τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Απόφ. 17593/2020/13.8.2020 της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (τριμ.συνθ.): Σιωπηρή ανάκληση αιτήσεως ασύλου και επιβολή πράξης επιστροφής αλλοδαπού

Pinterest LinkedIn Tumblr

16. Επειδή, εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η διεθνής προστασία που αποτελεί αντικείμενο των ως άνω Οδηγιών (συνεπώς και του ν. 4636/2019) πρέπει, καταρχήν, να παρέχεται σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας και ανιθαγενή ο οποίος έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα διωχθεί λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή της ιδιότητας του μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ή διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας (άρθρο 15 του ν. 4636/2019). Κατά πάγια δε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε απόφαση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να στηρίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σκοπός της οποίας είναι να διαπιστωθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιου καθεστώτος (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C71/11 και C99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 68). Επομένως, από το σύστημα χορήγησης του ενιαίου καθεστώτος ασύλου ή επικουρικής προστασίας που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης προκύπτει ότι σκοπός της απαιτούμενης κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 (άρθρο 4 του ν. 4636/2019) αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας είναι να διαπιστωθεί εάν ο αιτών –ή, ενδεχομένως, το πρόσωπο εξ ονόματος του οποίου έχει υποβάλει την αίτηση– έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα διωχθεί προσωπικά ή αντιμετωπίζει προσωπικά πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 4ης Οκτωβρίου 2018, C– 652/16, Ahmedekova, σκ. 49). Εξάλλου, όπως έχει γίνει δεκτό το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ επιβάλει η αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να γίνεται σε δύο αυτοτελή στάδια (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, C– 277/11, M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψη 64 επ.).Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα επιμέρους άρθρα της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ  για την παροχή διεθνούς προστασίας.  Στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου, το άρθρο 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ καθιερώνει το καθήκον συνεργασίας των μερών (ήτοι του αιτούντος και των εθνικών αρχών) προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινός στόχος της αξιολόγησης του βασίμου της αίτησης διεθνούς προστασίας. Για τον λόγο αυτό και εναπόκειται συνήθως στον αιτούντα να αξιολογήσει και να υποβάλει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς του, τα δε κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται σε αυτόν να τα υποβάλει «το συντομότερο δυνατόν». Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να συνεργαστούν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής, συγκεντρώνοντας από κοινού με αυτόν, όλες τις αναγκαίες για την υποστήριξη της αιτήσεώς του πληροφορίες. Συνεπώς, η εν λόγω απαίτηση συνεργασίας που βαρύνει το κράτος μέλος έχει επακριβώς την έννοια ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο αιτών την παροχή διεθνούς προστασίας δεν είναι πλήρη, πρόσφατα ή συναφή, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να συνεργαστεί ενεργώς, στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση. Για τον σκοπό αυτό, εξάλλου, ενώ τα πρώτα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας παρέχονται, πρωτίστως, με βάση ένα έντυπο ή ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο, ο αιτών μπορεί, στη συνέχεια, να καταστήσει γνωστά τα γεγονότα και τις περιστάσεις που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του κατά τη φάση εξετάσεως της αιτήσεως, κατά το οποίο,  παρέχεται στον αιτούντα άσυλο η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση ασύλου, υπό συνθήκες που να παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους υποβολής της αιτήσεώς του.  