Στο άρθρο 56 του ν. 4375/2016, το οποίο αποτελεί ενσωμάτωση σε εθνική νομοθεσία του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια: α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων, β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του Π.δ. 141/2013, δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου σε χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο, ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή. 2. Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξεταστεί επί της ουσίας». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως ασφαλής μια τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα άσυλο πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στην παρ. 1 του προαναφερόμενου άρθρου του ν. 4375/2016. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, η συνδρομή των εν λόγω κριτηρίων πρέπει να εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Ανάμεσα δε στα κριτήρια που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις είναι η ύπαρξη συνδέσμου του αιτούντος άσυλο με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτή. Επισημαίνεται δε πως εν προκειμένω ο εθνικός νομοθέτης, προχώρησε ένα βήμα παρακάτω σε σχέση με τα οριζόμενα πέντε (5) κριτήριαστο άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και θέσπισε και έκτο κριτήριο, ήτοι αυτό του συνδέσμου, προκειμένου να υπάρξει η απαιτούμενη από την ελληνική νομοθεσία πεποίθηση περί της «ασφάλειας» της εκάστοτε προς εξέταση τρίτης χώρας αναφορικά με κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που τίθεται υπόψη των ελληνικών αρχών ασύλου[1].
Στην προκειμένη περίπτωση και αναφορικά με τη διερεύνηση του απαιτούμενου συνδέσμου της εν λόγω οικογένειας με την Τουρκία, η Επιτροπή, πέραν των στοιχείων που πρέπει να συνυπολογισθούν, ήτοι χρόνος διαμονής, ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος, ανάπτυξη επαγγελματικών, βιοτικών σχέσεων και άλλα, διαπιστώνει πως συντρέχει εν προκειμένω η εξαιρετική συνθήκη, σύμφωνα με την οποία η «ασφαλής» προς εξέταση τρίτη χώρα, είναι η ίδια, η οποία, από τον Ιανουάριο του 2018, έχει θέσει de facto υπό τη στρατιωτική κατοχή της, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της υπό κρίση οικογένειας στη Συρία (Αφρίν). Υπ’ αυτήν την έννοια, από τις αρχές του 2018 κι ενώ προηγουμένως οι προσφεύγοντες είχαν ήδη εγκαταλείψει λόγω του πολέμου την οικογενειακή τους εστία κι είχαν εγκατασταθεί εντός της τουρκικής επικράτειας, η Τουρκία, έπαυσε να είναι «τρίτη» σε σχέση με τις εν εξελίξει εχθροπραξίες στην εν λόγω περιοχή, αντιθέτως δε, αποτελεί πλέον, έναν από τους παράγοντες, που συν-διαμορφώνουν κυρίαρχα το μέλλον της Αφρίν, της ευρύτερης γύρω περιοχής καθώς και των κατοίκων τους. Επομένως, η Επιτροπή, καλείται κατ’ουσίαν στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζοντας το άρθρο 56 του Νόμου 4375/2016, να αποφασίσει ακόμη και για ενδεχόμενη επιστροφή της εν λόγω οικογένειας στην Τουρκία για τη λήψη διεθνούς προστασίας τους εκεί, τη στιγμή που η χώρα αυτή, συν-καθορίζοντας καταλυτικά τις όποιες εξελίξεις στον τόπο καταγωγής των προσφευγόντων, όχι μόνο ωθεί τους προσφεύγοντες να παρατείνουν τη διαμονή τους πέραν της εστίας τους αλλά και συντηρεί αναπόφευκτα την εύλογη επιθυμία τους να αιτηθούν διεθνή προστασία από έτερες χώρες, όπως η Ελλάδα. Εν προκειμένω δηλαδή, τυχόν επικύρωση της πρωτοβάθμιας απόφασης απαραδέκτου από την Επιτροπή, θα σήμαινε όχι απλώς τη μη εξέταση της υπόθεσης στην ουσία της αλλά και την προώθηση της υπό κρίση οικογένειας προς το κράτος που δημιουργεί – τουλάχιστον, εν μέρει – την ανάγκη διεθνούς προστασίας της. Υπό το φως της ως άνω διαπίστωσης, ανεξαρτήτως της συνδρομής των βασικών προϋποθέσεων, βάσει των οποίων η Επιτροπή θα συνέκλινε υπό κανονικές συνθήκες σαφώς υπέρ της ύπαρξης συνδέσμου της υπό κρίση οικογένειας προς την Τουρκία (επαρκής χρόνος διαμονής και ανάπτυξη ικανών βιοτικών σχέσεων ), κρίνεται πως τα γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει εντός του τρέχοντος έτους, έχουν, ειδικά στην υπό κρίση περίπτωση, διαρρήξει το δεσμό των προσφευγόντων με την προς εξέταση «ασφαλή τρίτη» χώρα. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στις συνεντεύξεις των προσφευγόντων, οι οποίοι κατόπιν εδραίωσης της παρουσίας των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφρίν και τη γύρω περιοχή, το Μάρτιο του 2018, έλαβαν την απόφαση κι εγκατέλειψαν την Τουρκία. Υπό την ως άνω ιδιάζουσα συνθήκη, η Επιτροπή σε κάθε περίπτωση κρίνει, πως δεν μπορεί να αξιωθεί εύλογα να επιστραφούν οι προσφεύγοντες πίσω στην Τουρκία, παρά την επί μακρόν εκεί προηγούμενη διαμονή τους. Ο όποιος δηλαδή βιοτικός δεσμός που δημιουργήθηκε κατά την παρελθούσα διαμονή της οικογένειας στην Τουρκία, κρίνεται πλέον, μετά την τουρκική εισβολή στον τόπο καταγωγής και διαμονής τους στη Συρία, πως έχει διαρρηχθεί καταστάς απρόσφορος και μη ικανός να προσδώσει στην ενδεχόμενη επιστροφή τους στην Τουρκία το στοιχείο του «ευλόγου». Εν ολίγοις, ο καταλυτικός ρόλος της πρόσφατης τουρκικής στρατιωτικής δραστηριότητας επί συριακών εδαφών, όπου ευρίσκεται η κατοικία των προσφευγόντων, καθιστά πλέον ήσσονος, συγκριτικά, σημασίας, την προηγούμενη βιοτική σχέση των προσφευγόντων στην Τουρκία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η Επιτροπή τάσσεται σε κάθε περίπτωση κατά του εύλογου χαρακτήρα της εκ νέου μετάβασής των προσφευγόντων στην Τουρκία, ελλείψει του απαιτούμενου επαρκούς συνδέσμου. Εξάλλου, κατά την κρίση της Επιτροπής, η αναγκαστική επιστροφή τους θα αντιστρατευόταν τόσο το πνεύμα της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη Διεθνή Προστασία, όσο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο για το Άσυλο. Ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούται στην περίπτωση της υπό κρίση οικογένειαςη υπό στοιχείο στ. προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 56 του Νόμου 4375/2016, ήτοι δεν υφίσταται ο απαιτούμενος κατά νόμο σύνδεσμος, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτήν να μεταβεί στην Τουρκία.
Συνεπώς δεν συντρέχει στην περίπτωσή των υπό κρίση προσφευγόντων το ανωτέρω κριτήριο και με δεδομένη την απαιτούμενη σωρευτική πλήρωση καθενός εκ των προβλεπόμενων στο νόμο κριτηρίων, η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα για αυτούς, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση της συνδρομής των λοιπών πέντε κριτηρίων. Κατ’ ακολουθίαν, μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησης ασύλου που κατέθεσαν οι προσφεύγοντες, ως απαράδεκτη, λόγω ύπαρξης ασφαλούς τρίτης χώρας και επειδή περαιτέρω δεν προκύπτει ότι συντρέχει κάποιος άλλος λόγος απαραδέκτου από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 54 του Νόμου 4375/2016, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, να κριθεί η αίτησή τους παραδεκτή και να εξετασθεί εν συνεχεία στην ουσία της.
[1]Σημ. επιμελητή: Στην απόφαση περιλαμβάνεται στο σημείο αυτό η ακόλουθη υποσημείωση: «Διευκρινίζεται πως στο κείμενο της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η έννοια του συνδέσμου αναφέρεται στην παράγραφο 2α του άρθρου 38, ως μια απλή ερμηνευτική παράμετρος κατά την πρακτική εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας: Η εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας υπόκειται στους κανόνες του εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένων: α) των κανόνων που απαιτούν σύνδεσμο μεταξύ του αιτούντος και της οικείας τρίτης χώρας, βάσει της οποίας θα ήταν εύλογο για τον αιτούντα να μεταβεί στη συγκεκριμένη χώρα·»