-2019 και ώρα 16:40′, προκειμένου να ταξιδέψει με την αυτή υπ’ αρ. […]πτήση της αεροπορικής εταιρείας […]με προορισμό το Μιλάνο, σε νομότυπη έλεγχο που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Αερολιμένα Κω, κατελήφθη να κατέχει το με αριθμό […]διαβατήριο εκδοθέν την 16/9/2016 από τις Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας, με στοιχεία κατόχου […], γεν. 12/06/1990 στη Γαλλία, το οποίο ήταν κλεμμένο και πλαστό (βλ. την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ). Επίσης η δεύτερη κατηγορούμενη κατείχε και το υπ. αριθμ. […]δελτίο ταυτότητας εκδοθέν την 14/2/2019 από τις αρχές ταυ Βελγίου, με στοιχεία κατόχου […], το οποίο ήταν εξ’ υπαρχής πλαστό (βλ. την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ). Αμφοτέρων των ταξιδιωτικών εγγράφων, και ειδικότερα, του υπ’ αριθμ. […] διαβατηρίου εκδοθέντος την 16/9/2016 αττό τις Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς και του υπ’ αριθμ.[…] δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος την 14/2/2019 από τις αρχές του Βελγίου, έκανε χρήση επιδεικνύοντάς αυτά στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένος Κω, προκειμένού να ταξιδέφει με την ως άνω αναφερόμενη πτήση με προορισμό το Μιλάνο. Περαιτέρω, η δεύτερη κατηγορούμενη, ως αλλοδαπός υπήκοος και ειδικότερα υπήκοος Καμερούν, στον ως άνω αναφερόμενο χρόνο και τόπο, επιχείρησε να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, στερούμενη νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων.
Πλην όμως, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη έχει ήδη χαρακτηριστεί ως θύμα εμπορίας ανθρώπων, κατ’ άρθρο 1 περιπτ. ια’ του ν. 4251/2014, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 13/13-12-2020 εισαγγελικής διατάξεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών […], την οποία προσκόμισε κατά την ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη, τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλούσε το πρόσωπο της ιδίας, άνευ υπαιτιότητας της, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εκτεθεί στον κίνδυνο, η δε προκληθείσα προσβολή είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την απειληθείσα, εις βάρος της δεύτερης κατηγορούμενης, προσβολή. Για το λόγο αυτό, κρίνεται ότι δεν είναι άδικες οι ανωτέρω πράξεις της, λόγω καταστάσεως ανάγκης αίρουσας τον άδικο χαρακτήρα αυτών, πρέπει δε, κατά παραδοχή και του παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της, να κηρυχθεί αθώα […]

Απόρριψη από τις εγχώριες αρχές αιτήματος της προσφεύγουσας, δημοσιογράφου, για πρόσβαση στα κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο. Οι εθνικές αρχές δεν απέδειξαν την ανάγκη επιβολής περιορισμών του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης. παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Τον Ιούλιο του 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση χορήγησης αδείας στην Υπηρεσία Μετανάστευσης και Ιθαγένειας με σκοπό να εισέλθει και να προβεί σε ηχογραφήσεις στα κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο και προσφύγων. Η Υπηρεσία αυτή απέρριψε το αίτημα της επικαλούμενη την «ασφάλεια και τα προσωπικά δικαιώματα» των φιλοξενουμένων στα κέντρα υποδοχής.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι εθνικές αρχές δεν απέδειξαν την ανάγκη επιβολής περιορισμών του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης και διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Τέθηκε απο σήμερα σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, υπό τον τίτλο: «Κώδικας Μετανάστευσης».

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιχειρείται:

