τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Απόφ. 25917/2018/29.5.2019 της 16ης Επιτροπής Προσφυγών: Μεταγενέστερο αίτημα διεθνούς προστασίας και χορήγηση επικουρικής προστασίας

Pinterest LinkedIn Tumblr


2. Επί του παραδεκτού

2.1.        Σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο κ΄ του Ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 6 του Ν. 4540/2018: «Μεταγενέστερη αίτηση είναι η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά από απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 64 ή απόφαση διακοπής της εξέτασης της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 47. Ως μεταγενέστερη αίτηση λογίζεται και κάθε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας μετά από παραίτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 47».

Σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 1 του Ν. 4375/2016, «Σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης οι Αρμόδιες Αρχές Απόφασης εξετάζουν τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου της προγενέστερης αίτησης». Σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 2 του Ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 11 του Ν. 4540/2018, «Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται εντός πέντε (5) ημερών κατ’ αρχάς σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία. Κατά το στάδιο αυτό ο αιτών υποβάλλει γραπτώς στις Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής τα τυχόν νέα στοιχεία που προσκομίζει χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Κατ’ εξαίρεση πραγματοποιείται ακρόαση του αιτούντος, μετά από κλήση του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, για τη διευκρίνιση στοιχείων της μεταγενέστερης αίτησης εφόσον η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο». Σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 4 του Ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 12 του Ν. 4540/2018: «Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση, της παραγράφου 2, προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία ο αιτών χωρίς υπαιτιότητά του δεν μπόρεσε να επικαλεστεί κατά την εξέταση της προγενέστερη αίτησης και τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αίτηση κρίνεται παραδεκτή, εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και του χορηγείται δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία. Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη».

2.2.        Η Επιτροπή κρίνει ότι οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων στο από 18/10/2018 αίτημα διεθνούς προστασίας, ήτοι ότι στο Μάλι υπάρχουν φυλετικές διακρίσεις, ρατσισμός και δουλεία που ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να αντέξει, ειδικά επειδή τα αφεντικά του τον αντιμετώπιζαν σαν απόγονο δούλων, δεν αποτελούν νέους λόγους, υπό την έννοια ότι υφίσταντο κατά την υποβολή του προγενέστερου, από 18/3/2016 αιτήματος διεθνούς προστασίας,δεν προκύπτει δε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του προσφεύγοντα ότι ο τελευταίος χωρίς υπαιτιότητά του δεν μπόρεσε να επικαλεστεί τα εν λόγω στοιχεία κατά την εξέταση της προγενέστερη αίτησης διεθνούς προστασίας.

2.3.        Με την υπό κρίση προσφυγή του, όπως και με το από 31/1/2019 υπόμνημά του, ο προσφεύγων επικαλείται ότι ήταν ανήλικος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας επί του πρώτου από 18/3/2016 αιτήματος ασύλου που κατέθεσε και ότι δεν είχε διοριστεί επίτροπος.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο ιβ’ του ν. 4375/2016 «Εκπρόσωπος ασυνόδευτου ανηλίκου» είναι ο προσωρινός ή οριστικός επίτροπος του ανηλίκου ή το πρόσωπο που ορίζεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων ή, όπου δεν υπάρχει Εισαγγελέας Ανηλίκων, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την προάσπιση των συμφερόντων του ανηλίκου αυτού. Ως εκπρόσωπος κατά το προηγούμενο εδάφιο, μπορεί να οριστεί και ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στην τελευταία περίπτωση, ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο για την εκπροσώπηση του  ανηλίκου κατά τις διαδικασίες του παρόντος». Σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 «Οι αρμόδιες αρχές, όταν υποβάλλεται αίτηση από ασυνόδευτους ανήλικους, ενεργούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Π.δ. 220/2007, για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου. Ο ανήλικος ενημερώνεται αμέσως για το πρόσωπο του επιτρόπου. Ο επίτροπος εκπροσωπεί τον ανήλικο, μεριμνά για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου, καθώς και για την εξασφάλιση κατάλληλης νομικής συνδρομής και εκπροσώπησής του, ενώπιον των αρμοδίων αρχών. Ο επίτροπος ή ασκών τη σχετική πράξη επιτροπείας μεριμνά για την έγκαιρη και προσήκουσα ενημέρωση του ασυνόδευτου ανηλίκου, ιδίως για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προετοιμαστεί για αυτή. Ο επίτροπος ή ο ασκών τη σχετική πράξη επιτροπείας καλείται και δύναται να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ανηλίκου και να υποβάλλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας. Κατά τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης μπορεί να κριθεί απαραίτητη η παρουσία του ασυνόδευτου ανηλίκου, παρά την παρουσία του επιτρόπου ή του ασκούντος σχετική πράξη επιτροπείας”. Ωστόσο, το π.δ. 220/2007 καταργήθηκε, πλην του άρθρου 19 παράγραφος 1 που παραμένει σε ισχύ, με το άρθρο 30 παράγραφος 5 του ν. 4540/2018, οπότε κατά την κρίση της Επιτροπής, νοείται πλέον ο ν. 4540/2018 ως ο νόμος αναφοράς για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, δεδομένου ότι το ως άνω π.δ. ενσωμάτωνε την προηγούμενη σχετική οδηγία Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, η οποία καταργήθηκε από τη νεώτερη ως άνω οδηγία 2013/33/ΕΕ.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 8 του ν. 4375/2016, ανήλικος άνω των δεκαπέντε (15) ετών, δύναται να υποβάλει αυτοπροσώπως και αυτοτελώς αίτηση διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που είναι ασυνόδευτος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 45 του παρόντος».

