Η επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 525 παρ. 1 (4) ΚΠΔ ως ατομικό μέτρο συμμόρφωσης σε απόφαση του ΕΔΔΑ διενεργείται μόνο σε όφελος του κατηγορουμένου. Επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος εκεινού που αθωώθηκε εσφαλμένα, κινείται μόνο για τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του 526 ΚΠΔ λόγους, το οποίο καθιστά την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου δυσχερή έως ανέφικτη[1], καθώς και μόνο με τις προϋποθέσεις του άρθ. 527 παρ. 2 του ΚΠΔ. Στο αλυσιτελές αυτό νομικό πλαίσιο επανάληψης δίκης, το ένδικο μέσο της αναίρεσης υπέρ του νόμου κατά το άρθ. 505 παρ. 2 του ΚΠΔ αποτελεί μονόδρομο για την αποκατάσταση στο νομικό κόσμο μιας εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εν προκειμένω του άρθ. 323 Α του ΠΚ περί «Εμπορίας Ανθρώπων».
Στην υπ’ αριθμ. 2/2019 απόφαση της Ποινικής Ολομέλειάς του ο Άρειος Πάγος προέβη σε μια ερμηνευτική αποκατάσταση του άρθρου 323 Α του ΠΚ υπό το πρίσμα της ερμηνείας του άρθ. 4 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) από το ΕΔΔΑ. Σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η οποία βασίστηκε σε εφαρμοστέες διατάξεις διεθνών συμβάσεων, που έχει επικυρώσει η Ελλάδα και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού δικαίου κατ’ άρθ. 28 παρ. 1 του Συντ/τος, όπως η Σύμβαση αριθ. 29 της ΔΟΕ καθώς και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων της 16ης/5/2005, η απαγόρευση η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4 της Σύμβασης δεν στοχεύει μόνον τις περιπτώσεις της κατάστασης πλήρους αδυναμίας των θυμάτων, εγκατάλειψης της ελευθερίας τους ή αποκλεισμού τους από τον εξωτερικό κόσμο. Η εκμετάλλευση της εργασίας συνιστά μία από τις μορφές εκμετάλλευσης στις οποίες αφορά ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων, το οποίο ως ιδέα επαληθεύεται και από την υπόσταση του άρθ. 323 Α του ΠΚ. Βέβαια, τούτο σημαίνει ότι οι μορφές ψυχολογικής απειλής (μέσα εξαναγκασμού), όπως η καταγγελία στην αστυνομία ή στις υπηρεσίες μετανάστευσης, η άρνηση καταβολής των μισθών και γενικά η εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του εργάτη στην οποία βρίσκεται εξ ορισμού λόγω του καθεστώτος παράνομης απασχόλησής του και κατ’ επίταση λόγω των απεχθών συνθηκών διαβίωσής του σε χώρους που εξυπηρετούν την καθημερινή (6ημερη) παροχή εργασίας του, έχουν ως αποτέλεσμα η κάθε πράξη που συνιστά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας (πχ. ωράρια, όρους εργασίας, ασφάλιση εργαζομένων, ενημέρωση συστήματος ‘ΕΡΓΑΝΗ’, διαδικασία άρθ. 13 Α ν. 4251/2014 κλπ) να ενδέχεται να περιλαμβάνεται στο σκοπό της «εκμετάλλευσης» στο πλαίσιο της αναγκαστικής εργασίας[2]. Εξάλλου, και σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του άρθ. 4 της άνω Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης (παρ. 83) με τον όρο κατάχρηση θέσης αδυναμίας/ευάλωτης, πρέπει να «εννοείται η κατάχρηση οποιασδήποτε κατάστασης στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή από το να υποκύψει. Μπορεί επομένως να πρόκειται για οποιοδήποτε είδος αδυναμίας, είτε αυτή είναι φυσική, ψυχική, συναισθηματική, οικογενειακή, κοινωνική ή οικονομική. Αυτή η κατάσταση μπορεί, για παράδειγμα, μία επισφαλής ή παράνομη διοικητική κατάσταση, μία κατάσταση οικονομικής εξάρτησης ή μία εύθραυστη κατάσταση υγείας. Συνοπτικά, πρόκειται για το σύνολο των καταστάσεων κινδύνου που μπορούν να οδηγήσουν ένα ανθρώπινο ον να αποδεχθεί την εκμετάλλευσή του. Τα άτομα που καταχρώνται μιας τέτοιας κατάστασης διαπράττουν μία πρόδηλη παραβίαση των δικαιωμάτων ανθρώπινου όντος και μία προσβολή της αξιοπρέπειάς του και της ακεραιότητάς του από τις οποίες δεν είναι δυνατόν κανείς να αποστεί εγκύρως». Με την έννοια αυτή, όταν ο εργοδότης εκμεταλλεύεται και ελέγχει τους εργάτες αποκομίζοντας όφελος από το καθεστώς τους ως παρανόμων μεταναστών και συνεπώς, από την αδυναμία τους, όταν η επιτήρηση γίνεται in situ, όταν τα ωράρια εργασίας είναι μεγάλα, όταν οι μισθοί είναι χαμηλοί ή δεν καταβάλλονται προσηκόντως, όταν υπάρχουν απειλές βίας σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας με τους υποβαλλόμενους όρους, η εργασία καθίσταται αναγκαστική[3].
Υπό το φως αυτό, η Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 2/2019 απόφασή της αναίρεσε την απόφαση του ΜΟΔ Πατρών ως προς την αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων και της άμεσης συνέργειας σ’αυτή, διαλευκαίνοντας ερμηνευτικά δύο θεμελιώδη στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του άρθ. 323 Α του ΠΚ∙ την «ευάλωτη θέση» του θύματος και την ιδιότητα του δράστη.
Ως προς τη πρώτη έννοια, η Ολ. του ΑΠ υπογράμμισε εμφατικά ότι η «ευάλωτη θέση» που εκμεταλλεύεται ο δράστης για το σκοπό της εκμετάλλευσης της εργασίας του θύματος συνίσταται στην περιέλευση του τελευταίου σε συνθήκες απόλυτης αδυναμίας αυτοπροστασίας σημαντικών εννόμων αγαθών του, λόγω οικονομικών, προσωπικών, κοινωνικών κλπ προβλημάτων που αντιμετωπίζει και εξαιτίας της οποίας κατάστασης δεν έχει άλλη πραγματική αποδεκτή επιλογή, παρά μόνο να υποκύψει και να αποδεχτεί την εκμετάλλευσή του, περιαγόμενο στη σφαίρα εξουσίασης του δράστη έτσι, ώστε να τελεί σε σχέση εξάρτησης μαζί του∙ ότι το στοιχείο της φυσικής εξουσίασης του δράστη επί του θύματος δεν απαιτεί την πλήρη υποδούλωση του θύματος, την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του, ούτε τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη, το οποίο εμπίπτει στην αντικειμενική υπόσταση του άρθ. 323 του ΠΚ (Εμπόριο δούλων) και όχι του 323 Α του ΠΚ∙ ότι σ’ αυτήν ακριβώς τη «θραύση προσωπικής ελευθερίας του θύματος», η οποία καταλήγει στην εκούσια «υποταγή» του ως res εκμετάλλευσης από το δράστη, έγκειται ο πυρήνας της αυξημένης απαξίας του υπαλλακτικώς μικτού αυτού τρόπου τέλεσης του εγκλήματος του άρθ. 323 Α του ΠΚ.
