2. Επειδή, στο άρθρο 47 του ν. 4375/2016 (Α’ ΦΕΚ 51), όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4636/2019 (Α’ 169) οριζόταν ότι: «2. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφασης διακόπτουν την εξέταση της αίτησης με σχετική πράξη τους και θέτουν την υπόθεση στο αρχείο. Οι ως άνω πράξεις κοινοποιούνται με επιστολή στον αιτούντα, στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνσή του. Εφόσον δεν έχει δηλωθεί διεύθυνση, οι πράξεις αυτές δεν κοινοποιούνται. 3. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών, χωρίς να θεμελιώνει ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του κατά το άρθρο 4 του Π.δ. 141/2013 (Α’ 226) ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη ή σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 52 και 62, παρότι κλήθηκε νόμιμα και χωρίς να προβάλει βάσιμους λόγους για τη μη παρουσία του, ή γ. διέφυγε από το χώρο όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δεν συμμορφώθηκε με τα επιβληθέντα εναλλακτικά μέτρα ή δ. αναχώρησε από το χώρο όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής ή ε. δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του άρθρου 42 παράγραφος 1 στοιχεία β’ και γ’, ή άλλη υποχρέωση επικοινωνίας ή υποχρέωση να προσκομίσει έγγραφο το οποίο αποδεδειγμένα έχει ή οφείλει να έχει στην κατοχή του και δύναται να προσκομίσει ή στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το δελτίο το αργότερο κατά την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του. 4. Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί πράξη διακοπής ή που η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο μετά από παραίτηση, ο αιτών έχει δικαίωμα με αίτησή του, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διακοπής ή της υποβολής της παραίτησης, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του. Μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής. Ο αιτών μπορεί να ζητήσει τη συνέχιση της εξέτασης της υπόθεσής του μόνο μία φορά.».
3. Επειδή, την 1.11.2019 δημοσιεύτηκε ο ν. 4636/2019 (Α΄ 169) « Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις» με έναρξη ισχύος την 1.1.2020 σύμφωνα με το άρθρο 125 αυτού. Στο άρθρο 88 (Άρθρο 32 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ) υπό τον τίτλο «Σιωπηρή Ανάκληση» οριζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι «1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφασης απορρίπτουν την αίτηση ως αβάσιμη επί της ουσίας κατόπιν επαρκούς εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία. Οι ως άνω πράξεις κοινοποιούνται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 82 του παρόντος. 2. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του κατά το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, εκτός αν αποδείξει εντός δέκα (10) ημερών ότι αυτό οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 78 του παρόντος νόμου,ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη ή σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 77 και 97 του παρόντος, παρότι κλήθηκε νόμιμα ή γ. διέφυγε από τον χώρο όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δεν συμμορφώθηκε με τα επιβληθέντα εναλλακτικά μέτρα, ή δ. αναχώρησε από τον χώρο όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη Χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, ε. δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του άρθρου 78 του παρόντος, ή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, ή την υποχρέωση να προσκομίσει, έγγραφο το οποίο αποδεδειγμένα έχει ή οφείλει να έχει στην κατοχή του και δύναται να προσκομίσει ή στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το δελτίο κατά την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του σύμφωνα με το άρθρο 70, ζ. δεν συνεργάζεται με τις αρχές κατά παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 78, η. δεν συμμορφώνεται με απόφαση μεταφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 39 προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης, εμποδίζοντας εξαιτίας της άρνησης αυτής την απρόσκοπτη ολοκλήρωση των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 39. 3. Κατά των απορριπτικών αποφάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος».