Η δε προσωπική συνέντευξη ή οι συνεντεύξεις που προβλέπονται στα άρθρα 14- 17 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ αποτελούν μια νέα ευκαιρία για τον αιτούντα να συζητήσει με το πρόσωπο που είναι πλέον κατάλληλο να αντιληφθεί και να εκτιμήσει την προσωπική του κατάσταση, καθώς και να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αιτήσεώς του καθώς και όλα τα νέα στοιχεία τα οποία δεν περιέλαβε στα επιχειρήματά του και να παράσχει εξηγήσεις. Στη δε αρμόδια εθνική αρχή, η συνέντευξη αυτή επιτρέπει να εξετάσει πολύ συγκεκριμένα τη λυσιτέλεια όλων αυτών των στοιχείων προκειμένου να εκτιμήσει την προσωπικότητα του αιτούντος καθώς και την αξιοπιστία των δηλώσεών του και να επισημάνει και διευκρινίσει, ενδεχομένως, ορισμένες αντιφάσεις, καθώς και να εξετάσει με τρόπο συγκεκριμένο στοιχεία, ακόμα και στοιχεία υποκειμενικού χαρακτήρα, τα οποία, ως εκ τούτου, είναι δυσχερές να επισημανθούν εγγράφως. Επιπροσθέτως, μέσω της διαδικασίας της συνέντευξης παρέχεται η δυνατότητα στην αποφαινόμενη αρχή να αποσοβήσει σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον οποία θα διέτρεχε ο αιτών σε περίπτωση επιστροφής του στο κράτος καταγωγής του (ή σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη ασφαλή χώρα) (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, C-517/17, Milkiyas Addis, σκέψη 49).  Κατά δε το δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης της εξετάσεως της βασιμότητας της αιτήσεως ασύλου οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξετάζουν με  επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και να αιτιολογούν εμπεριστατωμένα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 11 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δηλαδή με αρκούντως εξειδικευμένη και συγκεκριμένη αιτιολογία την απόφασή τους (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 21ης Νοεμβρίου 1991, C269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I5469, σκέψη 14, και απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C349/07, EU:C:2008:746, Sopropé, σκέψη 50), ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς του. Στο πλαίσιο δε αυτό, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να αξιολογούν την αίτηση διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, συνεκτιμώντας τα κρίσιμα στοιχεία της αίτησης, στα οποία, καταλέγονται, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία και τα έγγραφα σχετικά με την ηλικία του αιτούντος, το προσωπικό ιστορικό του, η ταυτότητά του, η ιθαγένεια ή οι ιθαγένειές του, οι χώρες προηγούμενης διαμονής του, οι προηγούμενες αιτήσεις του για την παροχή ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, οι λόγοι που προβάλλει προς δικαιολόγηση της αιτήσεώς του, και, εν γένει, η σοβαρή βλάβη που υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί (βλ. απόφαση ΔΕΕ της της 9ης Φεβρουαρίου 2017, C-560/14, Μ., ECLI:EU:C:2017:101, σκ. 36).  Εξάλλου, ακόμα και αν ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλα στοιχεία, εντούτοις αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση εφόσον ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του, ή έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει στη διάθεσή του και έχει δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων (βλ. προπαρατεθείσα C– 277/11, M., σκέψη 65 επ., απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Δεκεμβρίου 2014, C-148/13 έως C-150/113, A κ.λπ., σκέψεις 55 επ.). […]