  • η αναμόρφωση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για θέματα εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα,
  • η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/1883/ΕΚ σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής πολιτών τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης,
  • η συμπερίληψη του συνόλου των τίτλων διαμονής που προβλέπονται στην ελληνική μεταναστευτική νομοθεσία σε ενιαίο κείμενο,
  • ο εξορθολογισμός των υφιστάμενων κατηγοριών αδειών διαμονής, με την απαλοιφή όσων αποτελούν εθνικές ρυθμίσεις και την υπαγωγή τους σε συναφείς κατηγορίες αδειών διαμονής που προβλέπονται στο Ενωσιακό Δίκαιο, καθώς και την ομαδοποίησή τους με βάση τον σκοπό και τη συνάφεια,
  • η αναμόρφωση της διαδικασίας μετάκλησης πολιτών τρίτων χωρών για την κάλυψη αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας σε μόνιμο και εποχιακό προσωπικό,
  • η άρση απαγόρευσης αλλαγής σκοπού διαμονής για συγκεκριμένες κατηγορίες αδειών διαμονής με σκοπό την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού που διαμένει ήδη νομίμως στη χώρα και  την απλούστευση της διοικητικής διαδικασίας για όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες (π.χ. ελληνικές προξενικές αρχές,  αρχές συνοριακού ελέγχου, κά.),
  • η ευθυγράμμιση/προσαρμογή των διαδικασιών αδειοδότησης των πολιτών τρίτων χωρών με τις σύγχρονες ψηφιακές απαιτήσεις, μέσω της καθιέρωσης της ηλεκτρονικής υποβολής  αιτήσεων χορήγησης και ανανέωσης όλων των τύπων αδειών διαμονής,
  • η επικαιροποίηση και μείωση των δικαιολογητικών που απαιτούνται για την έκδοση ή ανανέωση αδειών διαμονής, με πρόβλεψη αυτεπάγγελτης, όπου είναι εφικτό, , αναζήτηση , καθώς και η αποφυγή υποβολής  ίδιων δικαιολογητικών σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας εισδοχής (π.χ. θεώρησης εισόδου και  άδειας διαμονής).

Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί την Τρίτη 14 Μαρτίου 2023 και ώρα 10:00.

Ο αιτών πολίτης Τουρκίας, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή τη δράση του με το κόμμα HDP, προσκόμισε έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική, τα οποία δεν έγιναν δεκτά από την Επιτροπή, χωρίς, να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τους δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι συνεκτιμήθηκαν σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες απο την Επιτροπή, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη των ως άνω εγγράφων. Μη νομίμως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

11.Επειδή, εν προκειμένω, από τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις διεθνείς πηγές προκύπτει ότι δεν αποκλείεται και απλά, χαμηλόβαθμα μέλη του κόμματος ….να υποστούν διώξεις στην χώρα καταγωγής του αιτούντος και σε βάρος τους να απαγγελθούν σοβαρές κατηγορίες κατ΄ επίκληση του αντιτρομοκρατικού νόμου. Περαιτέρω, ο αιτών πέραν των δηλώσεών του, προς απόδειξη των κρίσιμων ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή την συμμετοχή του και την δράση του με το κόμμα …, προσκόμισε συγκεκριμένα έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική. Από αυτά, το πρώτο (η βεβαίωση συμμετοχής στο κόμμα …) δεν έγινε δεκτό από την Επιτροπή, χωρίς, όμως, η τελευταία να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς την γνησιότητά του, ούτε ως προς την αποδεικτική του δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι προσκομίστηκε σε απλό αντίγραφο και εκτιμάται σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη του ανωτέρω εγγράφου, ήτοι κατά πόσο αυτό είναι πρόσφορο να στηρίξει την διήγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών από τον αιτούντα και την ιδιότητά του ως μέλους του …, σκοπός για τον οποίον προσκομίστηκε. Περαιτέρω, τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στις 11.10.2021 στην Αρχή Προσφυγών δεν εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή, η οποία στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε οποιαδήποτε κρίση για το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τουςδύναμη. Με αυτά τα δεδομένα, εφόσον προβάλλεται ότι από τα έγγραφα αυτά προέκυπταν οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί στον αιτούντα, έπρεπε και αυτά να συνεκτιμηθούν, προκειμένου να αξιολογηθεί συνδυαστικώς η αξιοπιστία των δηλώσεών του. Διότι τόσο η ανωτέρω βεβαίωση, όσο και τα από 11.10.2021 υποβληθέντα έγγραφα προβάλλεται ότι σχετίζονται με το κρίσιμο ζήτημα της ιδιότητας του αιτούντος ως μέλος του … και της φερόμενης δίωξής του από το καθεστώς για την πολιτική του δράση, δηλαδή ακριβώς με αυτούς τους ισχυρισμούς, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις διεθνείς πηγές, είναι ουσιώδεις για την υπαγωγή του τελευταίου σε προσφυγικό καθεστώς, ωστόσο κρίθηκαν αναξιόπιστοι με βάση μόνο την συνέντευξη του τελευταίου. Με αυτά τα δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε ως αναξιόπιστους τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αιτούντος, χωρίς να εκφέρει κρίση ως προς την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω εγγράφων, εκ των οποίων τα από 11.10.2021 έγγραφα δεν μνημονεύονται καν στο σώμα της, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ούτε το περιεχόμενό τους, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, όπως βασίμως προβάλλεται. […]

