Στο άρθρο 56 παρ. 1 και 2 του ν. 4375/2016 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια: α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων, β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του Π.δ. 141/2013, δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο, ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή. 2. Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξεταστεί επί της ουσίας.»
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως ασφαλής μια τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα άσυλο πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στην παρ. 1 του προαναφερόμενου άρθρου του ν. 4375/2016. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, η συνδρομή των εν λόγω κριτηρίων πρέπει να εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Ανάμεσα δε στα κριτήρια που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις είναι η ύπαρξη συνδέσμου του αιτούντος άσυλο με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η διέλευση του αιτούντος από τρίτη χώρα μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες περιστάσεις που τον αφορούν (όπως, μεταξύ άλλων, ο χρόνος παραμονής του σε αυτή ή το γεγονός ότι η χώρα αυτή βρίσκεται πλησίον της χώρας καταγωγής του), να θεωρηθεί ως σύνδεσμος του αιτούντος με την τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν αντικειμενικά εύλογο για αυτόν να μεταβεί στην εν λόγω χώρα (ΣτΕ 2347/2017).Συνεπώς, σύμφωνα με τη δοθείσα από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως άνω ερμηνεία, η διέλευση του αιτούντος από το έδαφος μιας τρίτης χώρας, δίχως τη συνδρομή των, περαιτέρω, ενδεικτικώς απαριθμουμένων περιστάσεων που τον αφορούν, δεν είναι ικανή, από μόνη της, να προσδώσει στη σχέση αιτούντος – τρίτης χώρας τον απαιτούμενο σύνδεσμο (συνεκτικό δεσμό), βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να αξιωθεί από αυτόν να μεταβεί σε αυτή, ενώ, περαιτέρω, η εν λόγω διέλευση, συνοδευόμενη μόνον από το αντικειμενικό γεγονός της γειτνίασης της χώρας καταγωγής του αιτούντος προς την τρίτη χώρα, δεν επαρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι υφίσταται ο ως άνω σύνδεσμος, ο οποίος συγκροτείται αναγκαίως με τη συνδρομή και ετέρων περιστάσεων (όπως εύλογος χρόνος παραμονής, ύπαρξη υποστηρικτικού του αιτούντος περιβάλλοντος και άλλων). Και τούτο, διότι, αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή αρκεί η «διέλευση» να συνοδεύεται μόνον από το γεγονός της «γειτνίασης της χώρας καταγωγής», θα οδηγούσε ουσιαστικώς στο να μην εξετάζεται κάθε περίπτωση αιτούντος ατομικώς και χωριστά, όπως ρητώς απαιτείται από το νόμο, αλλά, αντιθέτως, να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο και συλλήβδην όλοι οι ομοεθνείς που διέρχονται από τη συγκεκριμένη «γειτνιάζουσα τρίτη χώρα».
Ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση ο υπό κρίση αιτών και ήδη προσφεύγων διήλθε μεν από την Τουρκία, η παραμονή του, όμως, σε αυτή ήταν ιδιαιτέρως σύντομη, καθώς διήρκησε μόλις οκτώ (8) ημέρες, καθώς και ότι μπορεί η χώρα καταγωγής του να γειτνιάζει με την Τουρκία, όμως στην εν λόγω χώρα δεν διαμένουν συγγενικά του πρόσωπα ούτε υφίσταται κάποιο έτερο υποστηρικτικό φιλικό περιβάλλον, ούτε τέλος προκύπτει κάποιος άλλος συνεκτικός δεσμός με την Τουρκία, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται στην περίπτωση του προσφεύγοντος ο απαιτούμενος κατά νόμο σύνδεσμος, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί στην Τουρκία.
Συνεπώς δεν συντρέχει στην περίπτωσή του το κριτήριο που προβλέπεται στην περίπτωση στ’ της παρ. 1 του άρθρου 56 του Νόμου 4375/2016 και με δεδομένη την απαιτούμενη σωρευτική πλήρωση καθενός εκ των προβλεπόμενων στο νόμο κριτηρίων, η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα για αυτόν, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση της συνδρομής των λοιπών πέντε κριτηρίων.
Κατ’ ακολουθίαν, μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησης ασύλου που κατέθεσε ο προσφεύγων, ως απαράδεκτη, λόγω ύπαρξης ασφαλούς τρίτης χώρας και επειδή περαιτέρω δεν προκύπτει ότι συντρέχει κάποιος άλλος λόγος απαραδέκτου από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 54 του Νόμου 4375/2016, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.
Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω και προκειμένου ο προσφεύγων να μην στερηθεί του πρώτου βαθμού εξέτασης από τη Διοίκηση του αιτήματος χορήγησης σε αυτόν διεθνούς προστασίας, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στον α’ βαθμό ώστε να κριθεί στην ουσία πλέον η αίτησή του με τη νόμιμη διαδικασία.
[…] Δέχεται την υπό κρίση προσφυγή.
Ακυρώνει τη με αριθμό πρωτοκόλλου 1610 από 17-2-2017 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Σάμου.
Αναπέμπει την αίτηση διεθνούς προστασίας του κατά δήλωσή του πολίτη ΣΥΡΙΑΣ,(επ) …, στην κανονική διαδικασία