20. Επειδή, μεταξύ των στόχων της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ καταλέγεται η λήψη απόφασης επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης (βλ. αιτιολογική σκέψη 18), παράλληλα όμως κρίθηκε σκόπιμη η ενίσχυση της ικανότητας των κρατών μελών να αντιμετωπίζουν τις εν δυνάμει καταχρήσεις του συστήματος ασύλου από αιτούντες που διαφεύγουν ή δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους (βλ. παράγραφος 3.1.2. της αιτιολογικής έκθεσης της τροποποιημένης πρότασης για την τροποποίηση της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, COM/2011/0319 final) ώστε να μην επιφέρεται δυσανάλογο βάρος στα κράτη μέλη. Προκειμένου δε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντίρροπων αυτών καταστάσεων, στο άρθρο 28 της Οδηγίας καταστρώθηκε, υπό το φώς των γενικών αρχών που διέπουν την εφαρμογή της Οδηγίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 60) η ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση διαπίστωσης ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει σιωπηρώς ανακληθεί.  Προκειμένου δε να εκκινήσει η ως άνω διαδικασία θα πρέπει να υπάρχει «εύλογη αιτία» να θεωρείται ότι «ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν». Για τον λόγο αυτό θα πρέπει καταρχήν να διαπιστωθεί ότι έχουν συντρέξει ορισμένες περιστάσεις (που θα καθορίσουν τα κράτη μέλη), κοινό, ωστόσο, χαρακτηριστικό των οποίων, θα πρέπει να είναι η έλλειψη συνεργασίας του αιτούντος με τις εθνικές αρχές σε βαθμό που να υποκρύπτει καταχρηστικότητα του υποβληθέντος αιτήματος. Τούτο συνάγεται αφενός από τον ίδιο τον σκοπό θέσπισης της διάταξης (όπως αναφέρθηκε ανωτέρω) αλλά και από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται ενδεικτικώς στη διάταξη του άρθρου 28 («δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη όπως προβλέπεται στα άρθρα 14 έως 17 της εν λόγω οδηγίας, διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή ευρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την αρμόδια αρχή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας»). Ωστόσο, μόνη η διαπίστωση ότι συνέτρεξαν πράγματι οι ως άνω περιστάσεις δεν συνιστά «εύλογη αιτία» προκειμένου να θεωρηθεί ότι η αίτηση έχει σιωπηρώς ανακληθεί αλλά θα πρέπει σωρευτικώς να διαπιστώνεται ότι αν και παρασχέθηκε ουσιαστικώς η δυνατότητα στον αιτούντα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, εντούτοις αυτός δεν απέδειξε ότι τα γεγονότα που συγκρότησαν τις περιστάσεις της σιωπηρής ανάκλησης οφείλονται σε συνθήκες ανεξάρτητες της θέλησής του, η δε απόφαση θα πρέπει να διαλαμβάνει ειδική προς τούτο αιτιολογία. Τούτο συνάγεται από την διατύπωση της Οδηγίας, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων σιωπηρής ανάκλησης, στις οποίες ρητώς αναφέρεται το δικαίωμα του αιτούντος να αποδείξει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ότι τα γεγονότα αυτά οφείλονται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Εξάλλου, τούτο επιβάλλεται από την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα ακρόασης (βλ. σκέψη 19), ενώ, εξάλλου, πρόσθετο ερμηνευτικό επιχείρημα αντλείται και από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32 (COM (2016) 467 final, 2016/0224(COD)) με την οποία τροποποιείται το άρθρο 28 και προβλέπεται ρητώς ότι στις περιπτώσεις που η αποφαινόμενη αρχή διακόπτει την εξέταση της αίτησης, «αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση προς τον αιτούντα με την οποία τον ενημερώνει ότι η εξέταση της αίτησής του έχει διακοπεί και ότι η αίτηση θα απορριφθεί οριστικά λόγω υπαναχώρησης, εκτός εάν ο αιτών εμφανιστεί ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία της γραπτής ειδοποίησης». […]