Λαμβάνοντας υπόψη τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4375/2016, η Επιτροπή κρίνει ότι τηρήθηκαν οι προβλέψεις του ν. 4375/2016 ως προς τις ενέργειες της διοίκησης για τον διορισμό επιτρόπου εφόσον το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Αττικής δύο φορές, ήτοι με τα υπ’ αριθμ. 36021/21-6-2016 και 14567/18-3-2018 έγγραφά του προς τον Προϊστάμενο Εισαγγελίας Ανηλίκων Αττικής, τον ενημέρωσε για την ημερομηνία συνέντευξης του προσφεύγοντος και τον παρακάλεσε για τις δικές του ενέργειες, προκειμένου να οριστεί επίτροπος του προσφεύγοντος, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Ο προσφεύγων είχε τη συνδρομή δικηγόρου κατά τη συνέντευξη επί του από 18/3/2016 αιτήματος διεθνούς προστασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άσκησε προσφυγή κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που απέρριπτε το προγενέστερο αίτημα ασύλου του, όντας πλέον ενήλικος και πάντα με τη συνδρομή δικηγόρου, συνεπώς δεν διαπιστώνεται βλάβη του προσφεύγοντος κατά τη διαδικασία του προγενέστερου αιτήματος ασύλου του.

2.4.        Εξάλλου, με το από 31/1/2019 υπόμνημά του και την από 15/11/2018 προσφυγή του, ο προσφεύγων επικαλείται ότι δεν του παρασχέθηκε διερμηνεία στη μητρική του γλώσσα, η οποία σύμφωνα με όλα τα έγγραφα του προγενέστερου αιτήματος διεθνούς προστασίας είναι η Bambara, σύμφωνα με το μεταγενέστερο από 18/10/2018 αίτημα διεθνούς προστασίας του είναι, επίσης, η Bambara, ενώ σύμφωνα με την υπό κρίση προσφυγή του είναι η solinke, ισχυρισμός που δεν γίνεται δεκτός από την Επιτροπή ως αόριστος και αβάσιμος. Σύμφωνα με τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου του προσφεύγοντα, η από 22/6/2016 συνέντευξη επί του προγενέστερου αιτήματος ασύλου του προσφεύγοντα πραγματοποιήθηκε με διπλή διερμηνεία από τα ελληνικά στα γαλλικά και από τα γαλλικά στα Bambara και το αντίστροφο, όπως είχε δηλώσει ότι επιθυμεί ο ίδιος ο προσφεύγων κατά την υποβολή του από 18/3/2016 αιτήματός του. Η κατάθεση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας και των αντίστοιχων προσφυγών του προσφεύγοντα έγινε παρουσία διερμηνέα της γαλλικής γλώσσας, την οποία, όπως σημειώνεται στα σχετικά έγγραφα κατανοεί αρκετά καλά ο προσφεύγων που έθεσε προς επίρρωση και την υπογραφή του σε καθένα από τα ανωτέρω έγγραφα.