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Ακυρώνει την … /5.11.2021 απόφασης της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση […]

Ήπιες διοικητικές τροποποιήσεις προς μια περισσότερο συμπεριληπτική κατεύθυνση, προτείνει ο Συνήγορος του Πολίτη για τις προϋποθέσεις οικονομικής ένταξης των υποψηφίων για πολιτογράφηση αλλογενών, τις οποίες εισήγαγε η πλέον πρόσφατη τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ). Οι απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη δεν έτυχαν θετικής ανταπόκρισης.

Ήπιες διοικητικές τροποποιήσεις προς μια περισσότερο συμπεριληπτική κατεύθυνση, προτείνει ο Συνήγορος του Πολίτη για τις προϋποθέσεις οικονομικής ένταξης των υποψηφίων για πολιτογράφηση αλλογενών, τις οποίες εισήγαγε η πλέον πρόσφατη τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ).

Η Ανεξάρτητη Αρχή έλαβε το προηγούμενο διάστημα σημαντικό αριθμό αναφορών, που κρίνουν αυστηρή και υπερβολική, δεδομένων των οικονομικών συνθηκών της χώρας, τη σχετική διάταξη για τα οικονομικά κριτήρια πολιτογράφησης, που προβλέπει το ελάχιστο δηλωμένο εισόδημα για σειρά ετών. Κατ’ αποτέλεσμα, η ρύθμιση καταλήγει στον αποκλεισμό, από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, μεγάλου αριθμού, ενταγμένων κατά τα άλλα, μεταναστών.

Περαιτέρω, η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων, όπως διαμορφώθηκαν με τη πρόσφατη τροποποίηση του ΚΕΙ, είναι ιδιαιτέρως προβληματική για όσες και όσους είχαν καταθέσει προγενέστερα αιτήματα, με βάση το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο.

Οι απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη δεν έτυχαν θετικής ανταπόκρισης.

Κατά τον κρίσιμο χρόνο (έτος 2018), οι μετακλητοί εργάτες γής εξακολουθούσαν να αμείβονταν και ασφαλίζονταν αποκλειστικά με εργόσημο. Μη νόμιμη η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια διαμονής που ειχε χορηγηθεί σε μετακλητό εργάτη γής, με την αιτιολογία ότι αυτός, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, είχε μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του και τον ασφαλιστικό του φορέα, κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 15 παρ.4 του ν. 4251/2014.