21. Επειδή, εξάλλου, από το άρθρο 28 προκύπτει ότι σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης, οι εθνικές αρχές δύνανται είτε αφού εξετάσουν την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, να την απορρίψουν ως αβάσιμη είτε να σταματήσουν την εξέταση. Στην περίπτωση ωστόσο που θα εξετάσουν την αίτηση, θα πρέπει, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 16, η απορριπτική απόφαση, να περιλαμβάνει ειδική αιτιολογία από την οποία να προκύπτει ότι, κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης των δηλώσεων του αιτούντος, των έγγραφων που τυχόν προσκόμισε, των στοιχείων που σχετίζονται με την χώρα καταγωγής του, της συνεκτίμησης της ατομικής του κατάστασης και των προσωπικών του περιστάσεων (όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία του) οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί δεν ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Στην περίπτωση δε που η σιωπηρή ανάκληση της αίτησης έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίον δεν είχε ακόμα διενεργηθεί η προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, επαφίεται στις εθνικές αρχές, ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδεται από τον ενωσιακό νομοθέτη στην εξατομικευμένη, επαρκή, πλήρη και ενδελεχή εξέταση της αίτησης, να διαπιστώσουν αν τα στοιχεία που διαθέτουν κατά το στάδιο αυτό είναι «επαρκή» προκειμένου να εξετάσουν, κατά τα ανωτέρω, την αίτηση επί της ουσίας. Σε κάθε όμως περίπτωση, η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, θα πρέπει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ να είναι πλήρως αιτιολογημένη και να περιλαμβάνει τους νομικούς και πραγματικούς λόγους της απόρριψης. Εφόσον δε οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία, προκειμένου να εφαρμόσουν την κατά τα ανωτέρω, διαγραφόμενη εξέταση, οφείλουν να σταματήσουν την εξέταση της αίτησης, ο δε αιτών, δικαιούται εντός χρονικού διαστήματος τουλάχιστον εννέα μηνών είτε να ζητήσει την «επανεξέταση της υπόθεσής του» είτε να υποβάλει «νέα αίτηση» η οποία, όμως,  ρητώς προβλέπεται ότι δεν θα θεωρείται μεταγενέστερη αίτηση και δεν θα υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 40 (δηλαδή εξέταση σε προκαταρτικό στάδιο) και 41 (εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής κατά τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες). Σε περίπτωση δε που η αίτηση συνέχισης της εξέτασης ή η νέα αίτηση υποβληθεί μετά την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος, ρητώς προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η αίτηση συνέχισης της εξέτασης δεν θα μπορεί να επανεξετασθεί ή η νέα αίτηση θα μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μεταγενέστερη αίτηση υποκείμενη στη διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 40 και 41 (εξέταση σε προκαταρτικό στάδιο και εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής αντιστοίχως). Ωστόσο, εφόσον η απόφαση με την οποία αποφασίζεται να σταματήσει η εξέταση της αίτησης δεν διαλαμβάνει κρίση σχετικά με το αν ο αιτών υπάγεται στο καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας, δεν συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο ε’ της Οδηγίας, ενώ, εξάλλου, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αποφάσεων που σύμφωνα με το άρθρο 46 της Οδηγίας μπορούν να προσβληθούν με «πραγματική προσφυγή» και, κατά τούτο, ουδέποτε μπορεί να καταστεί «τελεσίδικη». Κατά συνέπεια, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης με την οποία διακόπτεται η εξέταση της αίτησης, ο αιτών διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, αφού σύμφωνα με το άρθρο 2 τούτη παύει μόνο με την έκδοση «τελεσίδικης απόφασης», ενώ, ταυτόχρονα διατηρεί το δικαίωμα παραμονής στη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Τούτο συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 9 σύμφωνα με την οποία ο αιτών δικαιούται να παραμείνει «αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο III». Ενόψει δε του ότι στον αιτούντα έχει χορηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 προθεσμία εννέα μηνών προκειμένου να επανέλθει ζητώντας την συνέχιση της εξέτασης (ή να υποβάλει νέα αίτηση η οποία όμως δεν θεωρείται μεταγενέστερη), πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, ήτοι, η παραμονή του αιτούντος «αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας» και περαιτέρω, ενόψει του ότι στο κεφάλαιο ΙΙΙ της Οδηγίας (υπό τον τίτλο «Διαδικασίες σε πρώτο βαθμό») περιλαμβάνονται οι αποφάσεις που απορρίπτουν την αίτηση ως  αβάσιμη (άρθρο 32) ή απαράδεκτη (άρθρα 33 επ.) και όχι η απόφαση με την οποία αποφασίζεται η διακοπή της, πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 9 («μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο III»). […]

26. Επειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στις προηγούμενες σκέψεις, συνάγεται ότι στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν απορριπτική απόφαση κατόπιν ουσιαστικής εξέτασης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 28 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, δύνανται να σωρεύσουν σε αυτήν απόφαση επιστροφής. Τούτο διότι με την έκδοση της απορριπτικής αυτής απόφασης σε πρώτο βαθμό, η παραμονή του αιτούντος καθίσταται παράνομη, ενώ, εξάλλου, δοθέντος ότι είχε παρασχεθεί στον αιτούντα η δυνατότητα να εκφράσει λυσιτελώς τις απόψεις του, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του, η έκδοση πράξης επιστροφής δεν παραβιάζει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Εξάλλου, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει την διακοπή εξέτασης της αίτησης (σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 28) και εφόσον μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος των 9 μηνών, ο αιτών υποβάλει αίτηση συνέχισης ή νέα αίτηση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν είτε την μη επανεξέταση της υπόθεσής του (λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος των 9 μηνών) είτε να αντιμετωπίσουν την νέα αίτηση ως μεταγενέστερη. Στην μεν πρώτη περίπτωση η αρμόδια αρχή εξέτασης θα εκδώσει ρητή απορριπτική απόφαση επι της αίτησης συνέχισης και κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή νομίμως θα σωρεύσει, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, πράξη επιστροφής, δεδομένου ότι με την έκδοση της απόφασης αυτής, αφενός η παραμονή του αιτούντος καθίσταται παράνομη και αφετέρου του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης. Στην δε δεύτερη περίπτωση που η νέα αίτηση θα αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων,  κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 41, ο αιτών δεν έχει δικαίωμα παραμονής ούτε και κατά το στάδιο εξέτασης σε πρώτο βαθμό της μεταγενέστερης αίτησής του και κατά συνέπεια και στην περίπτωση αυτή η παραμονή του καθίσταται παράνομη, οπότε νομίμως εκδίδεται, καταρχήν, κατά τον χρόνο αυτό, πράξη επιστροφής, ενώ, και στην περίπτωση αυτή, έχει τηρηθεί η υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος ακρόασης αφού ο αιτών με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης, είχε την δυνατότητα να εκφράσει λυσιτελώς τις απόψεις του.  Διάφορη, όμως, είναι η περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν την διακοπή της εξέτασης της αίτησης δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 28 χορηγώντας προθεσμία τουλάχιστον 9 μηνών στον αιτούντα προκειμένου να ζητήσει τη συνέχιση της εξέτασης της αίτησής του ή να υποβάλει νέα αίτηση η οποία όμως δεν θεωρείται μεταγενέστερη αίτηση. Τούτο διότι, προϋπόθεση για την έκδοση πράξης επιστροφής, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, είναι η διαπίστωση ότι η παραμονή του αιτούντος είναι παράνομη, ωστόσο, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 21, αυτή καθεαυτή η πράξη διακοπής εξέτασης δεν επιφέρει απώλεια του δικαιώματος παραμονής, για το χρονικό διάστημα τουλάχιστον των εννέα μηνών, εντός του οποίου ο αιτών δύναται να επανέλθει και για τον λόγο αυτό δεν είναι επιτρεπτή η σώρευσή της με απόφαση επιστροφής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, εφόσον δε εκδοθεί η πράξη επιστροφής είναι ακυρωτέα ως προώρως εκδοθείσα. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή, η έκδοση απόφασης επιστροφής δεν είναι επιτρεπτή και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο αιτών, κατά τον χρόνο αυτό, δεν έχει εκφράσει κατά τρόπο εξαντλητικό το σύνολο των λόγων που στηρίζουν την αίτησή του ή που καθιστούν αδύνατη την επιστροφή του. Και τούτο διότι, εφόσον η πράξη διακοπής εκδίδεται λόγω ελλείψεως των στοιχείων εκείνων που θα καθιστούσαν δυνατή την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης, συνάγεται ότι ο αιτών κατά τον χρόνο αυτό δεν είχε τύχει λυσιτελούς ακρόασης. Κατά συνέπεια, και για τον λόγο αυτό, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση πράξης επιστροφής ως απόρροια της πράξης διακοπής. Ούτε, εξάλλου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ενόψει του σκοπού της Οδηγίας 2008/115 που συνίσταται, στην καθιέρωση αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (βλ., σχετικώς, αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 και αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Pham, C474/13, EU:C:2014:2096, σκέψη 20, και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), είναι καταρχήν επιτρεπτή η έκδοση πράξης επιστροφής, η επέλευση, ωστόσο, των εννόμων αποτελεσμάτων της, αναστέλλεται εκ του νόμου μέχρι την πάροδο του χρονικού διαστήματος των εννέα μηνών εντός του οποίου μπορεί ο αιτών να επανέλθει κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 28. Τούτο διότι η εκδοχή αυτή αντίκειται στη γενική αρχή κατά την οποία η αναστολή της εκτέλεσης διοικητικής πράξης είναι επιτρεπτή μόνο εφ’ όσον ρητώς προβλέπεται ή πάντως προκύπτει σαφώς από διάταξη νόμου περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, η αρμόδια αρχή, δεν εμποδίζεται να εκδώσει πράξη επιστροφής, αμέσως μόλις παρέλθει η προθεσμία των εννέα (9) μηνών που έχει δοθεί στον αιτούντα προκειμένου να επανέλθει, δοθέντος ότι με την συμπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήματος, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 21, παύει ο αιτών να απολαμβάνει του δικαιώματος παραμονής στο κράτος μέλος καθόσον δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9, ήτοι, η παραμονή του αιτούντος «αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας». […]

