[…] Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι — εκτός απὀ το κριτήριο της φυσικής παρουσίας εκτός της χώρας καταγωγής, το οποίο πληρούται — η υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς διεθνούς προστασίας της Σύμβασης της Γενεύης προὐποθέτει. αφενός, τη θεμελίωση δικαιολογηµένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συµµετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ως λόγου απομάκρυνσης από τη χώρα καταγωγής (i), αφετέρου την αδυναµία ἡ απροθυμία απόλαυσης της προστασίας της εν λόγω χώρας λόγω αυτού του φόβου (ii).
i) «Δικαιολογημένος φόβος»
Το πρώτο κριτήριο υπαγωγής στο άρθρο 1Α (2) στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 είναι η ύπαρξη «δικαιολογηµένου φόβου» δίωξης.
Όσον αφορά τη θεμελίωση του δικαιολογηµένου φόβου δίωξης (λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα), σύµφωνα µε πάγια νοµολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, «για την υπαγωγή αλλοδαπού στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται να έχουν υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, ούτε απαιτείται να έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου της χώρας από την οποία προέρχεται, αλλά αρκεί να διαπιστωθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του δικαιολογηµένος φόβος δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων » (ΣτΕ 1904/2003, 2172/2009). Ωστόσο, αν και ο αλλοδαπός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη των ισχυρισμών του, είναι όµως υποχρεωμένος «να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίζει τα τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριµένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειµενικώς δικαιολογηµένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων » (ΣτΕ 1093/2008, 434/2009, 817/2009, 2534/2009, 3726/2009, 158/2010, 418/2010, 459/2010, 1464/2010, 2401/2010, 1556/2011 κ.ά.). Συνεπώς, ο αλλοδαπός ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριµένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν δικαιολογηµένο φόβο δίωξης (λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ἡ συµµετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα).
Ο όρος «δικαιολογηµένος φόβος» περιλαμβάνει ένα υποκειμενικό («φόβος)) και ένα αντικειμενικό στοιχείο («δικαιολογηµένος). Προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη του δικαιολογηµένου φόβου, πρέπει τα δύο στοιχεία να συνεκτιμηθούν, δηλαδή να θεµελιωθεί η ὑπαρξη φόβου τόσο ὡς µια ενδιάθετη κατάσταση του προσφεύγοντος (υποκειμενικό στοιχείο), όσο και ως πραγματική κατάσταση (αντικειμενικό στοιχείο).
Το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου υποδηλώνει µια ενδιάθετη κατάσταση, µια υποκειμενική προὔπόθεση που αφορά ένα συγκεκριµένο, επιτακτικό κίνητρο φυγής από τη χώρα καταγωγής. Επικεντρώνεται, δηλαδή, στην αντίληψη του ατόμου σχετικά µε τον κίνδυνο που διατρέχει στη χώρα του. Ἐφόσον, λοιπόν, οἱ προσφεύγοντες εξέφρασαν σαφώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξής τους τον φόβο και την απροθυμία τους να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, τεκµαίρεται καταρχάς από την Επιτροπή η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του φόβου.
Όσον αφορά, έπειτα. το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου, κρίθηκε από την Επιτροπή με βάση την αξιολόγηση των κρίσιμων ἰσχυρισµών των προσφευγόντων και τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή για τη χώρα καταγωγής. Εφόσον οι κρίσιµοι ισχυρισμοί των προσφευγόντων κρίθηκαν ως αληθοφανείς στο σύνολό τους και, µε βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή για το Ιράκ, κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος ο φόβος τους σχετικά µε την κατάσταση που θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους (σχετικά µε το κίνδυνο για τη ζωή τους λόγω των προηγούμενων αλλά και συνεχιζόµενων επιθέσεων και απειλών του ξαδέρφου της προσφεύγουσας). Εφόσον ο ξάδερφος της προσφεύγουσας έχει ἤδη επιτεθεί 3 φορές στο σπίτι των προσφευγόντων, τη µία μάλιστα τραυματίζοντας µε 2 σφαίρες τον προσφεύγοντα, ενώ συνεχίζει να απειλεί πως θα τον σκοτώσει εξαιτίας του ζητήματος τιμής και παραμένει ασύλληπτος από τις αρχές παρά τις τρεις μηνύσεις που έχουν κατατεθεί εναντίον του, μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι οι προσφεύγοντες διατρέχουν κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράκ. Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει εύλογή πιθανότητα ο φόβος των προσφευγόντων να πραγµατοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, πρόκειται για φόβο βάσιµο και δικαιολογηµένο κατά την έννοια του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης.