2.5.        Τέλος, ο προσφεύγων, με το από 31/1/2019 υπόμνημά του επικαλείται ως νέο και ουσιώδη λόγο ότι κινδυνεύει η ζωή και η σωματική του ακεραιότητα, σε περίπτωση που αναγκαστεί να επιστρέψει στο Μάλι, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του τα τελευταία έτη.

Ως προς το λόγο αυτό η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα:

[…]

Με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες η Επιτροπή κρίνει ως παραδεκτό τον ισχυρισμό του προσφεύγοντα ότι σήμερα η κατάσταση στην περιοχή καταγωγής του, το …, δεν είναι ασφαλής καθώς εκεί δρουν με ατιμωρησία διάφορες ένοπλες, τρομοκρατικές ομάδες.

3. Υπαγωγή στο καθεστώς Επικουρικής Προστασίας (άρθρα 15 και 18 του Π.Δ. 141/2013)

Εάν τα κριτήρια υπαγωγής της σύμβασης της Γενεύης δεν είναι εφαρμοστέα, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να προχωρήσει περαιτέρω και να εξετάσει εάν ο προσφεύγων δικαιούται επικουρικής προστασίας σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα 141/2013, με το οποίο το ελληνικό δίκαιο συμμορφώνεται με τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/95/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των αλλοδαπών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (L 337)» (ΦΕΚ 226, τ. Α΄).

Σύμφωνα με τα άρθρα 2 παράγραφος ζ’ και 15 π.δ. 141/2013, αναγνωρίζεται ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας όποιος, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και στην συγκεκριμένη περιοχή που διέμενε πριν την αναχώρησή του, κινδυνεύει να υποστεί: α) σοβαρή βλάβη συνιστάμενη σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του προσφεύγοντος στη χώρα καταγωγής του γ) βλάβη συνιστάμενη σε σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Η Επιτροπή συνάγει ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι ο προσφεύγων θα εκτεθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (περίπτωση α’) κατά την επιστροφή του στο Μάλι.

Αναφορικά με το αν ο προσφεύγων κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια της β΄ περίπτωσης, η Επιτροπή σημειώνει ότι η έννοια της σοβαρής βλάβης του άρθρου 15 θα πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όπως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη γνωστή υπόθεση Elgafaji (Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, European Court of Justice, 17 February 2009) κατέστησε σαφές, τονίζοντας ότι το άρθρο 15 (β) ανταποκρίνεται στην ουσία στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με το Δικαστήριο τα άρθρα 15 (α) και (β) αφορούν καταστάσεις στις οποίες ο προσφεύγων λόγω ιδιαίτερων παραγόντων συνδεόμενων με τα προσωπικά του δεδομένα και χαρακτηριστικά εκτίθεται σε κίνδυνο συγκεκριμένου τύπου βλάβη.

Η έννοια της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης πρέπει να ερμηνεύεται ως μια μεταχείριση «που κατάφωρα εξευτελίζει το άτομο και το ωθεί να ενεργήσει ενάντια στη θέληση και τη συνείδησή του» [βλ. F. Sudre, Droit européen et international des droits de l’homme, PUF, 2005, σελ. 287]. Ενόψει των συμπερασμάτων αυτών, η Επιτροπή δέχεται ότι το ζήτημα της εξευτελιστικής μεταχείρισης θα μπορούσε να τεθεί σε περιπτώσεις όπου, ενώ το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κατάσταση μη συμβατή με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αντιμετωπίζει παράλληλα την πλήρη κρατική αδιαφορία [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Budina κατά Ρωσία, 18 Ιουνίου 2009]. Ο προσφεύγων δεν θα είναι αποκλεισμένος από μέσα επιβίωσης καθώς είναι ικανός για βιοπορισμό στη περιοχή καταγωγής του στο …. Η, δε, τυχόν δυσκολία ανεύρεσης εργασίας, κατά την κρίση της Επιτροπής και σύμφωνα με τις διαθέσιμες στην Επιτροπή πληροφορίες, δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε κατάσταση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης τον προσφεύγοντα, εάν επιστρέψει στο …. Άρα, οι συγκεκριμένες ως άνω συνθήκες, στις οποίες εκτιμάται εύλογα ότι θα εκτεθεί ο προσφεύγων, δεν επαρκούν, κατά την κρίση της Επιτροπής, ώστε να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων διατρέχει κίνδυνο βλάβης υπό την έννοια της εξεταζόμενης διάταξης, δηλαδή κίνδυνο να εκτεθεί σε συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το επίπεδο δριμύτητας που απαιτείται ώστε να θεωρηθούν ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση υπό την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Τέλος, όσον αφορά την γ’ περίπτωση της παραπάνω διάταξης, κατά την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο όρος «αδιάκριτη» ή «γενικευμένη» βία σημαίνει την άσκηση βίας που δεν στοχεύει συγκεκριμένο αντικείμενο ή πρόσωπο. Ο όρος «πρόσωπα που απειλούνται από την αδιάκριτη βία» αναφέρεται σε όσους ευρισκόμενοι εκτός της χώρας καταγωγής τους δεν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτήν, επειδή διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο να αντιμετωπίσουν απειλές κατά της ζωής τους, της προσωπικής τους ακεραιότητας ή ελευθερίας εξαιτίας αυτής της βίας. Επίσης, «η έννοια της «προσωπικής» απειλής πρέπει να χρησιμοποιείται για να αποκλείονται από το πεδίο της εφαρμογής της διάταξης όσοι επικαλούνται κίνδυνο που αποτελεί μακρινή πιθανότητα. Δεν πρέπει να οδηγεί στην υιοθέτηση κριτηρίων υψηλότερου επιπέδου ή επαχθέστερου βάρους απόδειξης, ακριβώς επειδή οι καταστάσεις γενικευμένης βίας χαρακτηρίζονται από την αδιάκριτη και απρόβλεπτη φύση των κινδύνων που ενέχουν.[1]