28. Επειδή, ο προβαλλόμενος με την προσφυγή ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι ως διοικητικός κρατούμενος δεν μπορούσε αντικειμενικώς να ανανεώσει το δελτίο του, είναι βάσιμος καθώς η Υπηρεσία Ασύλου είχε ήδη ενημερωθεί ότι ο προσφεύγων τελούσε υπό διοικητική κράτηση ήδη από τις 10.2.2020 και συνέχιζε να κρατείται κατά την ημεροχρονολογία κατά την οποία έληγε το δελτίο του, ήτοι την 29.2.2020. Για τον λόγο αυτό εξάλλου καθίστατο πρακτικώς αδύνατη η ανανέωση του εν λόγω δελτίου, χωρίς τούτο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του προσφεύγοντος, και συνεπώς, η μη ανανέωση αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει πρόθεση κατάχρησης του συστήματος κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 20 της παρούσας και κατά τούτο δεν συνιστά σιωπηρή ανάκληση της αιτήσεως. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος ως αβάσιμη με την αιτιολογία ότι αυτή έχει σιωπηρώς ανακληθεί, χωρίς ωστόσο στην απόφαση αυτή να διαλαμβάνεται ουδεμία κρίση σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με την αίτηση προβαλλόμενων λόγων κατά παράβαση του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 (άρθρο 28 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ). Εξάλλου, στην κρινόμενη υπόθεση δεν έχει διενεργηθεί προσωπική συνέντευξη με τον προσφεύγοντα, μεταξύ δε των στοιχείων του διοικητικού φακέλου περιλαμβάνεται μόνο η δήλωσή του, κατά το στάδιο της καταγραφής της αίτησής του, αναφορικά με τους λόγους της εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του και ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά στους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί σήμερα να επιστρέψει σε αυτήν. Ενόψει τούτων, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία προκειμένου να διενεργηθεί η εξέταση της αίτησης επί της ουσίας και για τον λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 81 του ν. 4636/2019 όπως ισχύει, η διακοπή της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό το υποβληθέν αίτημα του προσφεύγοντος περί συνέχισης της εξέτασης της αίτησής του. Ωστόσο, ενόψει του ότι το διακοπτικό της εξέτασης της αίτησης γεγονός (ήτοι η μη ανανέωση του δελτίου) έλαβε χώρα κατά το στάδιο που η αίτηση εκκρεμούσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, και δεδομένου ότι η  εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από διοικητικό όργανο που διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που καθιερώνει η Οδηγία περί διαδικασιών (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C 585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 103 και 116), η Επιτροπή κρίνει ότι προκειμένου ο προσφεύγων να μην απωλέσει ένα στάδιο εξέτασης της αίτησής του, η συνέχιση της εξέτασης θα πρέπει να λάβει χώρα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία είναι  και η αρχή που όφειλε εξαρχής να διατάξει την διακοπή της εξέτασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019. Εξάλλου, η γενικότερη απαγόρευση αναπομπής του άρθρου 27 του ν. 4686/2020 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση δοθέντος ότι ρυθμίζει διάφορο ζήτημα. Ειδικότερα ναι μεν απαγορεύει την αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό,  ακόμα και στην περίπτωση μη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης, όχι όμως στην περίπτωση που διατάσσεται η συνέχιση της εξέτασης. Η τελευταία δε περίπτωση ρυθμίζεται από το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, με την οποία προβλέπεται η συνέχιση της εξέτασης ενώπιον του οργάνου που διέταξε την διακοπή και η οποία ως ειδικότερη διάταξη κατισχύει.[…]

Δέχεται την προσφυγή.

Ακυρώνει την …/2020 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής.

Διατάσσει την διακοπή της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος.

Διατάσσει την Υπηρεσία Ασύλου όπως εξετάσει την αίτηση συνέχισης του προσφεύγοντος.


ΣΗΜ.: Για το ζήτημα εκκρεμεί πρότυπη δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν σχετικού αιτήματος του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου δείτε εδώ: Πρ.12/2020 Επιτροπής αρ.1 παρ.1 Ν.3900/2010: Πρότυπη δίκη για το ζήτημα της διακοπής εξέτασης αιτημάτων ασύλου


Write A Comment