3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 4251/2014, συνάγεται ότι η μετάκληση πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα για παροχή εξαρτημένης εργασίας ρυθμίζεται με γνώμονα τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια. Για τον λόγο αυτό, αρχικώς, με απόφαση των αρμόδιων Υπουργών, που εκδίδεται το τελευταίο τρίμηνο κάθε δεύτερου έτους, καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός θέσεων για εξαρτημένη εργασία ανά Περιφέρεια και ανά ειδικότητα απασχόλησης, αφού ληφθεί υπόψη, υποχρεωτικώς, η γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Δ. και των Περιφερειών, σχετικά με τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια (βλ. άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του ν. 4251/2014). Ακολούθως δε, κάθε εργοδότης που επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για εξαρτημένη εργασία, με βάση τις θέσεις εργασίας της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, καταθέτει σχετική αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, από έγκυρη σύμβαση εργασίας στην Ελλάδα του πολίτη τρίτης χώρας, διάρκειας, τουλάχιστον, ενός έτους (βλ. άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4251/2014), η οποία (αίτηση) εγκρίνεται από τον Γενικό Γραμματέα (και ήδη τον Συντονιστή) της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης με πράξη, που αφορά την παροχή εξαρτημένης εργασίας συγκεκριμένου πολίτη τρίτης χώρας σε συγκεκριμένο εργοδότη, μόνο εφόσον η ειδικότητα της απασχόλησής του περιλαμβάνεται στην ισχύουσα κοινή υπουργική απόφαση και ο αριθμός των εκεί προβλεπομένων θέσεων εργασίας της εν λόγω ειδικότητας δεν έχει εξαντληθεί (βλ. άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι η μετάκληση πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα για παροχή εξαρτημένης εργασίας ρυθμίζεται με γνώμονα τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια και, μάλιστα, ανά Περιφέρεια και ανά ειδικότητα απασχόλησης, με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4251/2014, προβλέφθηκε ότι ο πολίτης τρίτης χώρας που έχει λάβει αρχική άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, επιτρέπεται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, με την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της ειδικότητας για την οποία του χορηγήθηκε η εθνική θεώρηση εισόδου, καθώς και του ασφαλιστικού του φορέα. Ωστόσο, με την παράγραφο 5 του άρθρου 15 του ν. 4251/2014, ορίστηκε ότι ο κάτοχος άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία δύναται να εργαστεί σε άλλη περιφερειακή ενότητα και να μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 του ν. 4251/2014, συνάγεται ότι ο πολίτης τρίτης χώρας, που έχει λάβει άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, κατά μεν τη διάρκεια του πρώτου έτους ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μόνον υπό τις προϋποθέσεις ότι δεν επέρχεται μεταβολή της ειδικότητας απασχόλησής του και συνεχίζει να απασχολείται στην ίδια περιφερειακή ενότητα, μετά δε την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται, κατά τη σύναψη σύμβασης εργασίας με άλλον εργοδότη, να μεταβάλλει την ειδικότητα απασχόλησής του και την περιφερειακή ενότητα στην οποία εργάζεται. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4251/2014, η αίτηση μετάκλησης που καταθέτει ο ενδιαφερόμενος εργοδότης στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης συνοδεύεται από έγκυρη σύμβαση εργασίας του πολίτη τρίτης χώρας στην Ελλάδα, η οποία απαιτείται να έχει ελάχιστη διάρκεια ένα έτος, με αποτέλεσμα, μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης αυτής, να υποχρεωθεί ενδεχομένως ο πολίτης τρίτης χώρας, που έχει λάβει διετή άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, να συνάψει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μεταβάλλοντας την ειδικότητα και τον τόπο παροχής της εργασίας του. Από τη σύμβαση αυτή, εξάλλου, πρέπει να προκύπτει ότι η αμοιβή του πολίτη τρίτης χώρας είναι ίση, τουλάχιστον, με τις μηνιαίες αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη.

7. Επειδή, […] συνάγεται ότι οι απασχολούμενοι με αμοιβή σε αγροτικές εργασίες της πρωτογενούς αγροτικής δραστηριότητας και σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις υπάγονταν υποχρεωτικά και αυτοδίκαια, από 1.1.2004, στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α., εξαιρούμενοι της ασφάλισης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.. Από την έναρξη δε ισχύος του ν. 3863/2010, θεσπίσθηκε το εργόσημο, ως τρόπος αποκλειστικής αμοιβής, μεταξύ άλλων, των αγρεργατών σε προσωπικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις (άρθρο 20 του ν. 3863/2010 σε συνδυασμό με την περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4169/1961), οι οποίοι συνέχιζαν να υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. (άρθρο 22 του ν. 3863/2010). Με τη σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α., προβλέφθηκε, για τη συγκεκριμένη κατηγορία αγρεργατών, το ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών (άρθρο 42 του ν. 4387/2016), κατά τον κρίσιμο δε χρόνο (έτος 2018), η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση δεν είχε εκδοθεί. Η σχετική υπουργική απόφαση ουδέποτε εκδόθηκε και, με το άρθρο 38 του ν. 4670/2020, αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 42, τροποποιώντας τις σχετικές περί εργοσήμου διατάξεις, προκειμένου να προβλέπεται ότι τα ως άνω πρόσωπα υπάγονται πλέον στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην Ο.Γ.Α), ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος. Κατά συνέπεια, κατά το χρόνο του ελέγχου και όσο δεν είχε εκδοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 42 του ν. 4387/2016 υπουργική απόφαση περί ειδικού παραβόλου ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών, οι αγρεργάτες που απασχολούνταν σε προσωπικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις αμείβονταν και ασφαλίζονταν αποκλειστικά με εργόσημο και εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται γι’ αυτούς οι διατάξεις του τέταρτου κεφαλαίου του ν. 3863/2010.