4. Επειδή, στις 12.5.2020 δημοσιεύτηκε ο ν. 4686/2020 (Α’ 96/12.5.2020) «Βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A΄ 169), 4375/2016 (A΄ 51), 4251/2014 (Α΄ 80) και άλλες διατάξεις» με το άρθρο 13 του οποίου προβλέφθηκε ότι «1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αντικαθίσταται ως εξής: 1. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι Αρχές Απόφασης εξετάζουν την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και, εφόσον θεωρήσουν ότι είναι αβάσιμη, την απορρίπτουν. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οι Αρχές Απόφασης σταματούν την εξέταση της αίτησης και εκδίδουν απόφαση διακοπής. Στην απόφαση με την οποία διακόπτεται η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, διατάσσεται και η επιστροφή του αιτούντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 3907/2011 και στο ν. 3386/2005. Οι ως άνω πράξεις κοινοποιούνται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 82 του παρόντος. 2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 αντικαθίσταται ως εξής: 3. Κατά των απορριπτικών αποφάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος. 3. Στο άρθρο 81 του ν. 4636/2019 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: 4. Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ο αιτών έχει δικαίωμα μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση, η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 89. Μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής.». Περαιτέρω, με το άρθρο 29 του ν. 4686/2020 ορίστηκε ότι «Στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά. Κατ’ εξαίρεση: α) η παράγραφος 8 του άρθρου 70, καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς προσφυγές επί των οποίων δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση, β) η περίπτωση ε΄ του άρθρου 93 εφαρμόζεται σε όσες προσφυγές έχουν ασκηθεί από 1ης.1.2020 και μετά.».
5. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4686/2020 αναφορικά με το άρθρο 13 αναφέρεται ότι «Με την παράγραφο 1 προτείνεται η τροποποίηση τηςπαραγράφου1 του άρθρου 81του ν. 4636/2019, προς τον σκοπό της ορθότερης ενσωμάτωσης του άρθρου 28 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και προβλέπεται πλέον η δυνατότητα διακοπής εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, όταν δεν καθίσταται δυνατή́ η επαρκής εξέτασή της επί της ουσίας. Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος3 του άρθρου 81 του ν.4636/2019 για λόγους νομοτεχνικής συνέπειας. Με την παράγραφο 3 προτείνεται η προσθήκη παραγράφου 4 στο άρθρο 81 του ν.4636/2019 προς τον σκοπό της ορθότερης ενσωμάτωσης του άρθρου 28 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής εξέτασης αίτησης, ο αιτών δικαιούται μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή́ που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσης του ή να υποβάλλει νέα αίτηση». Περαιτέρω, αναφορικά με το άρθρο 29 αναφέρεται ότι «Με το άρθρο 29 προστίθεται παράγραφος6 στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019, με την οποία διευκρινίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής του νέου νομικού πλαισίου περί διεθνούς προστασίας, ώστε να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του, ιδίως αναφορικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις στην Υπηρεσία Ασύλου και στην Αρχή Προσφυγών».
6. Επειδή, με τον ν. 4686/2020 ο νομοθέτης επανεισήγαγε στην έννομη τάξη την δυνατότητα διακοπής της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας σε περίπτωση που συντρέχει σιωπηρή ανάκληση κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον νόμο αυτό (η οποία είχε προηγουμένως καταργηθεί με το ν. 4636/2019) στην περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία. Ωστόσο, ούτε στο άρθρο 13 του νόμου αυτού ούτε στην σχετική αιτιολογική έκθεση διευκρινίζεται σε ποια περίπτωση «δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία» οπότε και διακόπτεται η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου και δίδεται η δυνατότητα στον αιτούντα, εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση. Από τη συστηματική δε ερμηνεία των διατάξεων του ν. 4636/2019 και ιδίως από το άρθρο 77 σύμφωνα με το οποίο « 1. Πριν τη λήψη απόφασης, η Αποφαινόμενη Αρχή διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, ο οποίος καλείται σε αυτήν κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 82 του παρόντος» προκύπτει ότι ο νομοθέτης, με την διάταξη του άρθρου 13 του ν. 4686/2020 ήθελε να ρυθμίσει με διαφορετικό τρόπο τις περιπτώσεις της σιωπηρής ανάκλησης. Για τον λόγο αυτό και στην μεν περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη διενεργηθεί συνέντευξη πριν να συντρέξει το γενεσιουργό της σιωπηρής ανάκλησης γεγονός, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο νόμο, τότε η αρμόδια αρχή εξέτασης δύναται να εξετάσει την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4636/2019, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και, εφόσον θεωρήσει ότι είναι αβάσιμη, την απορρίπτει. Στην δε περίπτωση κατά την οποία πριν να συντρέξει το γενεσιουργό γεγονός της σιωπηρής ανάκλησης δεν έχει λάβει χώρα η κατά το άρθρο 77 του ν. 4636/2019 προσωπική συνέντευξη, τότε ο νομοθέτης θεωρεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και οι Αρχές Απόφασης σταματούν την εξέταση της αίτησης και εκδίδουν απόφαση διακοπής.