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν για το Μάλι και ειδικότερα για περιοχή … στο … τμήμα της χώρας (βλ. ανωτ. Ενότητα 2.5), προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο προσφεύγων επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, την πόλη … της ομώνυμης περιφέρειας, θα κινδυνεύσει ως άμαχος, καθώς η κατάσταση στην περιοχή αυτή παραμένει ασταθής και έκρυθμη και μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κατάσταση αδιάκριτης βίας λόγω διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», και οι κρατικές αρχές δεν ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο στην ανωτέρω περιοχή.

Επειδή η επιστροφή του προσφεύγοντα στην πόλη … δεν είναι δυνατή βάσει του άρθρου 15 (γ) του Π.Δ. 141/2013, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν υφίσταται δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασής του σε άλλη περιοχή της χώρας σύμφωνα με το άρθρο 8 του Π.Δ. 141/2013. H έννοια της δυνατότητας εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής αναφέρεται σε γεωγραφικά ορισμένη περιοχή της χώρας όπου δεν υπάρχει κίνδυνος βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης και όπου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογα αναμένεται ότι ο αιτών άσυλο  μπορεί να διάγει σε αυτήν φυσιολογική ζωή. Θα πρέπει δηλαδή ο αιτών άσυλο να μην διατρέχει πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης στον προτεινόμενο τόπο μετεγκατάστασης, η προστασία που παρέχεται να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή, ο τόπος μετεγκατάστασης προσβάσιμος νομικά και πραγματικά και να μπορεί να ταξιδέψει εκεί με ασφάλεια. Επιπλέον θα πρέπει ο αιτών άσυλο να μπορεί να διάγει μια σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίζει υπέρμετρα προβλήματα. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να αξιολογηθούν οι προσωπικές του περιστάσεις, η ύπαρξη προηγούμενης δίωξης, η ασφάλεια, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και η δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης. Η δυνατότητα εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής δεν είναι εύλογη όταν ο αιτών άσυλο αδυνατεί να έχει πρόσβαση σε γη, πόρους και προστασία επειδή δεν ανήκει στην κυρίαρχη φυλή, εθνοτική, θρησκευτική και/ή πολιτισμική ομάδα, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Εάν, για παράδειγμα ο αιτών άσυλο βρεθεί χωρίς οικογενειακούς δεσμούς και δεν μπορεί να απολαμβάνει των ωφελειών ενός άτυπου δικτύου κοινωνικής υποστήριξης, τότε η εγκατάσταση σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής δεν μπορεί να αποτελεί εύλογη λύση, εκτός εάν σε κάθε περίπτωση μπορεί να διάγει μια σχετικά φυσιολογική ζωή με επίπεδο που υπερβαίνει το ελάχιστο της επιβίωσης[2].