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, υπήκοος Αλβανίας, γεννηθείς στις 19.10.1990, κάτοχος του … διαβατηρίου αλβανικών αρχών, λήξεως την 30.7.2023, υπέβαλε, στις 31.10.2019, προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, την υπ’ αριθμ. … αίτησή του για ανανέωση της αρχικώς χορηγηθείσας σε αυτόν, υπ’ αριθμ. … /29.11.2017, άδειας διαμονής για εργασία (μετακλητός εργάτης γης), ισχύος από 27.11.2017 έως 29.11.2019, συνυποβάλλοντας τα εξής έγγραφα: α) βεβαίωση ασφαλιστικής ικανότητας για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη από 1.10.2019 έως 26.11.2019 και β) τον από 30.10.2019 λογαριασμό ασφαλισμένου, εκδοθέντα από το Α΄ Τοπικό Υποκατάστημα Μισθωτών Αλεξανδρούπολης, από τον οποίο προκύπτει η ασφάλιση του αιτούντος για τις μισθολογικές περιόδους 3ο/2019-9ο/2019, με την ειδικότητα του εργάτη οικοδομοτεχνικών έργων. […] Ακολούθως, κατόπιν επικοινωνίας της αρμόδιας υπηρεσίας με τον ανταποκριτή ΕΦΚΑ του Δήμου Αλεξανδρούπολης, προέκυψε ότι ο αιτών δεν φαίνεται ασφαλισμένος, κατά το πρώτο έτος παραμονής του στη Χώρα, στα μητρώα του ΕΦΚΑ Αγροτών του ανωτέρω Δήμου (βλ. σχετ. το … /3.7.2020 απαντητικό έγγραφο του ανταποκριτή ΕΦΚΑ του Δήμου Αλεξανδρούπολης). Ενόψει τούτων, στις 14.7.2020, ο αιτών κλήθηκε, με συστημένη επιστολή, να προσέλθει, ενώπιον της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Τμήμα Αδειών Διαμονής Έβρου), προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του. Στις 31.7.2020, παρουσιάτηκε και δήλωσε ότι δεν βρήκε την εργοδότρια που τον κάλεσε, δεν δούλεψε καθόλου σε αυτήν, δούλεψε σε άλλο αφεντικό, σε ζώα και χωράφια, και, μετά, δούλεψε στις οικοδομές, προσκόμισε δε αποδεικτικό εξαργύρωσης εργοσήμου των ΕΛ.ΤΑ, του οποίου κρατηθηκε φωτοτυπία από την ανωτέρω υπηρεσία. Με τα δεδομένα αυτά, εκδόθηκαν οι εξής πράξεις: α) η … απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, – υπογραφόμενη, κατ΄ εντολή αυτού, από την Αναπληρώτρια Προϊστάμενη του τμήματος αδειών διαμονής Έβρου – με την οποία ανακλήθηκε η αρχικώς χορηγηθείσα άδεια διαμονής του αιτούντος, λόγω της επελθούσας μεταβολής της ειδικότητας για την οποία η άδεια αυτή του χορηγήθηκε (μετακλητός εργάτης γης) και της συνακόλουθης διακοπής της ασφάλισής αυτού στον Ο.Γ.Α και β) η υπ’ αριθμ. … απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης – υπογραφόμενη κατ΄ εντολή αυτού από την ίδια Αναπληρώτρια Προϊστάμενη – με την οποία, ενόψει ανάκλησης της αρχικώς χορηγηθείσας άδειας διαμονής, αφενός μεν, απορρίφθηκε το από 31.10.2019 αίτημα για ανανέωση άδειας διαμονής του αιτούντος, αφετέρου δε, επιβλήθηκε, σε βάρος του, το μέτρο της επιστροφής, με οικειοθελή αναχώρηση από τη Χώρα, εντός προθεσμίας 30 ημερών. […]

11. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα και τις ως άνω ερμηνευθείσες διατάξεις, το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη της παρούσας απόφασης, ο πολίτης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μεταβάλλοντας την ειδικότητα απασχόλησής του και την περιφερειακή ενότητα στην οποία εργάζεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό εξαργύρωσης εργοσήμου, ο αιτών εργάσθηκε, ως εργάτης γης, για λογαριασμό του …, ενώ, μετά από τη συμπλήρωση ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, προσλήφθηκε από άλλον εργοδότη και εργάσθηκε, πλέον, ως εργάτης οικοδομοτεχνικών έργων, μεταβάλλοντας, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς, κατά την παρ. 5 του άρθρου 15 του ν.4251/2014, την ειδικότητα της απασχόλησής του από εργάτη γης σε οικοδόμο και, κατά συνακόλουθα, και τον τρόπο ασφάλισής του, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια διαμονής που του είχε χορηγηθεί, με την αιτιολογία ότι αυτός, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, είχε μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του και τον ασφαλιστικό του φορέα, κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 15 παρ.4 του ν. 4251/2014, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ, πρέπει να ακυρωθεί και η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ερείδεται αποκλειστικώς στην ανωτέρω παράνομη ανακλητική απόφαση, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης ακυρώσεως, ως βασίμου. Η ακύρωση δε των αποφάσεων αυτών, κατά το μέρος που με αυτές το μεν ανακλήθηκε η άδεια διαμονής του αιτούντος το δε απορρίφθηκε το αίτημα ανανέωσής της, στερούν, σύμφωνα με τα άρθρα 21 παρ.1 του ν. 3907/2011, το επιβληθέν, σε βάρος του αιτούντος, μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του και, συνεπώς, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο σύνολό τους. Κατόπιν τούτων, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων, με την υπό κρίση αίτηση, λόγων.

Η ιατρική βεβαίωση προσκομίστηκε από τον αιτούντα με αίτηση επίσπευσης, που κατέθεσε προκειμένου να αποδείξει την ανάγκη για την, κατ’ εξαίρεση, εξέταση με προτεραιότητα του αιτήματος του, δεν μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην κρίση της Διοίκησης περι συνδρομής ή όχι συνεχούς επταετούς διαμονής στην Ελλάδα για τη χορήγηση άδειας για εξαιρετικούς λόγους.

7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος για χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, λόγω χρήσης πλαστών εγγράφων, στηρίζεται, όπως, σαφώς, προκύπτει από το σώμα της, αποκλειστικά, στην πλαστότητα της …/14-12-2018 ιατρικής βεβαίωσης. Όμως, το εν λόγω έγγραφο δεν συνυπεβλήθη από τον αιτούντα με την … /27-06-2018 αίτησή του, περί χορήγησης άδειας διαμονής, προς απόδειξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4251/2014, του πραγματικού γεγονότος της διαμονής του στη Χώρα για επτά, τουλάχιστον, συνεχή έτη πριν την υποβολή της αίτησής του. Αντιθέτως, όπως προκύπτει και συνομολογείται, άλλωστε, στην προσβαλλομένη, η ανωτέρω ιατρική βεβαίωση προσκομίστηκε από τον αιτούντα με τη …/20-12-2018 αίτηση επίσπευσης, που κατέθεσε ενώπιον του Τμήματος Αδειών Διαμονής Κορινθίας, προκειμένου να αποδείξει την ανάγκη για την, κατ’ εξαίρεση, εξέταση με προτεραιότητα του αιτήματος του, περί χορήγησης άδειας διαμονής. Συνεπώς, το εν λόγω έγγραφο δεν μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην απόφαση της Διοίκησης να απορρίψει το υποβληθέν από τον αιτούντα αίτημα χορήγησης τίτλου διαμονής, αλλά η τελευταία όφειλε, κατά την εκφορά της σχετικής κρίσης της, να προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση των στοιχείων του, συνοδεύοντος την …/27-06-2018 αίτηση, οικείου φακέλου του αιτούντος. Εξάλλου, το ότι η …. /14-12-2018 ιατρική βεβαίωση δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ούτε να συνεκτιμηθεί από τη Διοίκηση, κατά την εξέταση του αιτήματος χορήγησης άδειας διαμονής του αιτούντος, επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι εκδόθηκε στις 14-12-2018, ήτοι αφορούσε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ημερομηνίας κατάθεσης (27-06-2018) της ένδικης … /2018 αίτησης του αιτούντος, ενώ, η συνεχής επταετής διαμονή στην Ελλάδα του πολίτη τρίτης χώρας, που τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4251/2014, όπως ισχύει, πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφα, που ανάγονται στο κρίσιμο χρονικό διάστημα της επταετίας προ της υποβολής του αιτήματός του (εν προκειμένω, από 27-06-2011 έως 27-06-2018). Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται, πλημμελώς, αιτιολογημένη και, για το λόγο αυτόν, πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή, ως βάσιμου, του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου της κρινόμενης αίτησης ακύρωσης, η εξέταση των λοιπών λόγων της οποίας παρέλκει, ως αλυσιτελής. […]

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.