Επίσης, ο ΑΠ στην απόφασή του αυτή έκρινε ειδικότερα επί της περίπτωσης των παρανόμων αλλοδαπών ότι το στοιχείο της ευάλωτης θέσης τους θα πρέπει να κρίνεται στο πλαίσιο συνδυαστικών παραγόντων, όπως η άγνοια της γλώσσας, οι συνθήκες ζωής, η έλλειψη δεσμών με το κράτος παραμονής, ο φόβος της απέλασης κλπ, που δυσχεραίνουν την ανεύρεση σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας και είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης και, συνεπώς, να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό της θέσης τους ως ευάλωτης. Με την ερμηνευτική, λοιπόν, αυτή κρίση, ο ΑΠ κατ’ ουσίαν συνδέει τις συνθήκες διαβίωσης με τις συνθήκες εργασίας ως προς την κρίση της ευαλωτότητας του αλλοδαπού εργάτη ως μέσο εξυπηρέτησης του σκοπού της εργασιακής εκμετάλλευσής του, επιβεβαιώνοντας ότι η συστηματική παροχή εποχιακής αγροτικής εργασίας αποτελεί ένα σύστημα που περιλαμβάνει εκτός της καθαυτής εκτέλεσης της εργασίας της συγκομιδής στην ύπαιθρο, επιπλέον, και τις συνθήκες διαβίωσης των εργατών γης, το οποίο καθορίζει το επίπεδο ευαλωτότητάς τους στην έκθεση στην εργασιακή εκμετάλλευση δια της παραβιάσεως της εργατικοασφαλιστικής νομοθεσίας[4].
Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΑΠ με την αναιρετική του απόφαση αποσύνδεσε την ιδιότητα του φυσικού αυτουργού του εν λόγω εγκλήματος από την ιδιότητα του εργοδότη κατά την κλασική έννοια της εργατικής νομοθεσίας, αποφαινόμενη ότι η έλλειψη της ιδιότητας του εργοδότη αλλοδαπών εργατών δεν αρκεί μόνη για τη μη θεμελίωση της υπόστασης του εγκλήματος.
Κατά συνέπεια, με την απόφαση αυτή υπ’ αριθμ. 2/2019 της ΠοινικήςΟλομέλειας του Ανώτατου Ακυρωτικού αποσαφηνίζεται η ορθή ερμηνεία του άρθ. 323 Α ΠΚ, σε συμμόρφωση με τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθ. 4 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και αναιρείται υπέρ του νόμου το σκέλος της αθωωτικής απόφασης του ΜΟΔ Πατρών για την υπόθεση της Μανωλάδας, χωρίς, βέβαια, να επηρεάζονται τα έννομα συμφέροντα των κατηγορουμένων. Ωστόσο, για αυτόν τον τελευταίο λόγο το μέτρο ετούτο συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης του ΕΔΔΑ κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ και σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του 6ου Κανόνα (Rule) της Επιτροπής Υπουργών για την Εκτέλεση των Αποφάσεων του ΕΔΔΑ[5], φαίνεται να προσιδιάζει περισσότερο σε γενικό παρά ατομικό μέτρο εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ “Chowdury and 42 others vs Greece”, εφόσον η πρακτική του σημασία συνίσταται στην παραγωγή αποτελεσμάτων ουσιαστικού δεδικασμένου ex nunc, ήτοι για την αποτροπή μελλοντικών καταδικών για παρόμοιες εσφαλμένες κρίσεις.
Κωνσταντίνα Μιχοπούλου, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
* Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.
[1] Ιδίως στην περίπτωση παράβασης καθήκοντος δικαστή όπου οι υπάρχουσες προϋποθέσεις άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου, ουσιαστικά στρέφουν τον Εισαγγελέα κατά συναδέλφου του.
[2] Κων. Μιχοπούλου, «Οι θετικές υποχρεώσεις του Κράτους κατά το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αναφορικά με το εργασιακό Τrafficking», Εισήγηση στο “Talk Forward: Tο εργασιακό Trafficking” (Festival break the chain, διοργάνωση: Υπουργείο Εξωτερικών, Γραφείο Εθνικού Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων (NRO), Δήμος Αθηναίων, ΟΠΑΝΔΑ, Ελculture.gr), 2/12/2017 Αθήνα, Παγκόσμια Μέρα των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση της Δουλείας.
[3] Όπως αναλύεται στην έκθεση της Παρεμβαίνουσας Anti-Slavery International στην υπόθεση ΕΔΔΑ, Chowdury κλπ κατά Ελλάδας, παρ. 84
[4] βλ. Κων. Μιχοπούλου, Πρακτικά της 12/12/2018 Συνεδρίασης της Υποεπιτροπής για την Καταπολέμηση της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Ανθρώπων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σελ. 50 επ.