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων, όπως έχει γίνει αποδεκτό σε όλα τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας, είναι αναλφάβητος, εγκατέλειψε το Μάλι σε ηλικία 16 ετών περίπου, μετά τον θάνατο των γονιών του, ενώ αγνοεί που βρίσκεται σήμερα ο μοναδικός του αδελφός. Η μόνη περιοχή σχετικά ασφαλής για να μετεγκατασταθεί ο προσφεύγων θα μπορούσε να είναι το …, η πρωτεύουσα της χώρας, αλλά ωστόσο ο ίδιος ως αναλφάβητος έχει απόλυτη ανάγκη το δίκτυο της φυλής του και του συγγενικού και φιλικού του κύκλου, προκειμένου να επιβιώσει. Επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν κατέχει σε ικανοποιητικό επίπεδο την επίσημη γλώσσα του κράτους που είναι τα γαλλικά, επομένως το να βρει εργασία στο … είναι ακόμη πιο δυσχερές για τον ίδιο. Δεδομένου επίσης ότι στο …, λόγω της γενικής κατάστασης της χώρας,καταφεύγουν για να βρουν προστασία μεγάλες ομάδες πληθυσμού, η ανεύρεση εργασίας για τον προσφεύγοντα θα γίνει ακόμη πιο δυσχερής. Ειδικότερα, βάσει πρόσφατων στοιχείων της ΥΑ/ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τον Μάιο 2017 υπήρχαν 51.961 εσωτερικά εκτοπισμένοι στο Μάλι[3]. Πρόσφατη αναφορά του ΔΟΜ (Οκτώβριος 2017), κάνει λόγο για 3.229 εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα στην …, αριθμός αρκετά μικρός σε σύγκριση με προηγούμενα έτη[4]. Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι καταγράφονται από το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και Πολιτικής Προστασίας και η κυβέρνηση τους παρέχει βοήθεια. Συνήθως οι εσωτερικά εκτοπισμένοι μένουν με συγγένειες, φίλους ή σε ενοικιαζόμενη στέγη. Οι περισσότεροι ζουν σε αστικά κέντρα και έχουν πρόσβαση σε τροφή, νερό και βοήθεια. Τα έγγραφα ταυτότητας δεν είναι απαραίτητα για να λάβει κάποιος ανθρωπιστική βοήθεια[5]. Επομένως η Επιτροπή κρίνει ότι ο προσφεύγων δε μπορεί να μετεγκατασταθεί με ασφάλεια στην χώρα καταγωγής του και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ο προσφεύγων συγκεντρώνει τις σχετικές προϋποθέσεις και, συνεπώς, δικαιούται επικουρική προστασία με βάση την περίπτωση γ του άρθρου 15 του ΠΔ 141/2013, όπως βάσιμα υποστηρίζει με το υπόμνημά του.

Εξάλλου, από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής, δεν προκύπτει ενδεχόμενο αποκλεισμού του προσφεύγοντος από την επικουρική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 17  του  Π.Δ. 141/2013, όπως ισχύει.

[…]

Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Αναγνωρίζει τον προσφεύγοντα ως δικαιούχο επικουρικής προστασίας.


[1]UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), UNHCR public statement in relation to Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie before the Court of Justice of the European Union, January 2008, http://www.refworld.org/docid/479df7472.html
[2]UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 4: “Internal Flight or Relocation Alternative” Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 23 July 2003, HCR/GIP/03/04, διαθέσιμο: http://www.refworld.org/docid/3f2791a44.html ; UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 12: Claims for refugee status related to situations of armed conflict and violence under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol relating to the Status of Refugees and the regional refugee definitions, 2 December 2016, HCR/GIP/16/12, διαθέσιμο: http://www.refworld.org/docid/583595ff4.html
[3]UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Mali Situation UNHCR Regional Update, March-May 2017, May 2017, διαθέσιμο: http://www.refworld.org/docid/596616c94.html

1.                    [4]ΙΟΜ- Mali, «Current situation of the Internally Displaced Persons (IDPs) in Mali», διαθέσιμο: https://mali.iom.int/και

2.                    ΙΟΜ-Rapport Sur Les Mouvements De Populations, Oct. 2017, σελ. 2, διαθέσιμο: https://mali.iom.int/sites/default/files/CMP%20reports/Rapport%20CMP_12%20Oct%20%202017_.pdf

[5]United States Department of State, 2016 Country Reports on Human Rights Practices – Mali, 3 March 2017, διαθέσιμο: http://www.refworld.org/docid/58ec8a022b.html 

Write A Comment