7. Επειδή, εξάλλου, με την μεν παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν. 4686/2020 προβλέφθηκε ότι « ….στην απόφαση με την οποία διακόπτεται η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, διατάσσεται και η επιστροφή του αιτούντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 3907/2011 και στο ν. 3386/2005» με την δε παράγραφο 4 ορίστηκε ότι «Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, ο αιτών έχει δικαίωμα μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση, η οποία δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 89. Μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής.». Από τη συστηματική ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει ότι το κεφάλαιο της απόφασης περί διακοπής εξέτασης με το οποίο διατάσσεται η επιστροφή του αιτούντος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο ν. 3907/2011, μπορεί να εκτελεστεί μόνο είτε μετά την πάροδο προθεσμίας των εννέα (9) μηνών εντός της οποίας ο αιτών δύναται είτε να υποβάλει αίτημα συνέχισης της διαδικασίας εξέτασης είτε νέα αίτηση, είτε, εφόσον η σχετική αίτηση συνέχισης υποβληθεί προ της παρόδου των 9 μηνών, εφόσον η αίτηση αυτή απορριφθεί τελεσιδίκως. Τελεσίδικη δε απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4636/2019 είναι « (α) η απόφαση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, που ορίζει εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αναγνωρίζεται ή όχι πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, η οποία εκδίδεται επί της προσφυγής που ασκείται κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος, ή (β) η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατά της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί η ως άνω προσφυγή λόγω παρόδου απράκτων των προθεσμιών άσκησής της». Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο ο μεν αιτών να δύναται να υποβάλει αίτημα συνέχισης της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του ή νέα αίτηση εντός προθεσμίας 9 μηνών και ταυτόχρονα να απειλείται με επιστροφή στη χώρα καταγωγής του χωρίς προηγούμενη εξέταση της αίτησής του.
8. Επειδή, περαιτέρω, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή και στις αποφάσεις που εκδίδονται επί ενδικοφανών προσφυγών κατά πράξεων απορριπτικών αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, οι διοικητικές πράξεις διέπονται, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, από το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής τους και όταν ακόμη μεταβάλλονται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης διεθνούς προστασίας και της ημερομηνίας έκδοσης της πράξης του πρώτου βαθμού επί της αιτήσεως αυτής, καθώς και μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής ενδικοφανούς προσφυγής κατά πράξεων απορριπτικών αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης που εκδίδεται επ’ αυτής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 511/2003 7μ., 3662/2000, 3106/1998). Εξάλλου, με το άρθρο 29 του ν. 4686/2020 ο νομοθέτης ρητώς προέβλεψε ότι οι ρυθμίσεις του νέου νόμου θα καταλαμβάνουν όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά, ήτοι όλες τις προσφυγές που εξετάστηκαν και πριν από την δημοσίευσή του. […]
10. Επειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στις σκέψεις 2 έως 7 της παρούσας και δεδομένου ότι α) ο προσφεύγων τεκμαίρεται ότι σιωπηρώς ανακάλεσε την υποβληθείσα ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσίας αίτηση διεθνούς προστασίας, β) με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων ζητά την συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της αιτήσεώς του, υπό το καθεστώς πλέον του ν. 4636/2019 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, γ) ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας δεν έχει εξεταστεί καθόσον δεν έχει διενεργηθεί προσωπική συνέντευξη, η Επιτροπή, υπό μονομελή σύνθεση, κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί η συνέχιση της εξέτασης της αίτησής του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020 δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία προκειμένου η Επιτροπή να προβεί στην επί της ουσίας εξέταση της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας. Η συνέχιση δε της διαδικασίας εξέτασης θα γίνει από την αρχή που έλαβε την απόφαση διακοπής, ήτοι την Υπηρεσία Ασύλου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019. Ενόψει δε των οριζομένων στο άρθρο 81 του ν. 4636/2019 όπως ισχύει, και του ν. 3907/2011, η Επιτροπή κρίνει ότι η επιστροφή του προσφεύγοντος δεν είναι δυνατή καθό χρόνο εκκρεμεί η εξέταση της αίτησής του.