17. […] Η Επιτροπή αναγνωρίζει, αρχικά, ότι στην Τουρκία, παρά τα προβλήματα που παρατηρούνται, υπάρχει ένα νομικό καθεστώς προστασίας για τους Σύρους πολίτες. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ότι σύμφωνα με την από 14.12.2016 επιστολή της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και η οποία αφορά στις προηγούμενες επιστολές της Ύπατης Αρμοστείας την 4η Μαΐου και 9η Ιουνίου 2016 αντίστοιχα σχετικά με τη διαδικασία επανεισδοχής στην Τουρκία από την Ελλάδα των σύρων υπηκόων, 2,7 εκ. Σύροι απολαμβάνουν το εν λόγω προσωρινό νομικό καθεστώς στην Τουρκία. Επιπλέον, η συγκεκριμένη επιστολή αναφέρει ότι «Όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, 59 τοις εκατό εκ των άνω του 1 εκατομμυρίου παιδιών από τη Συρία που βρίσκονται σε σχολική ηλικία, είναι εγγεγραμμένα σε προγράμματα τυπικής εκπαίδευσης, γεγονός που καταδεικνύει σημαντική πρόοδο από τις αρχές αυτού του χρόνου. Η πρόσβαση στην αγορά εργασίας επιτράπηκε δια νόμου από τον Ιανουάριο του 2016 για τους Σύρους, ανεξαρτήτως του αν είναι δικαιούχοι προσωρινής προστασίας ή όχι, παρότι υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις και περιορισμούς. Περίπου 10.000 άδειες εργασίας είχαν εκδοθεί από το Σεπτέμβριο».
18. Επειδή, επιπλέον, η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το γεγονός, ότι κατ’ εφαρμογήν των ευρωπαϊκών κανόνων για το άσυλο και της εθνικής νομοθεσίας, η εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά, αναγνωρίζει στην υπό κρίση περίπτωση την ιδιαίτερη ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται οι προσφεύγοντες και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τους, γεγονός που οδήγησε άλλωστε στην άρση του γεωγραφικού περιορισμού. Το γεγονός αυτό επιτείνεται σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει η προσφεύγουσα (σύζυγος). Στο πλαίσιο αυτό και παρά την ύπαρξη συστήματος προστασίας στην Τουρκία, η Επιτροπή κρίνει ότι οι συγκεκριμένοι προσφεύγοντες διέμειναν για ιδιαίτερα μικρό διάστημα στην Τουρκία (15 ημέρες) χωρίς να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάποιο υποστηρικτικό δίκτυο ενώ δεν απέκτησαν δικαίωμα διαβίωσης σε κάποιο από τα κέντρα παραμονής. Μάλιστα, γίνεται αντιληπτό ότι τους αρνήθηκε η παραμονή στον προσφυγικό καταυλισμό ενώ ένα από τα ανήλικα τέκνα δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν κάποια άλλη επαφή με τις τουρκικές αρχές ούτε άλλους δεσμούς με τη χώρα, όπως παραδείγματος χάριν προηγούμενες επισκέψεις μακράς διάρκειας ή σπουδές. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν διατηρούν κανένα οικογενειακό ή κοινωνικό δεσμό με τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του οποίου η μετάβασή τους θα καθίστατο δυνατή. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι μόνη η διέλευση δεν συνιστά επαρκή σύνδεσμο ή σημαντικό δεσμό. Ενδέχεται συχνά να είναι το αποτέλεσμα τυχαίων περιστάσεων και δεν σημαίνει απαραίτητα κάποια σημαντική σύνδεση ή δεσμό. Ομοίως, ένα απλό δικαίωμα εισόδου δεν συνιστά από μόνο του μια ουσιαστική σύνδεση βάσει της οποίας θα ήταν εύλογο για το πρόσωπο να πάει σε αυτή τη χώρα. Παραδείγματα τέτοιου είδους συνδέσεων θα μπορούσαν να αποτελέσουν η ύπαρξη οικογενειακών δεσμών, συμπεριλαμβανομένων μακρινών συγγενών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σύνδεση με μια ευρύτερη κοινότητα θα μπορούσε επίσης να συνιστά ένα είδος σύνδεσης με την τρίτη χώρα. Ως επαρκής σύνδεσμος θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί η προηγούμενη διαμονή στην εν λόγω χώρα, όπως επισκέψεις μακράς διάρκειας ή σπουδές και η ύπαρξη γλωσσικών και πολιτιστικών δεσμών. Τέτοιου είδους δεσμοί θα πρέπει να απαιτούνται επιπλέον από το απλό γεγονός της διέλευσης από τη χώρα (βλ. UNHCR, Legal considerations on the return of asylum-seekers and refugees from Greece to Turkey as part of the EU-Turkey Cooperation in Tackling the Migration Crisis under the safe third country and first country of asylum concept, 23 March 2016, http://www.unhcr.org/56f3ec5a9.pdf).
19. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη την εξατομικευμένη εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι προσφεύγοντες και τα τέσσερα ανήλικα τέκνα τους, η Επιτροπή κρίνει ότι η Τουρκία δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και παρά τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, να χαρακτηριστεί «ασφαλής τρίτη χώρα» για τους συγκριμένους προσφεύγοντες, σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 του νόμου 4375/2016. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δέχεται την προσφυγή τους και προχωρά στην επί της ουσίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας.