Με την υπ’ αριθμ 401/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά ακυρώθηκε η απόφαση της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών σχετικά με την απόρριψη χορήγησης ασύλου, καθώς κρίθηκε ότι μη νόμιμα και αναιτιολόγητα η Επιτροπή δεν εξέτασε τον προβληθέντα, ενώπιόν της, ουσιώδη λόγο του αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού σε αιτούμενο άσυλο από οργανωμένη ομάδα στη χώρα καταγωγής του.
H δίωξη ατόμων εξαιτίας της προκατάληψης και του μίσους εναντίον τους, λόγω πραγματικού ή αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμό αποτελεί συχνό φαινόμενο σε όλες τις περιοχές του κόσμου[1].
Αν και η Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου δεν δημοσιεύει αποκλειστικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται από λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφισεξουαλικά, τρανς, κουήρ ή ίντερσεξ άτομα (ΛΟΑΤΚΙ)[2], έχει παρατηρηθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σημαντική αύξηση του αριθμού των σχετικών αιτημάτων[3]. Μεταξύ αυτών, κάποια αιτήματα γίνονται δεκτά είτε από τον πρώτο βαθμό είτε μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών[4], ενώ και τα διοικητικά δικαστήρια, έχουν δεχτεί αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης απόφασης των Επιτροπών, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού[5].
Ωστόσο, η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί σημαντική εξέλιξη στην ελληνική νομολογία[6], καθώς για πρώτη φορά ακυρώνεται απορριπτική απόφαση για την χορήγηση διεθνούς προστασίας, για λόγους αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού/νομιζόμενων χαρακτηριστικών.
Υπενθυμίζεται ότι ως «σεξουαλικός προσανατολισμός» ορίζεται η ικανότητα του προσώπου να νιώθει εσωτερική συγκινησιακή, συναισθηματική και σεξουαλική έλξη για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου ή περισσότερων του ενός φύλου και να διατηρεί με αυτά προσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις[7]. Σύμφωνα με τη νομολογία διαφόρων κρατών, ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη συμπεριφορά ή με πληθώρα σεξουαλικών πράξεων, αλλά και με την ταυτότητα ενός προσώπου και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επιδιώκει να την εκφράσει[8].
Στο πλαίσιο του προσφυγικού δικαίου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει συνδεθεί στενά με την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας[9]. Στο άρθρο 1Α§2 της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 (εφεξής Σύμβαση), ως πρόσφυγας ορίζεται κάθε πρόσωπο, το οποίο συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύσει της προστασίας της χώρας αυτής.
Γίνεται αντιληπτή η έλλειψη ειδικής μνείας, στον ορισμό της Σύμβασης, στο στοιχείο του σεξουαλικού προσανατολισμού, εξαιτίας της οποίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν θεωρήθηκαν ως σχετικοί λόγοι διώξεων[10]. Η έλλειψη αυτή δικαιολογείται από το ιστορικό πλαίσιο και το σκοπό για τον οποίο υπογράφηκε, λίγα χρόνια μόλις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, τόσο τα εθνικά δικαστήρια[11] όσο και οι σχετικοί διεθνείς οργανισμοί, ερμηνεύοντας τη Σύμβαση ως ένα «ζωντανό όργανο», έχουν δεχθεί την υπαγωγή των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην κατηγορία της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, είτε υπό την προσέγγιση των «προστατευόμενων χαρακτηριστικών», είτε υπό την προσέγγιση της «κοινωνικής οριοθέτησης»[12].
Ενσωματώνοντας, λοιπόν, την σύγχρονη προσέγγιση του ζητήματος, η Ευρωπαϊκή νομοθεσία κατέστησε σαφές ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι, προσδιοριστικό γνώρισμα μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αναφέρεται ότι «(Λόγοι Δίωξης) 1. Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: δ) η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων: […] Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του σεξουαλικού προσανατολισμού. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας».
Στη δεύτερη παράγραφο του ως άνω αναφερόμενου άρθρου παρατηρείται μία σημαντική προσθήκη που σχετίζεται άμεσα με τη σχολιαζόμενη απόφαση. Αναφέρεται ότι «Κατά την αξιολόγηση του βασίμου του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης».
Ρητώς, λοιπόν, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει ότι δεν απαιτείται ο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος να οφείλεται αποκλειστικά στην πραγματική ύπαρξη ενός ή περισσότερων από τους πέντε λόγους που απαριθμεί ο ορισμός του πρόσφυγα, αλλά αρκεί και μόνο τα κρατικά ή τα μη κρατικά όργανα δίωξης να αποδίδουν ή να καταλογίζουν στον ενδιαφερόμενο κάποιο χαρακτηριστικό στοιχείο.
Επομένως, από τον συνδυασμό των ανωτέρων άρθρων προκύπτει ότι μπορεί να προβληθεί ως βάση αιτήματος ασύλου ο φόβος δίωξης λόγω αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού.
Εξάλλου, και στις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σχετικά με τα Αιτήματα Ασύλου που στηρίζονται στο Σεξουαλικό Προσανατολισμό και στην Ταυτότητα του Γένους (εφεξής Κατευθυντήριες Οδηγίες) αναφέρεται ότι αιτούντες άσυλο μπορεί να έχουν υποστεί διώξεις λόγω του πραγματικού ή του αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού τους ή της ταυτότητας του φύλου τους[13].
Ο αποδιδόμενος σεξουαλικός προσανατολισμός σχετίζεται με τις ιδιότητες που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, οι οποίες μπορεί να φαίνεται ότι δε συνάδουν με τις πολιτικές, πολιτιστικές ή κοινωνικές νόρμες. Οι νομιζόμενες αυτές ιδιότητες συνδέονται άμεσα με το φύλο/γένος και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με τον «κοινωνικώς αποδεκτό» σεξουαλικό προσανατολισμό κάθε φύλου. Για παράδειγμα, ένας άντρας που διατηρεί σεξουαλική επαφή με άλλο άντρα θα χαρακτηριζόταν πιθανότατα ως ομοφυλόφιλος, καθώς το φύλο του (αρσενικό) παραδοσιακά αναμένεται να έλκεται σεξουαλικά από το αντίθετο φύλο (θηλυκό). Αυτό πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι οι κοινωνικοί κανόνες που διέπουν την ταυτότητα των αντρών και των γυναικών και ο τρόπος με τον οποίον τα φύλα υποτίθεται ότι οφείλουν να συμπεριφέρονται, στηρίζονται σε ετεροφυλικά πρότυπα[14].
Επιπλέον, αποτελεί σύνηθες φαινόμενο ένα άτομο να παρατηρήσει ένα χαρακτηριστικό ενός άλλου που αντιστοιχεί σε ένα στερεότυπο μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, με αποτέλεσμα το άτομο αυτό στη συνέχεια να κατηγοριοποιήσει το άλλο άτομο ως μέλος αυτής της συγκεκριμένης ομάδας[15]. Κρίνεται δε αδιάφορο αν το άτομο αυτό επιθυμεί να είναι όντως μέλος της ομάδας ανθρώπων[16].
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτούμενος άσυλο θεωρήθηκε, από την οργανωμένη ομάδα “safety empire”, ότι είναι ομοφυλόφιλος, εξαιτίας των σεξουαλικών σχέσεων που είχε συνάψει με άτομα του ίδιου φύλου για βιοποριστικούς λόγους, χωρίς ο ίδιος να έλκεται από άτομα του φύλου του και να αυτοπροσδιορίζεται ως ομοφυλόφιλος. Ενώ, λοιπόν, ο αιτών είχε μια σταθερή εσωτερική σεξουαλική συμπεριφορά, η εξωτερική του σεξουαλική δραστηριότητα αποτέλεσε το κοινό εκείνο χαρακτηριστικό της ομάδας των ομοφυλόφιλων, όπως γίνεται διακριτή από την κοινωνία, εξαιτίας του οποίου και στοχοποιήθηκε.
Επομένως, ορθώς το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι νόμιμα και αιτιολογημένα κρίθηκε, από την Ανεξάρτητη Επιτροπή, καταρχάς, ότι δεν υφίσταται στην περίπτωση του αιτούντος συγκροτημένη ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, ώστε να μην δύναται να συναχθεί ότι αυτή συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς του ως εγγενούς ή αμετάβλητου χαρακτηριστικού της. Περαιτέρω, ορθά επισήμανε ότι απαιτείται αυτοτελής κρίση για τον ισχυρισμό του αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς, βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, είναι αρκετός ώστε να προκαλέσει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.
Δομνίκη-Βασιλεία Αναστασίου, Advanced LLM in European and International Human Rights Law, Leiden University, M.Δ.Ε Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ
* Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.
Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος Τεύχος 8 (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2019) της Θεωρίας και Πράξης Διοικητικού Δικαίου, σελ. 734 επ.
[1]. International Commission of Jurists, Refugee Status Claims Based on Sexual Orientation and Gender Identity A Practitioners’ Guide,February 2016, σελ. 24 , διαθέσιμο στο: https://www.icj.org/wp-content/uploads/2016/10/Universal-PG-11-Asylum-Claims-SOGI-Publications-Practitioners-Guide-Series-2016-ENG.pdf.
[2]. FRA, Protection against discrimination on grounds of sexual orientation, gender identity and sex characteristics in the EU. Comparative legal analysis, Update 2015 available at: https://fra.europa.eu/sites/default/les/fra_uploads/protection_against_discrimination_legal_update_2015.pdf
[3]. Αθανάσιος Γ. Τάκης, Άσυλο και σεξουαλικός προσανατολισμός: Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει μια νέα κατηγορία προσφύγων, Αρμενόπουλος, 2014,569-584.
[4]. Ενδεικτικά 5η Επιτροπή 12572/2018, 8η Επιτροπή 19365/2017 και 19360/2017.
[5]. ΔΕφΑθ (Συμβ) 190/2017, ΔΕφΠειρ 123/2018 (Συμβ).
[6]. Βλ. σχετικά Νo. 15023/15 Tribunal of Genova, όπου το Δικαστήριο έκανε δεκτή έφεση αιτούντος άσυλο από τη Γκάνα για απόρριψη αίτησης χορήγησης ασύλου λόγω αποδιδόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case–law/italy–tribunal–genova-13-may-2016-no-1502315
[7]. Yogyakarta Principles on the Application of International Human Rights Law in relation to Sexual Orientation and Gender Identity, March 2007, Introduction, διαθέσιμο στο: https://yogyakartaprinciples.org/principles-en/
[8]. Refugee Appeal No. 74665, 7 July 2004 (New Zealand Refugee Status Appeals Authority, (RSAA)), παρα. 27, 129, σε https://www.refworld.org/cases,NZL_RSAA,42234ca54.html. Βλ. επίσης Nasser Mustapha Karouni v. AlbertoGonzales, Attorney General, No. 02-72651, 399 F.3d 1163 (2005), 7 March 2005 (US Court of Appeals, Ninth Circuit), at III[6], σε https://www.refworld.org/cases,USA_CA_9,4721b5c32.html , Appellant S395/2002 v. Minister for Immigration and Multicultural Affairs; Appellant S396/2002 v. Minister for Immigration and Multicultural Affairs [2003] HCA 71, 9 December 2003 (High Court of Australia), παρα. 81, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/cases,AUS_HC,3fd9eca84.html.
[9]. UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 9: Claims to Refugee Status based on Sexual Orientation and/or Gender Identity within the context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol relating to the Status of Refugees, 23 October 2012, HCR/GIP/12/01, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/docid/50348afc2.html, και Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ – αποφάσεις της 7.11.2013, C-199/12 έως C-201/12, Minister voor Immigratieen Asiel κατά X (C199/12) και Y (C-200/12) και Z κατά Minister voor Immigratie en Asiel (C-201/12).
[10]. Vrije Universiteit Amsterdam (VU University Amsterdam), Fleeing Homophobia, Asylum Claims Related to Sexual Orientation and Gender Identity in Europe, September 2011, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/docid/4ebba7852.html
[11]. Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως βάση δίωξης κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης ήταν η Ολλανδία, στο Afdeling rechtspraak van de Raad van State (Δικαστικό Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας) 13 Aυγούστου 1981, Rechtspraak Vreemdelingenrecht 1981, 5, Gids Vreemdelingenrecht (oud) D12-51.
[12]. UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 2: «Membership of a Particular Social Group» Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, HCR/GIP/02/02, παρα. 6 & 7, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/docid/3d36f23f4.html.
[13]. Ό.π. παρα. 41. Βλ. επίσης Kwasi Aman v. John Ashcroft, Attorney General, Nos. 01-4477 and 02-1541, United States Court of Appeals for the Third Circuit, 16 May 2003, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/cases,USA_CA_3,47fdfb2c1a.html.
[14]. Βλ. σημείωση 7 παρα. 15.
[15]. Hilton & von Hippel, Stereotypes, Annual Review of Psychology, Vol. 47:237-271 (Volume publication date February 1996), σελ. 242.
[16]. Βλ. σημείωση 1 σελ. 203.