ii) «δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συµµετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ως λόγου απομάκρυνσης από τη χώρα καταγωγής»
Το δεύτερο κριτήριο υπαγωγής στο άρθρο 1 Α (2) της Σύμβαση της Γενεύης του 1951 είναι η δίωξη. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό µιας πράξης ως πράξη «δίωξης», το άρθρο 9, παρ. 1 του Π.Δ. 141/2013 (ΦΕΚ Α΄’ 226) ορίζει ότι: «Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου ΙΑ της Σύμβασης της Γενεύης πρέπει : α) να είναι αρκοὐντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εἰδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση σύμφωνα µε το άρθρο 15 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α 256) [ήτοι το δικαίωµα στη ζωή κατ άρθρο 2, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας κατ’ άρθρο 3, η απαγόρευση της δουλείας κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 και η απαγόρευση επιβολής ποινής χωρίς νόμο κατ᾽ άρθρο 7 της ΕΣΔΑ], ή β) να αποτελεί σώρευση διαφόρων µέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρώωπίνων δικαιωµάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται το άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο µε τον αναφερόμενο στο στοιχείο α.». Επίσης, σύμφωνα µε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: « Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη µορφή: (α) πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) νομοθετικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικὠν µέτρων, τα οποία ενέχουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο που ενέχει διακρίσεις, (γ) ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή ενέχει διακρίσεις, (δ) άρνησης ενδίκων µέσων µε αποτέλεσµα την επιβολή δυσανάλογης ή ποινής που ενέχει διάκριση, (ε) ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, αν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα συμπεριλάμβανε εγκλήματα ή πράξεις που εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλεισμού όπως προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφο 2, (στ) πράξεων που στρέφονται κατά προσώπου λόγω φύλου ή παιδικής ηλικίας. Τέλος, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει: «Σύμφωνα µε το άρθρο 2(ε) πρέπει να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 10 και των ως άνω πράξεων δίωξης ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών».
Όσον αφορά, λοιπόν, το θέµα της «δίωξης», δεδομένης και της επιβαρυµένης ψυχικής υγείας του προσφεύγοντος, η Επιτροπή κρίνει ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράκ, η ενδεχόµενη αντιμετώπισή των προσφευγόντων από τον ξάδερφο της προσφεύγουσας στοιχειοθετεί για αυτούς «δίωξη» µε την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης.
Συγκεκριµένα, σύμφωνα µε το άρθρο 9, παρ. 1α του Π.Δ. 141/2013, η αντιμετώπισή τους απὀ τον ξάδερφο της προσφεύγουσας – δηλαδή οι απειλές που δέχονταν και εξακολουθούν να δέχονται κατά της ζωής τους και οι προηγούμενες ένοπλες επιθέσεις στο σπίτι τους που οδήγησαν στον τραυματισμό του προσφεύγοντος µε δύο σφαίρες – συνιστά για τους προσφεύγοντες πράξη «αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης της ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση σύμφωνα µε το άρθρο 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ», δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του δικαιώματος στη ζωή.
Όσον αφορά, τέλος, τους λόγους δίωξης, οι προσφεύγοντες διώκονται στη χώρα καταγωγής τους λόγω «συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» και συγκεκριµένα στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όσων καταπάτησαν τον παραδοσιακό οικογενειακό κώδικα τιμής του Ιράκ που θέλει την γυναίκα να συνάπτει γάμο µόνο µε όποιον της υποδεικνύει ο πατέρας της, τα αδέρφια της ἠ κάποιο άλλον άρρεν µέλος της οικογένειάς της. Όι προσφεύγοντες κινδυνεύουν από τον ξάδερφο της προσφεύγουσας γιατί παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά ενώ υπήρχε ήδη παλιά οικογενειακή συμφωνία η προσφεύγουσα να παντρευτεί με τον ξάδερφό της. Πρόσβαλαν έτσι την τιµή της οικογένειάς της καταπατώντας την παλιά οικογενειακή συμφωνία για τη σύναψη γάμου. Ομοίως, τα ανήλικα τέκνα τους κινδυνεύουν λόγω των ένοπλων επιθέσεων στο σπίτι τους γιατί είναι ο καρπός αυτής της παράνομης ένωσης και η γέννησή τους συνδέεται µε την ατίµωση της οικογένειάς τους. Εφόσον, λοιπόν, η δίωξή των προσφευγόντων οφείλεται στη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη «αδιαίτερη κοινωνική οµάδα»της ιρακινής κοινωνίας, πρόκειται για «δίωξη» µε την έννοια του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης.
iii) « αδυναμία ή απροθυµία απόλαυσης της προστασίας τής εν λόγω χώρας λόγω αυτού του φόβου»
To τρίτο κριτήριο υπαγωγής στο άρθρο 1 Α (2) στη Σύμβαση της Γενεύης tov 1951 είναι η «αδυναμία ή απροθυµία απόλαυσης της προστασίας της εν λόγω χώρας λόγω αυτού του φόβου», δηλαδή του δικαιολογηµένου φόβου δίωξης για έναν από τους περιοριστικά αναφερόµενους λόγους στο ίδιο άρθρο. Συγκεκριµένα, το άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 141/2013 ορίζει ότι ο αιτών δε χρήζει διεθνούς προστασίας εάν «αν σε τµήµα της χώρας καταγωγής: α) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποσστεί δίωξη (…) ή β) ο αιτών έχει πρόσβαση σε προστασία ατά της δίωξης (…) όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7, και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και ο κίνδυνος δίωξης προέρχεται από µη κρατικούς φορείς (οικογένεια), αποκλείεται από την Ἐπιτροπή το ενδεχόμενο άµεσης αναζήτησης κρατικής προστασίας από τους προσφεύγοντες, όπως άλλωστε και η δυνατότητα άµεσης μετεγκατάστασής τους µε ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή του Ιράκ, όπου ενδεχομένως θα μπορούσαν να ζήσουν µε ασφάλεια. Με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την Επιτροπή για την προβληματική στάση της αστυνομίας και τη δικαστική αντιμετώπιση των εγκλημάτων τιμής, δεν προκύπτει δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας των προσφευγόντων στο Ιράκ. Παρά τις τρεις μηνύσεις που έχουν κατατεθεί εναντίον του, ο ξάδερφος της προσφεύγουσας δεν έχει συλληφθεί από τις αρχές ούτε έχει κινηθεί ποινική δίωξη εναντίον του λόγω της μεγάλης πολιτικής επιρροής του θείου του στην περιοχή. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, προκύπτει πλήρης αναποτελεσματικότητα της κρατικής προστασίας, γεγονός που καθιστά αδύνατη την ασφαλή επιστροφή της οικογένειας στο Ιράκ ή και την μετεγκατάστασή τους σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας όπου θα μπορούσαν να είναι ασφαλείς, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για οικογένεια µε 4 ανήλικα παιδιά ενώ η ψυχική υγεία της μητέρας είναι ιδιαιτέρως επιβαρυμένη. Γίνεται,͵ λοιπόν, δεκτό από τη Επιτροπή ότι οι προσφεύγοντες δεν δύνανται να αναζητήσουν και να απολαύσουν την κρατική προστασία σε περίπτωση επιστροφής τους στο Ιράκ ούτε μπορούν να μετεγκατασταθούν του σε κάποια άλλη περιοχή του Ιράκ όπου θα μπορούσαν να είναι ασφαλείς.
Επομένως, πληρούται και το τρίτο και τελευταίο κριτήριο υπαγωγής στο άρθρο 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Τέλος, διαπιστώνεται από την Επιτροπή ότι, απὀ κανένα στοιχείο του διοικητικού φακέλου των προσφευγόντων, δεν προκύπτει κάποιος λόγος αποκλεισμού τους από το προσφυγικό καθεστώς σύμφωνα µε το άρθρο 12 του Π.Δ. 141/2013.
[…] Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την προσβαλλόµενη απόφαση.
Αναγνωρίζξει τους προσφεύγοντες ως πρόσφυγες